Η νέα φάση του ιμπεριαλισμού και η ανάπτυξη των ταξικών αγώνων στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις ανέδειξαν μία σειρά από βασικά ζητήματα της επαναστατικής στρατηγικής. Πώς έχουν μεταβληθεί οι σχέσεις των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων μεταξύ τους και ποιες επιδράσεις έχει αυτό στον κρατικό μηχανισμό; Μπορεί να μιλά κανείς σήμερα για εθνικό κράτος στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις; Ποιες σχέσεις υφίστανται μεταξύ της «διεθνοποίησης του κεφαλαίου» ή των πολυεθνικών εταιρειών και αυτών των κρατών; Ποιοι νέοι υπερεθνικοί οργανισμοί καταλαμβάνουν την θέση του εθνικού κράτους η κατά ποιόν τρόπο πρέπει να αλλάξουν αυτά τα κράτη για να αντεπεξέλθουν στις νέες τους λειτουργίες, τις οποίες απαιτεί η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο;
Ως γνωστόν, αυτά τα ζητήματα, σχετιζόμενα με το πρόβλημα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του πολιτικού μέλλοντος της Ευρώπης, έχουν ιδιαίτερα οξυνθεί. Τα θέματα αυτά είναι ιδιαίτερης σημασίας, διότι είναι σαφές, πως το σημερινό κράτος – περισσότερο από ποτέ άξονας μιας επαναστατικής στρατηγικής – μπορεί να διερευνηθεί μόνο σε συνδυασμό με την σύγχρονη φάση του ιμπεριαλισμού, και τις επιδράσεις τους στο εσωτερικό των ίδιων των μητροπόλεων. Από τη άλλη πλευρά, είναι επίσης γνωστό, ότι η μαρξιστική επιστήμη έχει πολύ λίγο ασχοληθεί με αυτά, απ’ ότι για παράδειγμα με το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας, ή με αυτό των κοινωνικών σχηματισμών της Περιφέρειας. Αυτό ουσιαστικά τοποθετείται στην ιδεολογία του «Τρίτου Κόσμου» και των πολιτικών της θέσεων. Ενώ αρχίζει κανείς να αναγνωρίζει τις επιπτώσεις που έχει η σημερινή ιμπεριαλιστική κυριαρχία στις κυριαρχούμενες και εξαρτημένες κοινωνίες, οι επιπτώσεις στο εσωτερικό των ίδιων των μητροπόλεων έχουν ελάχιστα διερευνηθεί. Μπορεί κανείς, σχηματοποιώντας, να ξεχωρίσει δύο κύριες τάσεις στις θέσεις αναφορικά με το τελευταίο ζήτημα.
1. Στην πρώτη ανήκουν, αν και με μικρές διαφοροποιήσεις, συγγραφείς, όπως Sweezy, Magdoff, Martin Nicolaus, Pierre Jalee κλπ., τους οποίους θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως την σύγχρονη αριστερή εκδοχή του «Υπεριμπεριαλισμού» του Kautsky. Αυτοί οι συγγραφείς, οι οποίοι έχουν συνεισφέρει αρκετά στην διαλεύκανση του κυρίαρχου ρόλου των Η.Π.Α., υποεκτιμούν στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στην άνιση ανάπτυξη˙ και η μόνη διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας είναι αυτή μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας. Οι αναλύσεις των σχέσεων των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων μεταξύ τους ξεκινούν από το αξίωμα μιας ειρήνευσης και ολοκλήρωσης κάτω από την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία και εκμετάλλευση του αμερικανικού κεφαλαίου. Αυτή η ηγεμονία νοείται ως ανάλογο των σχέσεων μεταξύ ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων και κυριαρχούμενων και εξαρτημένων χωρών. Μοιάζει δηλ. στον τύπο του «Νεοαποικισμού», πανομοιότυπο – αν και με προϋποθέσεις - των σχέσεων μεταξύ Η.Π.Α. και Καναδά. Κάτω από αυτή την θεώρηση, τα εθνικά κράτη των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων χάνουν τμήμα της κυριαρχίας τους - αν δεν την χάνουν παντελώς- είτε κάτω από την κυριαρχία του αμερικανικού υπερκράτους, είτε κάτω από την κυριαρχία του απελευθερωμένου από κρατικά εμπόδια αμερικανικού ή «διεθνούς» μεγάλου κεφαλαίου. (R.Murray) (2).
2. Από την άλλη πλευρά, όμως, βρίσκονται δύο θέσεις, των οποίων οι αναλύσεις συχνά αποκλίνουν μεταξύ τους, και οι οποίες, όμως, τουλάχιστον σ’ αυτό το ζήτημα, ξεκινούν από την ίδια βάση. Χωρίς να έχει κανείς την πρόθεση να τις συγχωνεύσει, μπορεί κανείς να συνοψίσει τις δύο αυτές θέσεις ως ακολούθως:
Από την μια πλευρά συγγραφείς όπως οι Mandel, Kidron, B.Warren, B.Rowthorn, J.Valier στην Γαλλία. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να παραποιήσει κανείς τις σκέψεις τους, αν ισχυριστεί, ότι γι’ αυτούς η σύγχρονη φάση του ιμπεριαλισμού δεν χαρακτηρίζεται με κανέναν τρόπο από μια αλλαγή στην δομή των σχέσεων των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων μεταξύ τους. Κι εδώ ξεκινά κανείς απ’ την παραδοχή, πώς στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας υπάρχει μόνο μια δομική διαχωριστική γραμμή –αυτή δηλαδή μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας- μια διαχωριστική γραμμή, η οποία χαράσσεται ομοιόμορφα καθ’ όλην την ιστορία του ιμπεριαλισμού. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο ίδιο το Κέντρο έχουν την ίδια σημασία όπως και κατά το παρελθόν, δηλαδή είναι αντιθέσεις μεταξύ «αυτόνομων» και «ανεξάρτητων» κρατών και αστικών τάξεων στον αγώνα για την ηγεμονία. Πρόκειται, δηλαδή, για «εθνικές αστικές τάξεις» και «εθνικά κράτη» με καθαρά εξωτερικές σχέσεις, αφού από την τάση της διεθνοποίησης πλήττονται στην εξαιρετική περίπτωση μόνον οι σχέσεις αγοράς.. Η κυριαρχία των Η.Π.Α. πάνω στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις ισχύει ουσιαστικά ως ανάλογο της κυριαρχίας της Μεγάλης Βρεττανίας στο παρελθόν. Με την ανάδειξη αντίστοιχων «αντιτιθέμενων ιμπεριαλισμών», όπως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ιαπωνίας, αμφισβητείται και μάλιστα ριζικά αυτή η ηγεμονία. Οι διευρυμένες Ευρωπαϊκές Κοινότητες εκλαμβάνονται πριν απ’ όλα ως μια «συνεργασία» και μια «διεθνοποίηση» των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στην κατεύθυνση ενός υπερεθνικού κράτους για το σπάσιμο της υπεροχής του αμερικανικού κεφαλαίου, μια θέση, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την θέση των «αυτόνομων εθνικών κρατών»
Από την άλλη πλευρά οι αναλύσεις των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων, στην προκειμένη περίπτωση του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΓΚΚ). Αυτές ξεκινούν από την παραδοχή ότι οι σημερινές σχέσεις στο εσωτερικό του Κέντρου, δεν βασίζονται στις αλλαγές της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, αλλά σε αλλαγές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής παράλληλων «κρατικομονοπωλιακών καπιταλισμών». Η διαδικασία της διεθνοποίησης αφορά εδώ στην ακραία περίπτωση τις περίφημες «Παραγωγικές Δυνάμεις». Οι σχέσεις ουσιαστικά εκλαμβάνονται ως αντίρροπες εξωτερικές «πιέσεις» μεταξύ κατά τα άλλα αυτόνομων και ανεξάρτητων εθνικών αστικών τάξεων και κρατών. Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες και η «Ενωμένη Ευρώπη» θεωρούνται έκφραση μιας έντονης κυριαρχίας του αμερικανικού κεφαλαίου. Αυτή όμως η κυριαρχία θεωρείται ως βλάστημα κοσμοπολίτικων ξένων σωμάτων στους εθνικούς ευρωπαϊκούς κρατικομονοπωλιακούς καπιταλισμούς, και ο ρόλος των εθνικών κρατών προς όφελος του αμερικανικού ή κοσμοπολίτικου κεφαλαίου εκλαμβάνεται ως λειτουργία την οποία εκπληρούν αυτά τα κράτη απέναντι στις «εθνικές» τους λειτουργίες.
Θα έχουμε την ευκαιρία να υπεισέλθουμε διεξοδικότερα στις ακριβείς θέσεις αυτών των ρευμάτων και στις πολιτικές τους συνέπειες. Προς το παρόν ας λεχθεί, ότι αυτές δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τις αλλαγές της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, και των επιδράσεών τους στις σχέσεις των μητροπόλεων και κυρίως πάνω στα εθνικά κράτη. Εδώ θα περιοριστούμε μόνο στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, λόγω της πολιτικής τους σημασίας που αυτές έχουν για μας σήμερα απ’ την μια μεριά, αλλά και λόγω συγκεκριμένων, από την άλλη, και σημαντικών ιδιαιτεροτήτων, οι οποίες στην περίπτωση της Ιαπωνίας παίζουν ένα ρόλο: Ιδιαιτερότητες, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να εκληφθούν ως εξαιρέσεις από τον κανόνα.
Για να διεξάγει κανείς αυτές τις αναλύσεις της σύγχρονης φάσης του ιμπεριαλισμού, πρέπει, στο σημερινό επίπεδο της έρευνας να δει στην ρίζα τους τα προβλήματα και μερικά ζητήματα τα οποία εμφανίζονται ως άκαρπα και σύνθετα. Ως εκ τούτου ζητάμε την υπομονή του αναγνώστη και την κατανόησή του για το γεγονός, ότι μόνο έτσι διασφαλίζεται η σαφήνεια στην πολιτική συζήτηση.
Α. Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ
1. Η περιοδικοποίηση
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στην διευρυμένη του αναπαραγωγή χαρακτηρίζεται από μια διπλή τάση, την αναπαραγωγή της στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού, στον οποίο ριζώνει και σταθεροποιεί την κυριαρχία της, και την εξάπλωσή του πέρα από τα σύνορα του κοινωνικού αυτού σχηματισμού, όπου και οι δύο απόψεις αυτής της τάσης επιδρούν ταυτόχρονα. Βάσει των δικών του περιορισμών ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορεί να υπάρχει, εν’ όσο οι παραγωγικές σχέσεις διευρύνονται και ξεπερνούν έτσι τους φραγμούς του. Αυτή η διπλή τάση είναι χαρακτηριστική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από τις αρχές του, κι έτσι λαμβάνει αυτή η τάση στο ιμπεριαλιστικό στάδιο μια ιδιαίτερη σημασία. Αυτό το στάδιο, κατά το οποίο ενισχύεται η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, χαρακτηρίζεται, στην αναδίπλωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, από την υπεροχή της εξαγωγής κεφαλαίων απέναντι στην εισαγωγή προϊόντων. Στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, το οποίο αντιστοιχεί στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, μετατοπίζεται η κυριαρχία από την οικονομία στην πολιτική (το κράτος), και μάλιστα τόσο στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού όσο και στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.
