Off Canvas sidebar is empty

H Eυρώπη, η εξουσία, ο σοσιαλισμός

Αυγή 17/5/2009

Του Αλεξανδρου Κεσσοπουλου και του Γιαννη Μπαλαμπανιδη

Στο προηγούμενο φύλλο των "Ενθεμάτων", ο Ηρακλής Οικονόμου υποστήριζε ότι μια "αφήγηση" για την Ευρώπη ως πεδίο συσχετισμών είναι αφελής, αφού η Ε.Ε. δεν είναι παρά ένα ιμπεριαλιστικό μόρφωμα συγκροτημένο "από τα πάνω" και οι αγώνες για την αλλαγή συσχετισμών εντός της είναι, ως εκ τούτου, μάταιοι -- μόνη προοπτική είναι η "αναγκαιότητα συντριβής" της.

Μια τέτοια άποψη, που δεν περιορίζεται στον αγαπητό σύντροφο, εκκινώντας ενδεχομένως από διαφορετικές αφετηρίες και με παρεμφερείς λογικές συνεπαγωγές, στη σημερινή συγκυρία νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και πολιτικής αμηχανίας στην Ευρώπη, βρίσκει υποδοχές και διαχέεται στους κόλπους και της καθ' ημάς Αριστεράς.

Θεωρούμε ότι, επειδή δεν μπορεί κανείς να μιλά σήμερα για την Ευρώπη όπως θα μιλούσε για την Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα ή καν για την ΕΟΚ του 1970, αυτή η οπτική μοιάζει να παραγνωρίζει ένα βασικό δίδαγμα του Πουλαντζά: τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Αν θέλουμε να αποφύγουμε μηχανιστικές ερμηνείες, οφείλουμε καταρχάς να εξετάσουμε τις αναλύσεις του Πουλαντζά μέσα στην ιστορικότητά τους, δηλαδή στο πλαίσιο που συνθέτουν η σταδιακή μεταστροφή της ευρωπαϊκής Αριστεράς απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και η θεσμική εξέλιξη της ίδιας της Ευρώπης.

Η ιστορία, η θεωρία

Στα πρώτα χρόνια από τη Συνθήκη της Ρώμης, η ευρωπαϊκή Αριστερά και σοσιαλδημοκρατία αντιμετώπιζαν αρνητικά την ΕΟΚ, ως βραχίονα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην Ευρώπη, ως ιμπεριαλιστικό μόρφωμα, προϊόν των κυβερνητικών ελίτ της χριστιανοδημοκρατίας. Μέχρι τα μέσα του 1980, ωστόσο, η στάση αυτή έχει αλλάξει, καθώς τα δυτικοευρωπαϊκά κοινωνικά, αναπτυξιακά και δημοκρατικά κεκτημένα από τη μια, η εξάντληση της ιστορικοπολιτικής προωθητικής ισχύος του σοβιετικού παραδείγματος και της τριτοδιεθνιστικής παράδοσης από την άλλη, διαμορφώνουν μια καινούρια κατάσταση που υποβάλλει νέα καθήκοντα. Η ευρωκομμουνιστική πλέον Αριστερά στρέφεται προς την ενωμένη Ευρώπη ως πεδίο υπέρβασης του διπολισμού, επέκτασης της δημοκρατίας και κοινωνικοπολιτικού μετασχηματισμού. Το 1977 συναντιούνται στη Μαδρίτη οι ιταλοί, γάλλοι και ισπανοί κομμουνιστές, συγκλίνοντας, για πρώτη φορά, σε ένα προγραμματικό πλαίσιο για την Ευρώπη. Έκτοτε, η δυτικοευρωπαϊκή Αριστερά κινείται μεταξύ μιας αμήχανης αποδοχής της Ε.Ε. και ενός "ισχυρού μεταρρυθμισμού" εντός αυτής -- με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως το ΚΚΕ.1

Η στροφή της Αριστεράς προς την Ευρώπη δεν είναι άσχετη με τη θεσμική εξέλιξη της ΕΟΚ, αλλά επηρεάζεται από αυτήν και επιδιώκει να την επηρεάσει. Καθώς η Κοινή Αγορά επενδύεται με πολιτικές αρμοδιότητες και διαδικασίες (νομοθετικές, δικαστικές κλπ.), και κυρίως με τη διεύρυνση της δημοκρατικής νομιμοποίησης του Ευρωκοινοβουλίου, που από το 1979 εκλέγεται πλέον άμεσα από τους λαούς, η Ευρώπη δεν είναι πια μόνο μια αγορά χωρίς σύνορα. Είναι, μαζί, και ένα πολιτικό μόρφωμα υπό διαμόρφωση, ένα διακύβευμα, στο οποίο η Αριστερά αποφασίζει ότι παρεμβαίνει. Για όλα αυτά, δεν θα ήταν δόκιμη η στατική θεωρητική και πραγματολογική ανάγνωση ενός βιβλίου που γράφεται στη συγκυρία του 1974, παραβλέποντας ότι δεν εξαντλείται εκεί ούτε η εξέλιξη της Ευρώπης ούτε οι θέσεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς ούτε καν η σκέψη του Πουλαντζά.