Η ίδια η ιμπεριαλιστική αλυσίδα χαρακτηρίζεται από μια άνιση ανάπτυξη. Αυτή η αλυσίδα αντανακλάται ως μια ιδιορρυθμία σε κάθε μέλος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Αυτή η ιδιορρυθμία εξαρτάται από τις μορφές που παίρνει η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε διεθνές επίπεδο πάνω σε άλλους τρόπους και μορφές παραγωγής στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην διπλή του τάση αποδεικνύει, στην πραγματικότητα , ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορεί να υπάρξει μόνον τότε εφ’ όσον καθυποτάξει τους άλλους τρόπους και μορφές παραγωγής, και ιδιοποιηθεί τα στοιχεία τους (εργατική δύναμη, μέσα εργασίας). Είναι η συνένωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής – στην αναπαραγωγή του – με τους τρόπους και μορφές παραγωγής που συναντώνται στους άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς, η οποία και επηρεάζει την άνιση ανάπτυξη.
Αυτή η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής έχει σύνθετες επιδράσεις διάλυσης-διατήρησης (αφού πρόκειται για ταξικούς αγώνες) πάνω στους άλλους τρόπους και μορφές παραγωγής, τους οποίους υποτάσσει. Οι ποικίλες μορφές, τις οποίες παίρνουν, σε διεθνές επίπεδο, οι επιδράσεις αυτές, χαρακτηρίζουν τις φ ά σ ε ι ς του ιμπεριαλιστικού σταδίου. Αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες μορφές συσσώρευσης του κεφαλαίου, και μάλιστα σε συγκεκριμένες μορφές παραγωγικών σχέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς επίσης και στον ιμπεριαλιστικό διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Ετσι η ιμπεριαλιστική αλυσίδα χαρακτηρίζεται από την αρχή του ιμπεριαλισμού από ένα θεμελιώδες χάσμα, από την μια πλευρά οι ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και από την άλλη οι κυριαρχούμενοι και εξαρτημένοι κοινωνικοί σχηματισμοί. Αυτό το χάσμα, το οποίο βασίζεται στην δομή της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, διαφέρει ριζικά από τις σχέσεις αποικιοκρατικού τύπου (στην αρχή του καπιταλισμού) και του μετέπειτα εμπορευματικού καπιταλιστικού τύπου, μέσω της βασικής διαφοράς μεταξύ εξαγωγικού εμπορίου και της εγκαθίδρυσης της παγκόσμιας αγοράς. Δεν πρόκειται πλέον για μια οικονομική ακολουθία κοινωνικών σχηματισμών με σχετικά εξωτερικές σχέσεις. Η διαδικασία ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και εξάρτησης εμφανίζεται εφεξής ως η αναπαραγωγή – στο εσωτερικό των ίδιων των κυριαρχούμενων κοινωνικών σχηματισμών και κάτω από ειδικές κάθε φορά μορφές – των σχέσεων κυριαρχίας, με τις οποίες συνδέονται με το ιμπεριαλιστικό κέντρο.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να συγκεκριμενοποιήσουμε αυτή την κατάσταση, αφού αυτό είναι που κυρίως μας ενδιαφέρει. Ένας κοινωνικός σχηματισμός είναι κυριαρχούμενος και εξαρτημένος, όταν η συγκρότηση της ίδιας της πολιτικής, οικονομικής και ιδεολογικής του δομής εκφράζει θεσμικές και ασύμμετρες σχέσεις με έναν (ή περισσότερους) κοινωνικούς σχηματισμούς, ο οποίος απέναντι στον πρώτο κατέχει εξουσία (6). Η οργάνωση των ταξικών σχέσεων και της κρατικής μηχανής στον κυριαρχούμενο και εξαρτημένο κοινωνικό σχηματισμό αναπαράγει σ’ αυτόν τον ίδιο την δομή της σχέσης κυριαρχίας, εκφράζοντας έτσι κατά ιδιαίτερο τρόπο τις μορφές κυριαρχίας, οι οποίες χαρακτηρίζουν την κυρίαρχη τάξη (ή κυρίαρχες τάξεις) στον κυρίαρχο κοινωνικό σχηματισμό (ή στους κυρίαρχους κοινωνικούς σχηματισμούς). Αυτή η κυριαρχία ανταποκρίνεται σε μορφές εκμετάλλευσης – τόσο έμμεσες (λόγω της θέσης του κυριαρχούμενου κοινωνικού σχηματισμού στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας) όσο και άμεσα (μέσω των άμεσων επενδύσεων) – των λαϊκών μαζών στον κυριαρχούμενο κοινωνικό σχηματισμό από τις κυρίαρχες τάξεις των κυρίαρχων κοινωνικών σχηματισμών, μια εκμετάλλευση, η οποία συνδέεται με αυτήν την οποία υφίστανται από τις κυρίαρχες στην ίδια τους την χώρα τάξεις. Κάθε φάση του ιμπεριαλισμού χαρακτηρίζεται από διαφορετικές μορφές άσκησης αυτής της κυριαρχίας και εξάρτησης.
Έχοντας υπ’ όψιν αυτά τα στοιχεία γίνεται δυνατή μια περιοδικοποίηση του ιμπεριαλιστικού σταδίου σε επί μέρους φάσεις. Σημειωτέον, πως εδώ δεν πρόκειται για μια περιοδικοποίηση με την έννοια μιας αναγκαίας «ακολουθίας» αντίστοιχης ενός χρονολογικά γραμμικού σχήματος επιπέδων. Αυτές οι φάσεις, των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά της διευρυμένης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής προσπαθούμε να κατανοήσουμε, είναι οι ιστορικές επιπτώσεις του ταξικού αγώνα.
Από την άλλη πλευρά θέλουμε να αναδείξουμε ένα άλλο πρόβλημα, το οποίο προκύπτει από την περιοδικοποίηση του ιμπεριαλισμού, ο οποίος και πάλι εκφράζει ένα ιδιαίτερο στάδιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είναι θεμιτό να περιοδικοποιούμε τον ίδιον τον ιμπεριαλισμό σε φάσεις, οι οποίες αντιδιαστέλλονται μέσω μιας διαφορετικής διάρθρωσης της δομής τους, καθ’ όσον ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής σε σχέση με τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής παριστά μια ιδιαιτερότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από δύο στάδια. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι πρέπει να κατανοήσει κανείς την περιοδικοποίηση του ιμπεριαλισμού στην διευρυμένη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (τον οποίον, χάριν απλότητας, αποκαλούμε «ανταγωνιστικό καπιταλισμό»), τόσο στις σχέσεις του ιμπεριαλισμού (μονοπωλιακού καπιταλισμού) με τους προκαπιταλιστικούς τρόπους και μορφές παραγωγής όσο και σ’ εκείνες του «προϊμπεριαλιστικού» σταδίου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Ως εκ τούτου διακρίνονται οι ακόλουθες φάσεις του ιμπεριαλισμού.
Η φ ά σ η μ ε τ ά β α σ η ς από το στάδιο του ανταγωνιστικού καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, η οποία φθάνει από τα τέλη του 19ου αιώνα ως την μεσοπόλεμο περίοδο, εκτείνεται στις μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού έως την περίοδο της α σ τ α θ ο ύ ς ι σ ο ρ ρ ο π ί α ς μεταξύ του ανταγωνιστικού και του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Στο ξεδίπλωμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής προς τα «έξω» καθώς και στην δημιουργία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, αυτή η φάση γνωρίζει μια σχετική ισορροπία μεταξύ της μορφής εμποροκαπιταλιστικής κυριαρχίας- εξαγωγικό εμπόριο – πάνω σε κυριαρχούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς και της κυριαρχίας μέσω εξαγωγής κεφαλαίων. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται τόσο οι ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις όσο και οι σχέσεις μεταξύ των μητροπόλεων και των κυριαρχούμενων κοινωνικών σχηματισμών από μια ασταθή ισορροπία μεταξύ της κυριαρχίας της οικονομίας και της κυριαρχίας του πολιτικού – του κράτους.
Η φάση εδραίωσης του ιμπεριαλιστικού σταδίου ξεκινά κατά την μεσοπόλεμο περίοδο και ειδικότερα μετά την κρίση του 1930, την άνοδο ή την σταθεροποίηση των φασισμών και της νέας εποχής του Ρούσβελτ. . Στο εσωτερικό των μητροπόλεων σταθεροποιεί ο μονοπωλιακός καπιταλισμός την κυριαρχία του πάνω στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό, γεγονός που οδηγεί στην πρωτοκαθεδρία του πολιτικού – του κράτους – στους κοινωνικούς αυτούς σχηματισμούς. Κάτω από τις αντίρροπες επιδράσεις διάλυσης/διατήρησης, που έχει ο μονοπωλιακός καπιταλισμός πάνω στις προκαπιταλιστικές μορφές (απλή εμπορευματική παραγωγή, παραδοσιακή μικροϊδιοκτησία κλπ.) ή πάνω στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό (μή μονοπωλιακό καπιταλισμό), επικρατούν ακόμη οι δράσεις διατήρησης αυτών της διάλυσης. Στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα υπερισχύει η εξαγωγή κεφαλαίων της εξαγωγής προϊόντων και στις σχέσεις μητροπόλεων-κυριαρχούμενων και εξαρτημένων κοινωνικών σχηματισμών διατηρεί το πολιτικό στοιχείο το πάνω χέρι.
Πρέπει κανείς παρά ταύτα να σημειώσει, ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ο οποίος χαρακτηρίζει την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, κατά την διάρκεια αυτών των φάσεων – αν όχι ταυτόχρονα – κυριαρχεί τους εξαρτημένους κοινωνικούς σχηματισμούς ενσωματώνοντάς τους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Ο ιμπεριαλιστικός κοινωνικός καταμερισμός εργασίας μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, είναι σε πρώτη γραμμή εκείνος μεταξύ πόλης (βιομηχανία) και υπαίθρου (αγροτική οικονομία). Γι’ αυτό και μπορεί να κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πάνω σε μορφές, στις οποίες συχνά επικρατούν διαφορετικοί τρόποι παραγωγής απ’ τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Κάτω από αυτήν την κυριαρχία (Ας πάρουμε το φεουδαλικό παράδειγμα: Κυριαρχία των «φεουδαρχών» μεγαλογαιοκτημόνων) αναπαράγεται η σχέση υποτέλειας στους εξαρτημένους κοινωνικούς σχηματισμούς, η οποία και τους προσδένει στο κέντρο.
Ό,τι αφορά στις σχέσεις των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων μεταξύ τους κατά την διάρκεια αυτή της φάσης, πρόκειται για ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι οποίες συχνά οδηγούν σε μια εναλλακτική πρωτοκαθεδρία μιας μητρόπολης πάνω στις άλλες, Μεγάλη Βρεττανία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή, όμως, η πρωτοκαθεδρία βασίζεται ουσιαστικά στον τύπο κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, τον οποίον ασκεί αυτή η μητρόπολη στους κυριαρχούμενους από αυτήν κοινωνικούς σχηματισμούς, καθώς επίσης και στον ρυθμό της ίδιας της καπιταλιστικής της ανάπτυξης. Η μοναδική πολική διαχωριστική γραμμή, η οποία προκύπτει στην δομή της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας είναι εκείνη μεταξύ μητροπόλεων και κυριαρχούμενων σχηματισμών.
Η σημερινή φάση του ιμπεριαλισμού ξεκινά σταδιακά μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και χαρακτηρίζονται από διάφορα επίπεδα ταξικών αγώνων. Κατά την διάρκεια αυτής της φάσης επιβάλλεται στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αν και όχι παντού ομοιόμορφα, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός απέναντι στις προκαπιταλιστικές μορφές και στον ανταγωνιστικό καπιταλισμό, και μάλιστα μεσω δράσεων διάλυσης, οι οποίες όλο και ισχυροποιούνται απέναντι στις δράσεις συντήρησης, το οποίο και δεν σημαίνει με τίποτε, ότι στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στην μονοπωλιακή του μορφή παίρνει σταδιακά έναν χαρακτήρα «αποκλειστικότητας». Οι υφιστάμενες μορφές εξακολουθούν να υπάρχουν, οπωσδήποτε όμως σαν στοιχεία (παραδοσιακή μικροϊδιοκτησία, μεριδιούχοι αγρότες, μεσαίο κεφάλαιο), τα οποία αναδομούνται και εντάσσονται κάτω από την αναπαραγωγή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Αυτή η φάση συμπίπτει με αλλαγές στις σχέσεις μεταξύ μητροπόλεων και κυριαρχούμενων σχηματισμών. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κυριαρχεί εφεξής όχι απλά από τα «έξω» και μέσω της αναπαραγωγής της σχέσης εξάρτησης, αλλά κυρίως επειδή σταθεροποιεί σ’ αυτές τις ίδιες την άμεση κυριαρχία του. Ό τρόπος παραγωγής στις μητροπόλεις αναπαράγεται κάτω από μια ειδική μορφή στο εσωτερικό των ίδιων των κυριαρχούμενων και εξαρτημένων σχηματισμών. Αυτό δεν εμποδίζει, εδώ, αν και σε διαφορετική κλίμακα και σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στις μητροπόλεις, να επικρατούν οι επιδράσεις συντήρησης απέναντι σ’ αυτές της διάλυσης και μάλιστα στην διπλή τάση με την οποία επικρατεί στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής σε βάρος των άλλων τρόπων και μορφών παραγωγής. Πέραν αυτού, η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σ’ αυτούς τους κοινωνικούς σχηματισμούς εκτείνεται κατά πολύ στον κρατικό τους μηχανισμό και τις ιδεολογικές μορφές.
Οι σημερινές μορφές αυτής της εξάρτησης ( η ανάπτυξη της υπανάπτυξης, η περιφερειακή εκβιομηχάνιση, η αναχαίτιση της οικονομικής ανάπτυξης, η εσωτερική παραμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων κλπ.) έχουν μελετηθεί διεξοδικά τα τελευταία χρόνια. Απεναντίας έχει αποδοθεί λιγότερη προσοχή στις μεταβολές των σχέσεων μεταξύ των μητροπόλεων της καπιταλιστικής αλυσίδας. Οι μορφές της καπιταλιστικής συσσώρευσης και του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, στις οποίες βασίζεται η διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλισμού στις σχέσεις μητροπόλεων-εξαρτημένων σχηματισμών και στις οποίες θα υπεισέλθουμε αμέσως, οδηγούν , σ’ αυτήν την φάση, πραγματικά σε μια σημαντική μεταβολή. Ενώ διευρύνεται παραπέρα και βαθαίνει η οροθετική και διαχωριστική γραμμή μεταξύ μητροπόλεων και εξαρτημένων σχηματισμών, εμφανίζεται ταυτόχρονα στο στρατόπεδο των μητροπόλεων μια νέα οροθετική γραμμή και μάλιστα των Ηνωμένων Πολιτειών από την μία πλευρά και των άλλων μητροπόλεων από τη άλλη και ειδικότερα της Ευρώπης. Οι δομές κυριαρχίας και εξάρτησης της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας διαμορφώνει και τις σχέσεις των σχηματισμών του κέντρου. Δεν μπορεί βέβαια να συγκριθεί η ηγεμονία την Η.Π.Α. ούτε με την ηγεμονία μιας μητρόπολης πάνω στις άλλες κατά τις προηγούμενες φάσεις, αλλά και ούτε διαφοροποιείται αυτή καθαρά ποσοτικά. Αυτή η ηγεμονία επιτυγχάνεται μέσω της εγκαθίδρυσης στο εσωτερικό των άλλων μητροπόλεων των παραγωγικών σχέσεων, οι οποίες χαρακτηρίζουν το αμερικανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο και την κυριαρχία του καθώς επίσης και μέσω της αναπαραγωγής αυτής της νέας σχέσης εξάρτησης στο εσωτερικό τους. Η σημερινή φάση διακρίνεται από την επαγωγική αναπαραγωγή του αμερικανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού στο εσωτερικό των άλλων μητροπόλεων και από τις επιδράσεις στους τρόπους και μορφές παραγωγής (προκαπιταλιστικές, ανταγωνιστικού καπιταλισμού). Η διευρυμένη αναπαραγωγή συμπεριλαμβάνει επίσης τις πολιτικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο εσωτερικό των άλλων μητροπόλεων.
Εν τούτοις πρόκειται για έναν ασύμμετρο διπλασιασμό των οροθετικών γραμμών. Η νέα αυτή εξάρτηση δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη, η οποία χαρακτηρίζει τις σχέσεις μητροπόλεων – περιφέρειας και αυτό ακριβώς επειδή αυτές οι μητροπόλεις συγκροτούν δικά τους κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου και επικυριαρχούν τους ίδιους τους περιφερειακούς κοινωνικούς σχηματισμούς.
Η ούτως χαρακτηρισθείσα σημερινή φάση του ιμπεριαλισμού στις διάφορες τροπές της, χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή ενδυνάμωση των αγώνων των λαϊκών μαζών σ΄ όλο τον κόσμο και μάλιστα ταυτόχρονα στους περιφερειακούς σχηματισμούς και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, κυρίως στην Ευρώπη. Η συχνότητα αυτών των αγώνων προσδίδει σε συγκεκριμένες οικονομικές καταστάσεις αυτής της φάσης τον χαρακτήρα μιας κρίσης του συνόλου του συστήματος.
2. Τα γνωρίσματα της κυριαρχίας του αμερικανικού κεφαλαίου.
Πριν αναλύσει κανείς διεξοδικά την κατάσταση, είναι σκόπιμο να παρουσιάσει τα ουσιώδη γνωρίσματα κάτω από την ακόλουθη οπτική γωνία.
Α. Αυτό που αρχικά προξενεί εντύπωση, είναι η τακτική αναλογική αύξηση του αμερικανικού κεφαλαίου στον συνολικό όγκο των επενδύσεων κεφαλαίου στο εξωτερικό μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Το 1960 ανήρχετο ήδη το μερίδιο των αμερικανικών επενδύσεων στο εξωτερικό στο 60% του παγκόσμιου όγκου, ενώ το 1930 ήταν μόλις το 35%. Αυτή η τάση παρέμεινε η ίδια, αν και μερικές φορές με λιγότερο θεαματικό ρυθμό, και το χάσμα, το οποίο χωρίζει τις ΗΠΑ από τις υπόλοιπες μητροπόλεις, βαθαίνει περισσότερο κατά την περίοδο μεταξύ 1960 και 1968 (γι’ αυτήν την περίοδο υπάρχουν συγκριτικές στατιστικές αναλύσεις) (8). Ακόμη πιο σημαντικό είναι συγκεκριμένα νέα γνωρίσματα αυτών των επενδύσεων.
Β. Εφεξής δεν είναι πλέον οι περιφερειακοί σχηματισμοί, αλλά οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις που γίνονται ο προτιμώμενος χώρος για άμεσες αμερικανικές επενδύσεις, την στιγμή που κατά την περίοδο 1957-1967 σχεδόν διπλασιάζονταν στον Καναδά και στην Λατινική Αμερική σχεδόν δεν αυξήθηκαν, στην Ευρώπη τετραπλασιάστηκαν. Αυτό αντιστοιχεί, τελικά, στην γενική τάση των κεφαλαίων των χωρών του κέντρου να διακινούνται στο εσωτερικό αυτής της ζώνης.
Γ. Συγχρόνως εμφανίζονται στις επενδύσεις αυτών των κεφαλαίων σημαντικές διαφορές και μάλιστα αυξάνει συνεχώς το βάρος των άμεσων επενδύσεων απέναντι σ’ αυτές του χαρτοφυλακίου. Αν και αυτή η διαφορά είναι σχετική, εν τούτοις αποκτά ιδιαίτερη σημασία επειδή έρχεται σε άμεση εξάρτηση με τις μεταβολές στις παραγωγικές σχέσεις. Άμεσες επενδύσεις είναι τόσο οι επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο, όσο και εκείνες οι οποίες οδηγούν στον έ λ ε γ χ ο εταιρειών και επιχειρήσεων ή τείνουν να γίνουν βραχυπρόθεσμες ή μεσοπρόθεσμες. Αν και τα ποσοστά ποικίλλουν ανάλογα με τις στατιστικές και τα διάφορα ιδρύματα, μπορεί κανείς, γενικά, να χαρακτηρίσει μια επένδυση ως άμεση επένδυση αν αυτή δεν υπερβαίνει το 25% του συνόλου των μετοχών μιας εταιρείας. Οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου απεναντίας αφορούν σε απλές αγορές χρεογράφων ή βραχυπρόθεσμες χρηματιστηριακές και οικονομικές συναλλαγές. Προς το παρόν φθάνουν οι άμεσες επενδύσεις περί τα 75% των εξαγωγών ιδιωτικών κεφαλαίων των σημαντικότερων βιομηχανικών χωρών, έναντι μόνον 10% το 1914 (9).
Ενώ η ροή του συνόλου των επενδύσεων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ σχεδόν εξισορροπείται με εκείνες από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη (προτιμώμενο επιχείρημα των Mandel, Rowthorn κλπ.), το 70% των αμερικανικών επενδύσεων στην Ευρώπη είναι άμεσες επενδύσεις έναντι μόνον ενός τρίτου των ευρωπαϊκών επενδύσεων στις ΗΠΑ (10).Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα, πως η ροή κεφαλαίων προς την Ευρώπη μέσω των επί τόπου επανεπενδύσεων των κερδών έχει αναλογικά μειωθεί. Σε αντίθεση με τους περιφερειακούς σχηματισμούς επανεπενδύεται εδώ επί τόπου ή στο εσωτερικό αυτής της ζώνης ένα σημαντικό τμήμα αυτών των κερδών.
Δ. Σε σχέση με την βιομηχανία πρώτων υλών, τις υπηρεσίες και τον τομέα του εμπορίου αυξάνει συνεχώς το μερίδιο των επενδύσεων εξωτερικού των ανεπτυγμένων χωρών στις βιομηχανίες κατεργασίας. Αυτό γίνεται εμφανέστερο στο αμερικανικό κεφάλαιο. Στην μεταποιητική βιομηχανία η αναλογική αύξηση του αμερικανικού κεφαλαίου στη Ευρώπη σε σχέση με το σύνολο των αμερικανικών εξαγωγών κεφαλαίου σ’ αυτό τον τομέα είναι εμφανέστερη. Ενώ το 1950 στην Ευρώπη ανήρχετο μόνο στο 24,3% του αμερικανικού κεφαλαίου σ’ αυτό τον τομέα, το 1966 έφθανε το 40,3%. Το μεγαλύτερο ποσοστό των άμεσων αμερικανικών επενδύσεων στην Ευρώπη αφορά τις μεταποιητικές βιομηχανίες, το άμεσα δηλ. παραγωγικό κεφάλαιο. Από τις άμεσες ευρωπαϊκές επενδύσεις στις ΗΠΑ, απεναντίας, μόνο το ένα τρίτο περίπου αφορά στο παραγωγικό κεφάλαιο, το μεγαλύτερο μέρος πηγαίνει στον τομέα των υπηρεσιών, ασφάλειες κλπ.