Ο Πουλαντζάς μάς παρέχει όχι μια αμετάκλητη ερμηνεία αλλά μια μέθοδο για να προσεγγίσουμε αυτό το διακύβευμα σήμερα. Δεν ισχυριστήκαμε, φυσικά, ότι η Ε.Ε. είναι ένα (εθνικό) κράτος. Είναι όμως ένα υπερεθνικό μόρφωμα στο οποίο τα κράτη-μέλη έχουν παραχωρήσει τμήμα της εθνικής τους κυριαρχίας και που, με μια σχετική αυτονομία από αυτά, εφαρμόζει πολιτικές, ασκεί εξουσία, μέσα στην αναντίρρητα ιμπεριαλιστική "δι- ή καλύτερα υπερ-εθνικοποίηση των εργασιακών διαδικασιών και του κεφαλαίου".2 Δεν θα ήταν πάντως "μηχανιστική μεταφορά" να εντοπίσει κανείς αναλογίες μεταξύ της θεσμικής διάρθρωσης της Ε.Ε. (διάκριση εξουσιών, κράτος δικαίου κλπ.) και του εθνικού κράτους.

Η Ε.Ε. συνιστά μια υπερεθνική εξουσία που, ως τέτοια, "δεν υπάρχει παρά υλοποιημένη σε μηχανισμούς", οι οποίοι με τη σειρά τους δεν υπάρχουν παρά σε σχέση με την πάλη των τάξεων.3 Παραδοχή που μας οδηγεί στην καρδιά της προβληματικής του Πουλαντζά: τη σχεσιακή θεωρία της εξουσίας, όπου η εξουσία "δεν είναι μια ποσότητα που κατέχει κάποιος, ούτε μια ποιότητα προσδεμένη σε μια τάξη-υποκείμενο (την κυρίαρχη τάξη)",4 αλλά η σχέση των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων με τα αντίστοιχα των κυριαρχούμενων, την οποία συμπυκνώνει στο πολιτικό επίπεδο το κράτος.5

Αν ισχύουν αυτά, το οικονομικοπολιτικό μόρφωμα της Ε.Ε. --του οποίου τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά πράγματι εκκρεμεί να αναλύσουμε σήμερα-- αποτελεί, με μια βαθύτατα υλιστική έννοια, πεδίο διακύβευσης και συσχετισμών, στο οποίο αναβιβάζονται οι πολιτικές και ταξικές σχέσεις που αποκρυσταλλώνονται στα εθνικά κράτη. Δηλαδή κάθε άλλο από πεδίο όπου απλώς αποτυπώνονται ευθύγραμμα τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις των κυρίαρχων εθνικών αστικών τάξεων, όπως θα ήθελε μια οικονομίστικη και βολονταριστική ερμηνεία.6 Η άποψη ότι είναι μάταιο να αγωνίζεται κανείς για την αλλαγή των συσχετισμών εντός της Ένωσης --αφού σε αυτήν έχουν εγγραφεί άπαξ διαπαντός οι ιμπεριαλιστικές υποθήκες των δεξιών πατέρων της-- μοιάζει αφόρητα με την τριτοδιεθνιστική αντίληψη που ο Πουλαντζάς πολέμησε με πάθος: την εργαλειακή θεώρηση για το κράτος ως όργανο απεριόριστα χειραγωγήσιμο από τις κυρίαρχες τάξεις για την άσκηση της κυριαρχίας τους.

Άλλωστε, έτσι, θα ήταν εξίσου αδιέξοδη η επιδίωξη αλλαγής των συσχετισμών και στο εθνικό πεδίο --όπου πράγματι ακόμη παράγονται και αναπαράγονται κυριαρχικά όχι μόνο οι σχέσεις παραγωγής αλλά και οι κοινωνικοί δεσμοί--, καθόσον το εθνικό κράτος είναι εξαρχής υπονομευμένο, ιστορικά και θεσμικά, ως χωροχρονική μήτρα του καπιταλισμού.7 Όμως, τότε, τι νόημα θα είχαν οι αγώνες για την καθολική ψήφο, τα εργασιακά δικαιώματα, την κοινωνική πρόνοια, στο εσωτερικό των εθνικών κρατών, ιδίως αν αυτά δεν είναι λιγότερο ιμπεριαλιστικοί σχηματισμοί από την Ε.Ε.; Το μόνο που μας απομένει, λοιπόν, είναι η συντριβή του κράτους, αυτού του φρουρίου που στέκει αγέρωχο, αδιαπέραστο από τους ταξικούς αγώνες; Και εδώ όμως, ο Πουλαντζάς, σε σύγκρουση με μια ορισμένη κληρονομιά του Λένιν και της Γ΄ Διεθνούς, έχει υποδείξει κάτι απείρως πιο σύνθετο από τη στρατηγική της "περικύκλωσης του κράτους": μια διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, όπου "η διατήρηση και εμβάθυνση των πολιτικών ελευθεριών απαιτεί αναγκαστικά ειδικούς θεσμούς (αυτούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μετασχηματισμένης βέβαια) που τις διασφαλίζουν. Αυτό συνεπάγεται κάποιον διαχωρισμό μεταξύ του κράτους και των κοινωνικών σχέσεων, άρα αναγκαστικά (ας αφήσουμε τα απατηλά σχήματα) έναν μη μαρασμό του κράτους σε κάποιο βαθμό".8