Ε. Οι άμεσες αμερικανικές επενδύσεις στην Ευρώπη συνδέονται με την συγκέντρωση και επικέντρωση του κεφαλαίου. Προέρχονται από τους πλέον συγκεντρωμένους κλάδους και τομείς στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη κατευθύνονται σε κλάδους και τομείς με ισχυρή συγκέντρωση και έτσι επιταχύνουν ακόμη περαιτέρω τον ρυθμό της συγκέντρωσης. Τα ευρωπαϊκά υποκαταστήματα αμερικανικών εταιρειών κατευθύνονται συνήθως σε κλάδους υψηλής συγκέντρωσης, στους οποίους αυτά τα υποκαταστήματα καταλαμβάνουν έναν κυρίαρχο ρόλο (13) . Τελικά είναι οι κλάδοι και τομείς στους οποίους επενδύονται, οι πλέον επεκτατικοί και εκείνοι οι οποίοι διαθέτουν την πλέον προηγμένη τεχνολογία, χαρακτηρίζονται, δηλ., από την υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας και τα ουσιαστικά γνωρίσματα μιας έντονης εκμετάλλευσης της εργασίας μέσω της ταχείας αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Το 85% των αμερικανικών επενδύσεων στον τομέα της μεταποιητικής βιομηχανίας πηγαίνουν στην βιομηχανία μετάλλου και την κατασκευή μηχανών, την χημεία και τα συνθετικά προϊόντα, την ηλεκτρονική κλπ. Ο ρυθμός επέκτασης και ανάπτυξης αυτών των κεφαλαίων βρίσκεται μεταξύ 8 και 10% κατ’ έτος, δηλ., είναι δυο φορές πιο ψηλός από τον ρυθμό αύξησης του ακαθάριστου ευρωπαϊκού εθνικού προϊόντος και μάλιστα περισσότερο του διπλάσιου του αντίστοιχου αμερικανικού. Αν κανείς, δε, μελετήσει την κατεύθυνση ανάπτυξης αυτών των επενδύσεων θα διαπιστώσει ξεκάθαρα ότι έρχονται στην θέση αδειών και ευρεσιτεχνιών , οι οποίες έχουν αποδοθεί σε ευρωπαϊκές εταιρείες και μπορούν έτσι να εκμεταλλεύονται άμεσα τα τεχνολογικά πλεονεκτήματα.
ΣΤ. Η εξαγωγή κεφαλαίων και η ηγεμονία του αμερικανικού κεφαλαίου αφορούν επίσης στην επικέντρωση του χρηματικού κεφαλαίου, στις μεγάλες τράπεζες και τις χρηματιστηριακές εταιρείες. Από αυτήν την κατάσταση αναδεικνύεται και ο ρόλος, τον οποίον έχει παίξει το δολάριο για μεγάλο διάστημα στον νομισματικό τομέα, ο οποίος αντικαταστάθηκε από την αγορά ευρωδολαρίων.
Πρέπει εδώ να συγκρατήσουμε, ότι η τάση συγχώνευσης του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου σε χρηματιστηριακό κεφάλαιο στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού δεν αναιρεί με κανένα τρόπο την διαφορά μεταξύ της συγκέντρωσης του παραγωγικού κεφαλαίου και της επικέντρωσης του χρηματικού κεφαλαίου στον κύκλο της διευρυμένης αναπαραγωγής. Η συσσώρευση του κεφαλαίου και το ποσοστό κέρδους στο σύνολο του κύκλου καθορίζονται από τον κύκλο του παραγωγικού κεφαλαίου, του κεφαλαίου, το οποίο παράγει υπεραξία, απέναντι σε μια σχεδόν διευρυμένη αντίληψη, η οποία εξισώνει, στην βάση μιας σύγχυσης όρων, το χρηματιστηριακό κεφάλαιο με την κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου. Η έννοια του χρηματιστηριακού κεφαλαίου χαρακτηρίζει την διαδικασία αναπαραγωγής αυτής της συγχώνευσης των ομάδων του κεφαλαίου, καθώς επίσης και τον τρόπο λειτουργίας του σ’ αυτή την συγχώνευση, με τον οποίο συνυπολογίζεται η διαφορά μεταξύ μονοπωλιακού κεφαλαίου, στο οποίο κυριαρχεί το βιομηχανικό κεφάλαιο, και μονοπωλιακού κεφαλαίου στο οποίο κυριαρχεί το τραπεζικό κεφάλαιο. Ο αποφασιστικός αυτός ρόλος του παραγωγικού κεφαλαίου δεν εμποδίζει παρά ταύτα να ολοκληρωθεί, ιστορικά ιδωμένη, η διαδικασία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου υπό την οικονομική αιγίδα και την πολιτική ηγεμονία του ίδιου του βιομηχανικού κεφαλαίου (στην περίπτωση των ΗΠΑ) ή του τραπεζικού κεφαλαίου ( στην κλασσική περίπτωση της Γερμανίας). Ετσι γίνονται αντιληπτές οι μεταβολές της σύγχρονης φάσης του ιμπεριαλισμού στον κύκλο ακριβώς του παραγωγικού κεφαλαίου και γι΄ αυτό τις πραγματευόμαστε σ΄ αυτό το σημείο.
Αυτές οι μεταβολές επιδρούν με συγκεκριμένο τρόπο στην σημερινή οργάνωση του παγκόσμιου εμπορίου, όσον αφορά στην εξαγωγή προϊόντων. Είναι ακριβώς αυτή η ενυπάρχουσα στον καπιταλισμό τάση διεύρυνσης της αγοράς προς τα έξω, η οποία και παραμένει, ακόμη κι αν κυριαρχείται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο από την εξαγωγή κεφαλαίων. Στο παγκόσμιο εμπόριο αυξάνεται το ποσοστό του εμπορίου των «ανεπτυγμένων χωρών» σε σχέση με το ποσοστό του εμπορίου μεταξύ αυτών των χωρών και των χωρών της περιφέρειας. To ποσοστό εμπορίου μεταξύ των χωρών του κέντρου στο σύνολο του παγκόσμιου εμπορίου ανέβηκε από το 42% στα 62% κατά την περίοδο 1950 και 1962, και αυξάνεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι μεταξύ κέντρου και περιφέρειας (1969: +17,5%). Σ’ αυτήν την ανάπτυξη αντιστοιχεί επίσης το αυξανόμενο ποσοστό εξαγωγών τελικών προϊόντων, το οποίο το 1969 ανήρχετο περίπου στο 66% του παγκόσμιου εμπορίου, έναντι λιγότερο από 50 % πριν το 1963.
Εδώ επιβάλλεται μια παρατήρηση. Βλέπει κανείς, πως στις ιμπεριαλιστικές χώρες η εξαγωγή προϊόντων μερικών ιμπεριαλιστικών χωρών, κυρίως της Ευρώπης, αυξάνει αναλογικά σε σχέση με αυτή των Η.Π.Α.. Αυτό είναι εν τέλει το βασικό επιχείρημα των οπαδών του Mandel, οι οποίοι θέτουν υπό αμφισβήτηση την υπεροχή του αμερικανικού κεφαλαίου. Θα επανέλθουμε στην σημασία αυτού του φαινομένου στα συμπεράσματα, προς το παρόν αρκεί να ειπωθεί:
α) τον αποφασιστικό ρόλο στον ιμπεριαλισμό παίζει η εξαγωγή κεφαλαίων,
β) οι αναλύσεις του Mandel δεν παίρνουν υπ’ όψιν τους απ’ την μια μεριά τα προϊόντα, τα οποία παράγονται στην Ευρώπη από επιχειρήσεις υπό αμερικανικό έλεγχο, προϊόντα τα οποία «αντικαθιστούν» έτσι τις αμερικανικές εξαγωγές, και προσμετρώνται από την άλλη οι εξαγωγές επιχειρήσεων υπό αμερικανικό έλεγχο στις ευρωπαϊκές χώρες στις «ευρωπαϊκές» εξαγωγές. Αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν το γεγονός ότι οι αμερικανικές επενδύσεις στην Ευρώπη κατευθύνονται ραγδαία στους εξαγωγικούς τομείς, με την μορφή τελικά επανεισαγωγών στις ΗΠΑ με ευρωπαϊκή ετικέττα . Ο Dunning εκτιμά, ότι οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας κατά την περίοδο μεταξύ 1955 και 1964 προήρχοντο κατά το ένα τρίτο από επιχειρήσεις υπό αμερικανικό έλεγχο, και ότι το 1980 το ένα τέταρτο περίπου των βρετανικών εξαγωγών προήρχοντο από τέτοιες επιχειρήσεις.
Πίσω στο πρόβλημα των αμερικανικών εξαγωγών κεφαλαίου. Τα γεγονότα, στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, λαμβάνουν την σημασία τους πρώτα σαν γνωρίσματα των μεταβολών, οι οποίες σήμερα, στον κύκλο του κοινωνικού κεφαλαίου, αφορούν στην διεθνή συγκέντρωση του κεφαλαίου (στις παραγωγικές σχέσεις), καθώς και στον ιμπεριαλιστικό κοινωνικό καταμερισμό εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο (στην εργασιακή διαδικασία). Κατά πρώτον κάτω από αυτήν την οπτική μπορεί κανείς να τις εκτιμήσει σωστά. Η σημασία τους δεν περιορίζεται καθόλου στο περίφημο ζήτημα του «ποσοστού» των άμεσων αμερικανικών επενδύσεων στις ευρωπαϊκές χώρες, στο σύνολο των επενδύσεων – συμπεριλαμβανομένων και των εγχώριων – σ’ αυτές τις χώρες (μια επιχειρηματολογία, η οποία προτιμάται από τους οπαδούς του Mandel και άλλων αστών ειδικών). Αυτό το ποσοστό είναι μια ένδειξη πως οι ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι απλά «αποικίες» των ΗΠΑ, αυτό δεν δηλώνει τίποτε για την νέα διαδικασία εξάρτησης, αν την εξετάσει κανείς μεμονωμένα. Αλλά ας το δούμε ακόμη μια φορά έτσι: Αυτό το ποσοστό εμφανίζεται, κατά τις επίσημες στατιστικές, σχετικά ασθενές, ανέρχεται σε έναν ευρωπαϊκό μέσο όρο του 6,5%. (το 1964). Μπορεί κανείς λοιπόν εξ αυτού να συμπεράνει, πως ο ισχυρισμός αυτός έχει πολύ περιορισμένη αξία.
Για μια ακόμη φορά: Συνήθως – αυτό εξαρτάται από την κάθε χώρα – λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν μόνο εκείνες τις αμερικανικές επενδύσεις, οι οποίες εισρέουν ως κεφάλαια από τις ΗΠΑ, ή επανεπενδύσεις μέσω όμως αυτοχρηματοδοτήσεων αμερικανικών θυγατρικών στην Ευρώπη. Ετσι αφήνει κανείς εκτός προσοχής την ανάδραση (Regress) του αμερικανικού κεφαλαίου πάνω στην ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά – την έκδοση ομολόγων – καθώς και στην αγορά των ευρωδολλαρίων, μια Rueckgriff (Regress) , η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί το ένα τρίτο των πραγματικών αμερικανικών επενδύσεων στην Ευρώπη. Τότε χαρακτηρίζει κανείς γενικά σαν άμεσες επενδύσεις μόνον εκείνες, οι οποίες υπερβαίνουν το 25% κατοχής του μετοχικού κεφαλαίου μιας επιχείρησης.. Στην σύγχρονη πρακτική της συγκέντρωσης κεφαλαίου και της κοινωνικοποίησης της εργασιακής διαδικασίας αρκεί ένα αρκετά μικρότερο ποσοστό για να κατοχυρωθεί ο έλεγχος στο αμερικανικό κεφάλαιο. Κι εκτός αυτού: Αυτοί οι αριθμοί αναφέρονται στις άμεσες επενδύσεις στο σύνολο της οικονομίας. Αν κανείς όμως κοιτάξει μόνο τον βιομηχανικό τομέα – δηλ. το παραγωγικό κεφάλαιο – το ποσοστό αυτό είναι κατά πολύ υψηλότερο. Τελικά και πριν απ’ όλα: Αυτοί οι αριθμοί δεν παίρνουν υπ’ όψιν τους τις αμερικανικές επενδύσεις στην Ευρώπη, οι οποίες πραγματοποιούνται υπό τον μανδύα των επιχειρήσεων, οι οποίες νομικά είναι «ευρωπαϊκές», βρίσκονται όμως κάτω από την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του αμερικανικού κεφαλαίου. Αυτό ισχύει κυρίως για την Ελβετία και τις επενδύσεις της στις χώρες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η σημασία αυτού του ζητήματος γίνεται ξεκάθαρη, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν, ότι μεταξύ 1961 και 1967 από τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Γαλλία το ποσοστό των αμερικανικών ανήρχετο στο 30% και αυτό των ελβετικών στο 29%. Ο F.Braun, πρόεδρος της Kommission των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσθέτει τα δύο νούμερα και φθάνει στο 59% άμεσων αμερικανικών επενδύσεων (15). Κατά τα άλλα, είναι γνωστό, πως αυτό το φαινόμενο θα ενισχυθεί κατά πολύ με την είσοδο της Μεγάλης Βρετανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Το ζήτημα όμως δεν είναι, όπως ελέχθη, ένα ζήτημα ποσοστού. Είναι πολύ περισσότερο να παρακολουθήσουμε τις σημερινές αλλαγές στην διεθνή συγκέντρωση κεφαλαίου και στον ιμπεριαλιστικό κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Οι αλλαγές στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και στις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης είναι οι επιπτώσεις των νέων μορφών παγκοσμιοποιημένων παραγωγικών σχέσεων πάνω στις εργασιακές διαδικασίες.
3. Η διεθνής κοινωνικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας και η διεθνοποίηση του κεφαλαίου
Α. Οι νέες μορφές του ιμπεριαλιστικού καταμερισμού εργασίας αντιστοιχούν στην κατεύθυνση, η οποία επιβάλλεται από την κοινωνικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας και των παραγωγικών δυνάμεων της σύγχρονης συγκέντρωσης κεφαλαίου. Η συγκέντρωση κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο και η ίδρυση χρηματιστηριακών αυτοκρατοριών χρονολογούνται στην πράξη από τις αρχές της ιμπεριαλιστικής περιόδου. Ενσωμάτωσαν – όπως πραγματικά συνέβη κατά την διαδικασία συγκέντρωσης στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού – μια διαφορά μεταξύ τυπικής νομικής ιδιοκτησίας και της πραγματικής οικονομικής ιδιοκτησίας ( Ανώνυμες εταιρείες), η οποία ιδεολογικά γίνονταν αντιληπτή ως ένας «διαχωρισμός της ατομικής ιδιοκτησίας και του ελέγχου». Αυτός ο διαχωρισμός ισχύει ακόμη και σήμερα. Οι βασικές μεταβολές αφορούν στην σημερινή συνάρθρωση της οικονομικής ιδιοκτησίας και της κατοχής, κοντολογίς στις μορφές των ίδιων των σχέσεων παραγωγής.
Η μορφή συγκέντρωσης, η οποία επεκράτησε με αυξανόμενο αποκλεισμό της καπιταλιστικής επιχείρησης, ήταν ή εκείνη των διεθνών χρηματιστηριακών καρτέλ και Holdings ή εκείνη ενός κεφαλαίου, το οποίο διέθετε σε μια χώρα του εξωτερικού μια συγκεκριμένη παραγωγική μονάδα (Zentrum zur Aneignung der Natur) η πολλές «χωριστές» παραγωγικές μονάδες σε διάφορες χώρες. Η μονοσήμαντα κυρίαρχη μορφή ενσωμάτωνε μια σχετική διαφορά και μετατόπιση μεταξύ των σχέσεων κατοχής (κυριαρχία και διεύθυνση μιας συγκεκριμένης εργασιακής διαδικασίας) και της οικονομικής ιδιοκτησίας (εξουσία διάθεσης μέσων παραγωγής καθώς και εξουσία διάθεσης πόρων και κερδών αναφορικά με την χρησιμότητα εφαρμογής τους). Κάθε ιδιοκτησία συγκέντρωνε κάτω από έναν και μοναδικό έλεγχο περισσότερες μονάδες παραγωγής (και κατοχές). Αυτό που απεναντίας χαρακτηρίζει την σημερινή φάση του ιμπεριαλισμού είναι η ίδρυση – κάτω από μια και μοναδική οικονομική ιδιοκτησία - πραγματικών συμπλεγμάτων παραγωγικών μονάδων με στενά διαρθρωμένες και ολοκληρωμένες εργασιακές διαδικασίες – ολοκληρωμένη παραγωγή - , της οποίας οι διάφορες επιχειρήσεις κατανέμονται σε περισσότερες χώρες, μια ολοκληρωμένη παραγωγή, η οποία δεν αποκλείει διαφοροποιήσεις των τελικών προϊόντων και η οποία δεν περιορίζεται σ’ ένα και μοναδικό κλάδο. Οι ίδιες οι ανταλλαγές μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων δεν λαμβάνει χώρα στην βάση των αγοραίων τιμών αλλά με την μορφή των «εσωτερικών» ανταλλαγών μεταξύ αυτών των μονάδων. Διαφορετικά ειπωμένο: Έχουμε να κάνουμε με μια νέα μορφή εξομοίωσης της οικονομικής ιδιοκτησίας και της κατοχής. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει νέες μεταγωγές στην δομή εξουσίας, την οποία εμπεριέχουν αυτές οι σχέσεις και στον χειρισμό της από διάφορους φορείς και άτομα.
Η εξισορρόπηση, η οποία νοείται στο επίπεδο της συνολικής διαδικασίας (κλάδους, βιομηχανίες , ενδιάμεσους κλάδους, αλλά και προς τα πάνω – πρώτες ύλες – και προς τα κάτω – εμπορευματοποίηση – της παραγωγής), οδηγεί από την μια μεριά – και θα επανέλθουμε σ’ αυτό – στο να διευρυνθούν (και ενίοτε εκρηκτικά) οι παραδοσιακοί φραγμοί των «επιχειρήσεων» σε διεθνές επίπεδο και από την άλλη οδηγεί , ως ιδιαίτερη επίπτωση, στην ίδρυση βιομηχανικών πολυεθνικών εταιρειών. Αυτό μάλιστα είναι μια επίπτωση μόνο, αφού αυτές οι εταιρείες συνυπολογίζονται εν μέρει στην διαδικασία της ενοποίησης των κατά κλάδο και βιομηχανία σύνθετων παραγωγικών μονάδων. Αλλά αυτή είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα για την σύγχρονη ολοκλήρωση της εργασιακής διαδικασίας. Η προεξάρχουσα σημασία των άμεσων επενδύσεων απέναντι στις επενδύσεις χαρτοφυλακίου καταδεικνύεται κυρίως σ’ αυτές τις μεταβολές. Η ολοκλήρωση της εργασιακής διαδικασίας στο εσωτερικό μιας διεθνούς εταιρείας μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Μπορεί να αφορά στην κάθετη ολοκλήρωση, δηλ. κάθε θυγατρική σε μια χώρα είναι υπεύθυνη για ένα συγκεκριμένο στάδιο της παραγωγής ή για συγκεκριμένα τμήματα ενός προϊόντος ή για μια ομάδα προϊόντων, η ΙΒΜ είναι η κλασσική περίπτωση. Από την άλλη μπορεί να αφορά σε μια οριζόντια ολοκλήρωση, δηλ. κάθε επιχείρηση ή θυγατρική ειδικεύεται στην παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων, τα οποία ανταλλάσσονται μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα η Ford. Συχνά αυτή η ολοκληρωμένη παραγωγή περισσοτέρων κλάδων πραγματώνεται στην σύγχρονη μορφή του συμφύρματος (Konglomerat) . Οπως πάντα, αυτές οι μορφές κοινωνικοποίησης της εργασιακής διαδικασίας δείχνουν σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν δεν κυριαρχούν την διεθνή συγκέντρωση κεφαλαίου, την χαρακτηριστικότερη τάση. (17) Ανήκουν δηλαδή σε μια κατά πολύ περιεκτικότερη διαδικασία διεθνούς κοινωνικοποίησης της εργασίας΄
Β. Η κοινωνικοποίηση της εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο δεν εξαρτάται κατ’ αρχάς από «τεχνικούς» παράγοντες, από την «τεχνολογική επανάσταση», αλλά πραγματώνεται στα ίχνη σημαντικών μεταβολών των παγκόσμιων παραγωγικών σχέσεων. Γίνεται αντιληπτή σ’ όλο της το εύρος σαν ιμπεριαλιστικός κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, αν κανείς λάβει υπ’ όψιν του τις σημερινές μορφές διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Οι διάφορες ιδεολογίες, οι οποίες εγκαθίστανται στην περιβάλλον των ερμηνειών των πολυεθνικών εταιρειών, απαιτούν αυξημένη προσοχή. Σε τι συνίστανται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της διεθνοποίησης στην σημερινή φάση, των οποίων συνέπεια αποτελεί η γένεση των πολυεθνικών εταιρειών;
α. H εξέλιξη των βάσεων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σε περισσότερα έθνη.
β. Η χαρακτηριστική τάση ένωσης κεφαλαίων από πολλές και διαφορετικές χώρες κάτω από μία και μοναδική οικονομική ιδιοκτησία. Σημειωτέον, αυτή η διεθνοποίηση, στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες έχουμε να κάνουμε με μια νομική και οικονομική συμμετοχή κεφαλαίων περισσότερων εθνών, πραγματώνεται κάτω από την αποφασιστική κυριαρχία του κεφαλαίου μιας συγκεκριμένης χώρας. Αυτό το κεφάλαιο συγκεντρώνει την μοναδική οικονομική ιδιοκτησία στα χέρια του. Απόδειξη γι΄ αυτό αποτελούν οι "Joint v e n t u r e s ", επιχειρήσεις χαρτοφυλακίου , οι οποίες εμφανίζονται ως μια «αδιάφορη συγχώνευση» της ιδιοκτησίας των κεφαλαίων , στην νομική τους εμφάνιση συγκροτούν εξαιρέσεις.( π.χ. Royal Dutch/Shell, Dunlop/Pirelli, Agfa/Gevaert)
Αυτό βρίσκεται στην ίδια την φύση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όπως αυτές εκφράζονται στην σύγχρονη διαδικασία συγκέντρωσης (το κεφάλαιο δεν είναι πράγμα, αλλά μια σχέση παραγωγής). Είναι η καθοριζόμενη από τις οικονομικές σχέσεις ιδιοκτησίας και κατοχής θέση, η οποία καθορίζει και της εξ αυτών συναγόμενες διαφορετικές αρμοδιότητες. Η κατοχή αυτής της θέσης μέσω διαφόρων κεφαλαίων, τα οποία αναπαράγονται ταυτόχρονα εντός και εκτός ενός κοινωνικού σχηματισμού, δεν έχει τίποτε να κάνει με μια «σχέση φιλίας», αλλά υποτάσσεται σε μια σχέση δύναμης. Οι αντιθέσεις και ο ανταγωνισμός μεταξύ των επί μέρους τμημάτων ενός συγκεντρωποιημένου κεφαλαίου εξακολουθούν να υφίστανται όπως και πριν. Ακόμη περισσότερο, καθώς η στενή συμφωνία , η οποία υπάρχει μεταξύ της οικονομικής ιδιοκτησίας και κατοχής και η οποία συγκροτεί το αντικείμενο της σημερινής διεθνούς διαδικασίας συγκέντρωσης κεφαλαίου, αποβλέπει ακριβώς σε έναν απλοποιημένο έλεγχο και σε μια κεντρική διοίκηση κάτω από ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο.