Το θέμα είναι τώρα τι λες

Αν αποκλείουμε τον ιδεαλιστικό αναχωρητισμό ως αριστερή στρατηγική, θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι τα υπαρκτά πολιτικά ζητήματα δεν επιλύονται διά της καταργήσεώς τους. Φυσικά, στους αριστερούς δεν αρέσει η Ευρώπη ως έχει, όμως δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι πάντα έτσι ήταν και θα είναι. Η εργασιακή πολιτική δεν ήταν πάντα το 65ωρο -- σε άλλες συγκυρίες και με άλλους συσχετισμούς (σοσιαλδημοκρατική πλειοψηφία και ισχυρή Αριστερά) ήταν μέχρι και μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών· η δημοκρατικά και θεσμικά εκφρασμένη βούληση των ευρωπαϊκών λαών όχι μόνο ανέτρεψε τη συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και άνοιξε προοπτικές για μια διαφορετική συντακτική διαδικασία της Ευρώπης. Μικρές νίκες, ενδεχομένως, αλλά δεν γνωρίζουμε πολλές μεγαλύτερες στο εθνικό επίπεδο.

Αυτό που μας λείπει δεν είναι άλλη μια καταγγελία της Ε.Ε., αλλά η επεξεργασία μιας αριστερής προοπτικής για το πώς πάμε παρακάτω. Πώς θα αντιτάξουμε στο "οικονομικό σύνταγμα" της Ε.Ε. μια κοινή ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική στη βάση των ευρωπαϊκών κοινωνικών κεκτημένων -- και όχι την εθνικά υπερήφανη δραχμή.9 Κυρίως, όμως, πώς θα ανιχνεύσουμε μια συγκροτημένη αριστερή αντίληψη για το ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα: αυτό το δυσλειτουργικό πλέγμα που "στεγανοποιεί" τη νεοφιλελεύθερη λογική απέναντι σε ριζικούς μετασχηματισμούς, με την πολλαπλότητα των κέντρων εξουσίας, την αυτονομημένη γραφειοκρατία, την απουσία δημοκρατικής νομιμοποίησης και πραγματικής εκπροσώπησης των λαών από το κοινοβούλιο ή τα ευρωπαϊκά κόμματα. Επείγει να σκεφτούμε με ποιες ιστορικά πρωτότυπες μορφές πολιτικής ενοποίησης μπορεί να προκύψει ένας ευρωπαϊκός δημόσιος, δηλαδή πολιτικός, χώρος, ένας ευρωπαϊκός δήμος, που όμως δεν θα καταργεί την πολιτική και πολιτειακή αυτονομία των λαών της Ευρώπης (όπως έχει υποστηρίξει ο Α. Μανιτάκης). Οι επιλογές μας θα κριθούν σε βάθος χρόνου, όμως πρέπει να γίνουν σήμερα. Έχοντας στο νου, τουλάχιστον, ότι η ταξική πάλη είναι και πάλη για τη διεύρυνση του πεδίου της δημοκρατίας.

Ο Α. Κεσσόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας στη Νομική Αθηνών και ο Γ. Μπαλαμπανίδης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

1. Βλ. Richard Dunphy, Contesting capitalism? Left parties and European integration, Manchester University Press, Μάντσεστερ, σ. 3-6, 26, 44, 163.

2. Νίκος Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σ. 153.

3. Στο ίδιο, σ. 63-64.

4. Στο ίδιο, σ. 210.

5. Ν. Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι, Πολύτυπο, Αθήνα 1984, σ. 42.

6. Στο ίδιο, σ. 36-39, 43.

7. Ν. Πουλαντζάς, Το κράτος..., ό.π., σ. 133 κ.ε.

8. Ν. Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι..., ό.π., σ. 144.

9. Βλ. Γ. Ιωαννίδης, "Το Σύμφωνο Σταθερότητας και η οικονομική κρίση", "Ενθέματα", Αυγή, 5.4.2009.