γ. Η μόλις αναλυθείσα διεθνοποίηση του κεφαλαίου πραγματοποιείται κάτω από την αποφασιστική κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου. Σε ό,τι αφορά το παραγωγικό κεφάλαιο, αυτό το 1968 το 55% του ενεργητικού των πολυεθνικών εταιρειών εκτός των χωρών προέλευσής του ανήκε στο αμερικανικό κεφάλαιο, 20% στο αγγλικό και το υπόλοιπο μοιράζονταν στα ευρωπαϊκά κεφάλαια και το ιαπωνικό κεφάλαιο. Σε αντίθεση με την επιχειρηματολογία του Mandel, αυτό πάει χέρι-χέρι με την μαζική τάση σε μια προοδευτική συγχώνευση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου με το αμερικανικό κεφάλαιο και όχι με μια άρνηση συγχώνευση μεταξύ τους των κεφαλαίων αυτών. Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες έχουν απλώς ενισχύσει αυτή την τάση. Σημειωτέον ότι εκεί που συνεταιρίζονται ευρωπαϊκά κεφάλαια, πολύ σπάνια πρόκειται για συγχώνευση και ακόμη πιο σπάνια για μια ολοκληρωμένη παραγωγή, αλλά συνήθως για μια «συμφωνία», π.χ. μεταξύ Fiat και Citroen, περιορισμένης συνεργασίας, ενώ είναι ακριβώς αντίθετα όταν πρόκειται για συγκεντρώσεις κάτω από την αιγίδα του αμερικανικού κεφαλαίου.
4. H διεθνοποίηση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και η συσσώρευση του κεφαλαίου
Αυτές οι μεταβολές χαρακτηρίζουν τις νέες μορφές του ιμπεριαλιστικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας καθώς και τις σχέσεις των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων μεταξύ τους. Αντιστοιχούν σε νέες μορφές συγκέντρωσης του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Στον βαθμό που η διαχωριστική γραμμή μεταξύ κέντρου και περιφέρειας μέσω της διαχωριστικής γραμμής δια μέσου των ίδιων των μητροπόλεων του ιμπεριαλισμού διπλασιάζονται και οι βάσεις εκμετάλλευσης και συγκέντρωσης εξαπλώνονται και στην ζώνη του κέντρου, οι μεταβολές αυτές δίνουν απάντηση για τις σημερινές προϋποθέσεις της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους. Αν στην αρχή συνδέονταν η εξαγωγή κεφαλαίων κατά κανόνα με τον έλεγχο των πρώτων υλών και την διεύρυνση των αγορών, σήμερα αντιστοιχεί ουσιαστικά στην ανάγκη αξιοποίησης του ιμπεριαλιστικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, αξιοποιώντας κάθε σχετικό πλεονέκτημα στην άμεση εκμετάλλευση (γεγονός το οποίο δεν σημαίνει βέβαια, ότι εξαλείφεται η ανάγκη διεύρυνσης των αγορών, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των επενδύσεων του αμερικανικού κεφαλαίου στην Ευρώπη). Όλες οι μεταβολές, για τις οποίες μιλήσαμε εδώ και οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου στις άλλες μητροπόλεις, ακολουθούν όλες μαζί ένα και μοναδικό στόχο: να αυξήσουν το ποσοστό εκμετάλλευσης για να αντισταθμίσουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Εδώ βρίσκεται ακριβώς και η βαθύτερη αιτία για την εξάπλωση της αναπαραγωγής του κυρίαρχου κεφαλαίου στις «εξωτερικές» βάσεις εκμετάλλευσης και για τις νέες μορφές συνένωσης της οικονομικής ιδιοκτησίας/κατοχής, οι οποίες αντιστοιχούν στις σημερινές μορφές της κυριαρχίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού πάνω στους άλλους τρόπους και μορφές παραγωγής σε διεθνές επίπεδο καθώς επίσης και στις νέες μορφές εκμετάλλευσης.
Η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης είναι το αποτέλεσμα τόσο του επιπέδου των μισθών όσο και της παραγωγικότητας της εργασίας – στη οποία ανήκει ο βαθμός τεχνολογικής ανάπτυξης, η εξειδίκευση της εργατικής δύναμης σε συνδυασμό με τον βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κλπ. Το επίπεδο των μισθών και η παραγωγικότητα της εργασίας συνδέονται μακροπρόθεσμα. Αλλιώς ειπωμένο, ο βαθμός ανάπτυξης και υπεραξίας, δεν μετράται μόνο με το επίπεδο των μισθών, αλλά και με την εντατική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης (νέες τεχνικές διαδικασίες,, πολλαπλή διαφοροποίηση των προϊόντων, εντατικοποίηση της εργασίας και των ταχυτήτων του ιμάντα παραγωγής). Ένας ονομαστικά και πραγματικά υψηλότερος μισθός μπορεί σε ένα υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων να αντιστοιχεί σε έναν συγκριτικά ασθενέστερο μερίδιο στην παραγωγή αξιών και έτσι σε έναν σχετικά χαμηλότερο μισθό οξύτερης εκμετάλλευσης, ο οποίος βρίσκεται στο πλαίσιο μιας περιορισμένης παραγωγικότητας της εργασίας,.
Είναι γνωστό , ότι οι μισθοί στην περιφέρεια είναι χαμηλότεροι από αυτούς του κέντρου, αλλά και η παραγωγικότητα της εργασίας, από την άλλη πλευρά, είναι αρκετά υψηλότερη στο κέντρο απ΄’ ό,τι στην περιφέρεια. Αυτό όμως δεν εξηγεί ακόμη, γιατί οι βάσεις εκμετάλλευσης του κεφαλαίου μετατοπίζονται προς τις μητροπόλεις. Η εξήγηση βρίσκεται πολύ περισσότερο στην μετατόπιση του βάρους της εκμετάλλευσης πάνω στην εντατική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, η οποία λαμβάνει χώρα στην σημερινή φάση του ιμπεριαλισμού και στο επίπεδο της διεθνούς συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Αυτή η μετατόπιση προκαλείται μέσω του ουσιαστικού γνωρίσματος της μονοπωλιακής συγκέντρωσης, δηλαδή, μέσω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Η μετατόπιση αυτή υπάρχει στην αύξηση του παγίου σε σχέση με το μεταβλητό κεφάλαιο (κόστος μισθών), καθώς επίσης και στον περιορισμό της ζωντανής σε σχέση με την «αντικειμενικοποιημένη εργασία», η οποία είναι ενσωματωμένη στα μέσα εργασίας. Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου συμπεριφέρεται αντιστρόφως ανάλογα του ποσοστού κέρδους και εδώ βρίσκεται η αιτία για την σύγχρονη τάση τεχνολογικών νεωτερισμών. Η εργασία παραμένει, όμως, όπως και πριν, η βάση της υπεραξίας. Ετσι εξηγείται η σύγχρονη τάση για αύξηση του ποσοστού υπεραξίας μέσω μιας εντατικής εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, η οποία και βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με την παραγωγικότητα της εργασίας (σχετική υπεραξία).
Οι νέες μορφές του συνόλου των παραγωγικών σχέσεων και της διεθνούς κοινωνικοποίησης της εργασιακής διαδικασίας συμβάλλουν στην εντατική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο και συγκεντρώνονται γι’ αυτό σε νέες μορφές του ιμπεριαλιστικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Αυτός ο καταμερισμός, ο οποίος λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης, δεν παρακολουθεί πλέον την παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή «πόλεις – βιομηχανία – μητροπόλεις / επαρχία – γεωργία - περιφέρεια». Αυτή συνοδεύεται από ένα διαχωρισμό στο εσωτερικό του βιομηχανικού τομέα του παραγωγικού κεφαλαίου (τελικά επίσης και αναφορικά με την «εκβιομηχάνιση» της γεωργίας σε διεθνές επίπεδο). Ακριβώς εκεί λαμβάνει χώρα η μετατόπιση του εξαγωγικού κεφαλαίου στις άμεσες επενδύσεις, και σ’ αυτήν την συνάφεια μπορεί να ειδωθεί και η σημασία των τελικών προϊόντων στο εξωτερικό εμπόριο.
Ο νέος ιμπεριαλιστικός κοινωνικός καταμερισμός εργασίας αφορά, φυσικά, και στην σχέση Κέντρου-Περιφέρειας, πάει χέρι-χέρι με την «ανάπτυξη της υπανάπτυξης», καθώς επίσης και με την εκβιομηχάνιση της περιφέρειας και οδηγεί τους περιφερειακούς σχηματισμούς σε διάλυση και αναδιαμόρφωση νέων τύπων. Η περιφέρεια μετατρέπεται γενικά σε τόπο απόθεσης επενδύσεων κεφαλαίου με την μορφή ελαφρών βιομηχανιών (ουσιαστικά δηλ. βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών) και τεχνολογίας χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης. Τα περιορισμένα προσόντα της εργατικής δύναμης - τουτέστιν εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης μέσω χαμηλών μισθών – παραμένουν υφιστάμενα. Συγχρόνως αναδεικνύονται μεμονωμένοι τομείς με υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου και παραγωγικότητα εργασίας. Βασικά, όμως, αφορά στην νέα διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ΗΠΑ από την μια πλευρά και των υπολοίπων ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων από την άλλη. Έχει σημαντικές επιπτώσεις πάνω στις διαφορές και ιεραρχήσεις των μισθών μεταξύ αυτών των σχηματισμών (οι αντιθέσεις των μισθών μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης παίζουν εδώ τον δικό τους ρόλο), στο επίπεδο προσόντων και στις ανισότητες στην διαδικασία εκπαίδευσης-επανεκπαίδευσης της εργατικής δύναμης στις μητροπόλεις, στις τεχνολογικές διαφορές καθώς επίσης και στις διαφορές μεταξύ των μορφών ανεργίας και του ρόλου των ξένων εργατών.
Ο νέος καταμερισμός εργασίας και η μετατόπιση του κέντρου βάρους στην εντατική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης εκφράζονται σε διαφορετικές μορφές εκμετάλλευσης, ανάλογα με το ποια διαχωριστική γραμμή ακολουθούν. Ενώ η εκμετάλλευση των λαϊκών μαζών στους περιφερειακούς σχηματισμούς μέσω των κυρίαρχων τάξεων των μητροπόλεων είναι βασικά έμμεση (βάσει της θέσης αυτών των σχηματισμών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, και των προσανατολισμών τους) και μόνο σε δεύτερη γραμμή μια άμεση (εκμετάλλευση των εργαζομένων αυτών των χωρών μέσω του άμεσα επενδυμένου ξένου κεφαλαίου), η εκμετάλλευση των λαϊκών μαζών στην Ευρώπη μέσω του αμερικανικού κεφαλαίου ολοκληρώνεται βασικά κατ’ άμεσο τρόπο και μόνο σε δεύτερη γραμμή κατ’ έμμεσο τρόπο.
5. Οι μορφές της ευρωπαϊκής εξάρτησης
Στόχος μας δεν είναι να εξετάσουμε τις διάφορες όψεις αυτού του καταμερισμού εργασίας στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, αλλά πολύ περισσότερο να φωτίσουμε την από αυτόν τον καταμερισμό συναγόμενη εξάρτηση. Όταν κάποιος, δηλαδή, εξετάζει τον νέο καταμερισμό εργασίας θα διαπιστώσει ότι η κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου δεν εκτιμάται ούτε βάσει του ποσοστού συμμετοχής στα μέσα παραγωγής, που αυτό τυπικά ελέγχει σε κάθε ευρωπαϊκό έθνος, ούτε μόνο βάσει του ρόλου των πολυεθνικών εταιρειών υπό αμερικανικό έλεγχο, αφού αυτές οι εταιρείες είναι μια από τις επιπτώσεις της σύγχρονης διαδικασίας και αντικατοπτρίζουν αυτήν την κυριαρχία πολύ τμηματικά. Ας περιοριστούμε σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Κατ’ αρχάς, οι άμεσες αμερικανικές επενδύσεις στην Ευρώπη λαμβάνουν μια εντελώς διαφορετική σημασία, αν κανείς εξετάζει την διεθνή συγκέντρωση κατά κλάδους και αν μάλιστα λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν του, εκτός των άλλων, ότι αυτές κατά κανόνα κατευθύνονται σε συγκεκριμένους κλάδους, τους οποίους θέτουν υπό τον έλεγχό τους. Ο έλεγχος, όμως, αυτός δεν μετράται απλά και μόνο από την σημασία των αμερικανικών εταιρειών στους αντίστοιχους κλάδους, και ο νέος καταμερισμός δεν ανάγεται απλά και μόνο σ’ έναν καταμερισμό, όπως αυτός λαμβάνει χώρα στο «εσωτερικό» των πολυεθνικών εταιρειών και των επιχειρήσεών τους στις διάφορες χώρες. Στην πραγματικότητα αυτοί οι κλάδοι ανήκουν σε εκείνους, στους οποίους η διαδικασία κοινωνικοποίησης της εργασίας και η διεθνής συγκέντρωση κεφαλαίου είναι κατά πολύ προχωρημένη. Σχετικά, παρατηρεί κανείς συχνά, όπως για παράδειγμα και προφανέστατα στις μηχανοκατασκευές και στην ηλεκτροβιομηχανία, μια «προτυποποίηση» των βασικών προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο (γεγονός που δεν αποκλείει σε καμιά περίπτωση τις ποικιλίες και διαφοροποιήσεις στα τελικά προϊόντα). Αυτή η προτυποποίηση, η οποία δεν είναι απλά αποτέλεσμα τεχνικών αναγκαιοτήτων, επιβάλλεται συνήθως από την κυρίαρχη αμερικανική βιομηχανία στους αντίστοιχους κλάδους. Αν μια ευρωπαϊκή εταιρεία θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική σ’ αυτόν τον κλάδο, πρέπει να αναδιοργανώσει την παραγωγή και την εργασιακή διαδικασία αναφορικά με την προτυποποίηση και στην βάση της διεθνοποίησης των κλάδων. Συνήθως, όμως, και ακριβώς από αυτό το σημείο ξεκινά η διαδικασία εξάρτησης, η οποία πιέζει την επιχείρηση κατά πολλούς τρόπους στην θέση μιας επιχείρησης παραγωγής τμημάτων προϊόντων του αμερικανικού κεφαλαίου, ακόμη και αν νομικά αυτή η επιχείρηση δεν ανήκει σε μια αμερικανική εταιρεία. Η εξάρτηση αυτή είχε ως συνέπεια το γεγονός ότι στους κλάδους και τομείς, στους οποίους το αμερικανικό κεφάλαιο θέτει την δική του σφραγίδα στο σύνολο της εργασιακής διαδικασίας, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο στηρίζεται στην αγορά ευρεσιτεχνιών και αδειών, τις οποίες το αμερικανικό κεφάλαιο αναζητεί με φροντίδα.
Αυτή η διαδικασία καθίσταται περισσότερο σημαντική, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι η σημερινή κοινωνικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας και η συγκέντρωση κεφαλαίου γίνεται αντιληπτή όχι μόνον σε έναν και μοναδικό κλάδο αλλά σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους, αφού το αμερικανικό κεφάλαιο είναι σε θέση να εδραιώσει την κυριαρχία του πάνω σε περισσότερους κλάδους, μόλις κυριαρχήσει σε έναν και μόνον. Ο E.Jancovici απέδειξε πρόσφατα ότι η παραγωγή τμημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών από την ευρωπαϊκή βιομηχανία – είναι γνωστή η κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου σ’ αυτόν τον τομέα – δεν ανταποκρίνεται σήμερα καθόλου σε τεχνικές αναγκαιότητες. Η διάθεσή τους αποδεικνύεται υπερβολική και μάλιστα αντιοικονομική. Συμβαίνει παρά ταύτα, κι αυτό αποδίδεται στην διεύθυνση συγκεκριμένων εργασιακών διαδικασιών από το αμερικανικό κεφάλαιο, του οποίου η κυριαρχία ενισχύεται, διότι δεν περιορίζεται μόνον στον τομέα των υπολογιστών αλλά επεκτείνεται και σε συγκεκριμένους τομείς, στους οποίους διατίθενται μαζικά ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
Ιμπεριαλιστικός διεθνής καταμερισμός εργασίας σημαίνει πρώτα απ’ όλα κοινωνικός καταμερισμός και οργάνωση του συνόλου της εργασιακής διαδικασίας (ο κοινωνικός καταμερισμός κυριαρχεί του «τεχνικού καταμερισμού», όπως απέδειξαν ξεκάθαρα οι αναλύσεις του A.Gorz). Αυτό εξηγεί γιατί ο σημερινός καταμερισμός εργασίας προς όφελος του αμερικανικού κεφαλαίου δεν περιορίζεται μόνον σ’ έναν καταμερισμό εργασίας στο «εσωτερικό» των πολυεθνικών εταιρειών. Οι νέες μορφές του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας αφορούν σήμερα σε τομείς και κλάδους της «ευρωπαϊκής βιομηχανίας», πριν απ’ όλα όμως την αναπαραγωγή του καταμερισμού σε εγκεφαλική και χειρωνακτική εργασία (μορφές ειδίκευσης-αποειδίκευσης της εργατικής δύναμης, θέση των μηχανικών και τεχνικών σε σχέση με μια συγκεκριμένη εφαρμογή της τεχνολογίας). Ετσι έχει κανείς κάθε λόγο να υποθέσει, ότι οι νέες μορφές της αυτονομίας, καθώς και του διαχωρισμού σε λειτουργίες απόφασης και διοίκησης στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες «κορυφής» ( το περίφημο πρόβλημα του εκσυγχρονισμού τους) αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες απόψεις διεύθυνσης του συνόλου της εργασιακής διαδικασίας από το αμερικανικό κεφάλαιο και τις ενισχύουν.
Τελικά χρειάζεται κανείς, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής συγκέντρωσης, να παραπέμψει και μόνον στο γεγονός, ότι σε συγκεκριμένους τομείς και κλάδους (π.χ. ηλεκτρο-μηχανική) η διεθνοποίηση του κύκλου του παραγωγικού κεφαλαίου βρίσκει την έκφρασή του στην διαδικασία – και στις μορφές της – κατά την οποία το παραγωγικό αμερικανικό κεφάλαιο (Westinghouse, General Electric etc.) εξαναγκάζει σε συγκέντρωση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, σε «εσωτερική» αναδιαμόρφωση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου αντίστοιχη της διευρυμένης αναπαραγωγής του αμερικανικού κεφαλαίου, γεγονός που μακροπρόθεσμα οδηγεί σε στην απορρόφησή του. Αυτό δείχνει και τον ουτοπικό χαρακτήρα σκέψεων, πως μια ενισχυμένη «εσωτερική» συγκέντρωση μιας ευρωπαϊκής χώρας και μάλιστα ευρωπαϊκών κεφαλαίων θα μπορούσε κάλλιστα να αντισταθεί στην διείσδυση του αμερικανικού κεφάλαίου. Αυτή φυγή προς τα εμπρός οδηγεί συχνά κατ’ ευθείαν στην αγκαλιά του αμερικανικού κεφαλαίου.
Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς περισσότερα παραδείγματα. Τελικά, είναι σαφές, ότι κανείς μπορεί να αντιληφθεί την διαδικασία σ’ όλο της το πλάτος μόνον τότε, αν λάβει υπ’ όψιν του την διεθνή συγκέντρωση του χρηματιστικού κεφαλαίου, καθώς και τον ρόλο των μεγάλων αμερικανικών τραπεζών. Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί, ότι σήμερα δεν περνά μόνο η οικονομική σχέση ιδιοκτησίας – με διατήρηση μιας «αυτόνομης» ευρωπαϊκής νομικής ιδιοκτησίας – στο αμερικανικό κεφάλαιο – μειοψηφικός έλεγχος – αλλά συχνά:
α. το σύνολο ή μέρος των δικαιωμάτων, τα οποία πηγάζουν από την οικονομική ιδιοκτησία, κάτω από τον μανδύα της διατήρησης μιας «αυτόνομης» ευρωπαϊκής ιδιοκτησίας περνούν στο αμερικανικό κεφάλαιο. Αυτό είναι η περίπτωση της πολύπτυχης και σύνθετης παραγωγής τμημάτων προϊόντων. Υπό προϋποθέσεις μπορεί αυτό να οδηγήσει σε πραγματικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες δεν είναι ακόμη ορατές και οι συνέπειές τους γίνονται τώρα αργά και σταθερά αντιληπτές.
β. και στην περίπτωση μιας «αυτόνομης» ευρωπαϊκής οικονομικής ιδιοκτησίας τα δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από την ιδιοκτησιακή σχέση – Διοίκηση και κυριαρχία της εργασιακής διαδικασίας - μεταφέρονται στο αμερικανικό κεφάλαιο. Εν όψει της σημερινής τάσης εξομοίωσης της οικονομικής ιδιοκτησίας και της κατοχής αυτό οδηγεί μακροπρόθεσμα σε μεταβίβαση της οικονομικής ιδιοκτησίας στο αμερικανικό κεφάλαιο.
Αυτήν την διαδικασία μπορεί να την αντιληφθεί κανείς μόνον, αν λάβει υπ’ όψιν του την πίεση και μάλιστα την εξαφάνιση των παραδοσιακών ορίων μεταξύ «Φίρμας» και «επιχείρησης» σε διεθνές επίπεδο.
Αυτοί όμως οι παράγοντες, οι οποίοι αναφέρονται στην διευρυμένη αναπαραγωγή του κυρίαρχου ιμπεριαλισμού στο εσωτερικό των υπολοίπων ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, αφορούν όχι μόνον στις παραγωγικές σχέσεις. Συμπεριλαμβάνουν την διεύρυνση των ιδεολογικών προϋποθέσεων αυτής της αναπαραγωγής στο εσωτερικό των εν λόγω μητροπόλεων. Για να αντιληφθεί κανείς αυτή την διαδικασία, πρέπει να δει, ότι η ιδεολογία δεν αφορά μόνον στις «ιδέες» - στο συνολικό ιδεολογικό εποικοδόμημα – αλλά ενσωματώνεται σε μια ολόκληρη σειρά από πρακτικές, γνώσεις και τυπικά, που αναφέρονται στον οικονομικό τομέα.
Αυτή η παρατήρηση είναι διπλά σημαντική, αφού αναφέρεται και σε διαφορές μεταξύ της ιδεολογικής εξάρτησης των περιφερειακών σχηματισμών σε σχέση με το κέντρο από την μία πλευρά και εκείνων των μητροπόλεων από τις Η.Π.Α. από την άλλη. Στην περίπτωση των σχηματισμών της περιφέρειας η εξάπλωση των ιδεολογικών μορφών του κέντρου στο εσωτερικό τους οδηγεί, βάσει της αρχικής εξάρτησης από το κέντρο και της ιδεολογικής υποταγής των ίδιων των αστικών τους τάξεων, σε μια βαθειά αποσύνθεση του συνόλου των ιδεολογικών τομέων, στην οποία κατά λανθασμένο τρόπο αποδίδεται η εικόνα μιας «δυαδικής κοινωνίας».
Στην περίπτωση των σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων και των Η.Π.Α. αυτή η εξάπλωση αφορά κυρίως τις πρακτικές, τυπικά και γνώσεις στην παραγωγή. Κανείς χρειάζεται να αναφέρει μόνον τα γνωστά προβλήματα του «Know h o w», του «M a nagements»των «τεχνικών οργάνωσης» και όλων των τυπικών, τα οποία περιβάλλουν την πληροφορική. Ο κατάλογος μπορεί να μεγαλώσει κατά το δοκούν. Αυτές οι πρακτικές δεν πηγάζουν από μια οποιαδήποτε «τεχνολογική» λογική. Στις αναφερόμενες επιδράσεις πάνω στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας συχνά πρόκειται για ιδεολογικές φόρμες, οι οποίες καλύπτουν την σύνθετη εξάρτηση των μητροπόλεων από τον κυρίαρχο ιμπεριαλισμό.
ΙΙ. ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Μετά από τις παρατηρήσεις αυτές μπορούμε να πάμε στο ζήτημα του εθνικού κράτους στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και να δούμε σε ποιο βαθμό είναι λανθασμένες οι διάφορες θέσεις, οι οποίες αναφέρθηκαν στην αρχή αυτού του άρθρου.
1. Το κράτος και το ζήτημα της εθνικής αστικής τάξης
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει κανείς να ξεμπερδεύει με επίμονους μύθους, οι οποίοι εμφανίζονται μάλιστα και σε μαρξιστικές αναλύσεις. Η συνήθεις διατυπώσεις του ζητήματος – π.χ. τι μπορεί να κάνει το κράτος απέναντι στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, ή αντίστοιχα τι δεν μπορεί, σε ποιο βαθμό ή με ποια μορφή χάνει την δύναμή του απέναντι στις δυνατότητες των διεθνών συγκροτημάτων (προτιμητέα διατύπωση του Servan-Schreiber) κλπ. είναι απολύτως λανθασμένες, και μάλιστα στον βαθμό, που οι θεσμοί και οι μηχανισμοί δεν κατέχουν δική τους δύναμη, αλλά εκφράζουν απλά την ταξική εξουσία και την ενσαρκώνουν. Το ερώτημα πρέπει να διατυπωθεί διαφορετικά. Σε πρώτη γραμμή πρέπει να τεθεί το ζήτημα για την σχέση των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων με το αμερικανικό κεφάλαιο. Εάν έτσι τεθεί το ζήτημα, σημαίνει, ότι τίθεται το ζήτημα της εθνικής αστικής τάξης.
Ας συγκρατήσουμε εν πρώτοις, ότι η εθνική αστική τάξη δεν διαφέρει από την μεταπρατική αστική τάξη μόνον από οικονομική άποψη. Δεν μπορεί κανείς να οριοθετήσει την εθνική αστική τάξη χωρίς να αναφερθεί στα πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια του δομικού της ταξικού προσδιορισμού. Η εθνική αστική τάξη δεν μπορεί να εννοηθεί σαν ένα «ντόπιο» κεφάλαιο ριζικά διαφορετικό από το «ξένο» ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, κι ούτε αρκεί η αναφορά και μόνον στις οικονομικές αντιθέσεις, που το ξεχωρίζουν από το άλλο. Από τις αρχές του ιμπεριαλιστικού σταδίου υφίσταται η τάση διεθνούς αλληλοδιείσδυσης των κεφαλαίων. Η διαφορά μεταξύ εθνικής και μεταπρατικής αστικής τάξης δεν αντιστοιχεί στην συχνά αναφερόμενη διαφορά μεταξύ βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου. Εκτός αυτού η εθνική αστική τάξη δεν γίνεται αντιληπτή με κριτήρια αγοράς, δηλ. σαν εγχώρια αστική τάξη, η οποία δραστηριοποιείται στην «εσωτερική» εθνική αγορά. Διαπιστώνονται τομείς της βιομηχανικής και εμπορικής αστικής τάξης οι οποίοι είναι πλήρως υποτελείς στο ξένο κεφάλαιο, όπως από την άλλη πλευρά ( π.χ. σε μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής) συναντά κανείς αγροτικές αστικές τάξεις εξαγωγής προϊόντων μονοκαλλιεργειών (π.χ. καφέ, κλπ.), οι οποίες εντούτοις παρουσιάζουν χαρακτηριστικά εθνικής αστικής τάξης. Τελικά, κι αυτό είναι πιο σημαντικό, δεν αντιστοιχεί η διαφορά μεταξύ εθνικής και μεταπρατικής αστικής τάξης στην διαφορά μεταξύ μονοπωλιακού (μεγάλου) και μη μονοπωλιακού (μεσαίου) κεφαλαίου. Μπορεί κανείς να βρει μεγάλα μονοπώλια τα οποία λειτουργούν ως εθνική αστική τάξη, καθώς επίσης τομείς του μεσαίου κεφαλαίου, οι οποίοι είναι πλήρως υποτελείς στο ξένο κεφάλαιο.
Με αυτές τις παρατηρήσεις δεν ισχυρίζεται κανείς, ότι κατά την περιγραφή της εθνικής αστικής τάξης δεν παίζουν κανέναν αποφασιστικό ρόλο οι οικονομικές αντιθέσεις μεταξύ ξένου και εγχώριου κεφαλαίου, αλλά απλά και μόνον, ότι αυτό δεν αρκεί. Με τον όρο «εθνική αστική τάξη» αντιλαμβάνεται κανείς την εγχώρια μερίδα της αστικής τάξης,, η οποία από την στιγμή, που οι αντιθέσεις με το ιμπεριαλιστικό ξένο κεφάλαιο έχουν πάρει έναν συγκεκριμένο βαθμό και περιεχόμενο, αποκτά στην πολιτική και ιδεολογική δομή μια σχετικά αυτόνομη θέση και παρουσιάζει έτσι μια δικής της ενότητα. Αυτή η θέση, η οποία αναφέρεται στον δομικό προσδιορισμό των τάξεων, δεν ανάγεται στην ταξική της θέση, επιδρά περισσότερο σε αυτήν. Η εθνική αστική τάξη μπορεί σε συγκεκριμένες οικονομίες του αντιϊμπεριαλιστικού αγώνα και της εθνικής απελευθέρωσης να παίρνει ταξικές θέσεις, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και τον λαό και είναι τότε ικανή για συμμαχίες συγκεκριμένης μορφής με τις λαϊκές μάζες.
Αντιθέτως αντιλαμβάνεται συνήθως κανείς με τον όρο μεταπρατική αστική τάξη την μερίδα εκείνη της αστικής τάξης, η οποία δεν διαθέτει καμιά δική της βάση συσσώρευσης κεφαλαίων, και η οποία εμφανίζεται κατά συγκεκριμένο τρόπο ως απλός μεσολαβητής του ξένου ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου – γι΄ αυτό και μερικές φορές προσμετρά κανείς σε αυτήν την αστική τάξη την «γραφειοκρατική αστική τάξη» - κι έτσι είναι οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά πλήρως υποταγμένη στο ξένο κεφάλαιο.
Βλέπει κανείς, λοιπόν, ότι αυτές οι δύο έννοιες δεν επαρκούν να αναλύσουν τις αστικές τάξεις των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων απέναντι στο αμερικανικό κεφάλαιο στην σύγχρονη φάση του ιμπεριαλισμού. Αν κανείς μένει σ’ αυτήν την διαφοροποίηση, οδηγείται αναγκαστικά σε έναν οικονομικό περιορισμό του προβλήματος και ως εκ τούτου σε λάθος συμπεράσματα:
α. Ή συμπεραίνει κανείς αντιθέσεις οικονομικών συμφερόντων μεταξύ τομέων της εγχώριας αστικής τάξης και του ιμπεριαλιστικού ξένου κεφαλαίου, οι οποίες αντιθέσεις απορρέουν από το γεγονός, ότι αυτή η εγχώρια αστική τάξη προσορμίζεται βιομηχανικά, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού, και διαθέτει δικές της βάσεις συσσώρευσης κεφαλαίου και ως εκ τούτου συμπεραίνει αβίαστα, ότι πρόκειται για πραγματική εθνική αστική τάξη (Θα δούμε πως αυτό αφορά τον Mandel και το Κομμουνιστικό Κόμμα)
β. ή συμπεραίνει το αντίθετο, ότι η αστική τάξη του κέντρου δεν είναι καν σε θέση να εκπροσωπεί ταξικές θέσεις, τις οποίες εγκαταλείπει στον λαό. Από αυτό συμπεραίνει κανείς άμεσα, ότι πρόκειται για μεταπρατική μόνον αστική τάξη και με την έννοια μάλιστα, ότι είναι απλός «μεσολαβητής» μεταξύ της εθνικής οικονομίας και του ξένου κεφαλαίου. (αυτό ισχύει για τα ρεύματα του «Ultra-ιμπεριαλισμού»).
Για να μπορέσουμε να αναλύσουμε την πραγματική κατάσταση των αστικών τουλάχιστον τάξεων των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων στην σχέση τους με το αμερικανικό κεφάλαιο, φαίνεται πως είναι απαραίτητο να εισάγουμε μια νέα έννοια: την εσωτερική αστική τάξη. Αυτή η αστική τάξη, η οποία τελικά συνυπάρχει με κατά βάση μεταπρατικούς τομείς, δεν κατέχει πλέον λίγο ή πολύ -αυτό εξαρτάται από τους διαφορετικούς ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς- τα δομικά χαρακτηριστικά της εθνικής αστικής τάξης. Στην βάση της αναπαραγωγής του αμερικανικού κεφαλαίου στο εσωτερικό αυτών των σχηματισμών εμπλέκεται όχι μόνον σε μια σειρά σχέσεων εξάρτησης στην διαδικασία του διεθνούς καταμερισμού εργασίας κάτω από την κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου (πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στο γεγονός, ότι ένα μέρος της υπεραξίας μεταφέρεται προς όφελος αυτού του κεφαλαίου), αλλά βάσει της αναπαραγωγής, η οποία ανάγεται στους πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους αυτής της εξάρτησης, υπόκειται επί πλέον σε επιδράσεις, οι οποίες οδηγούν στην κατάλυση της πολιτικής και ιδεολογικής της αυτονομίας απέναντι στο αμερικανικό κεφάλαιο.
Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή μεταπρατική αστική τάξη. Αυτή κατέχει την δική της οικονομική θέση και βάση συσσώρευσης τόσο στο εσωτερικό του κοινωνικού της σχηματισμού (αφού η κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου δεν θίγει τις οικονομίες των υπολοίπων μητροπόλεων στο ίδιο βαθμό με εκείνες των περιφερειακών κοινωνικών σχηματισμών) όσο και εκτός. Στο ίδιο το πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο διαθέτει ακόμη όπως και πριν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία πηγάζουν από την τωρινή της κατάσταση αλλά και από το παρελθόν της, ως να παριστά η ίδια ένα «κεντρικό» ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, κι έτσι διαφοροποιείται από τις αστικές τάξεις των περιφερειακών κοινωνικών σχηματισμών. Υπάρχουν, λοιπόν, σημαντικές αντιθέσεις μεταξύ αυτής και του αμερικανικού κεφαλαίου, οι οποίες, ακόμη και αν δεν την καθιστούν ικανή να παίρνει, πραγματικά «αυτόνομες» ή «ανεξάρτητες» θέσεις απέναντι στο αμερικανικό κεφάλαιο, επιδρούν, όμως, στους κρατικούς μηχανισμούς των σχηματισμών αυτών στην σχέση τους με το αμερικανικό κράτος.
Το ζήτημα των εθνικών κρατών τίθεται, λοιπόν, κατά τρόπο που να λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν του τις σύγχρονες μορφές συμμαχιών - συμπεριλαμβανομένων των αντιθέσεών τους - μεταξύ των ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων και του αμερικανικού κεφαλαίου κάτω από την δική του ηγεμονία. Μέσω της σημερινής διεθνοποίησης του κεφαλαίου τα εθνικά κράτη δεν απομακρύνονται ή «εξουδετερώνονται», ούτε με την έννοια μιας ειρηνικής ενσωμάτωσης των κεφαλαίων «πάνω από» τα κράτη - αφού κάθε διαδικασία διεθνοποίησης διεξάγεται κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου μιας συγκεκριμένης χώρας - ούτε με την έννοια μιας εξαφάνισης κάτω από το αμερικανικό υπερκράτος, ως να είχαν απλά καταποθεί οι άλλες ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις από το αμερικανικό κεφαλαίο. Από την άλλη πλευρά, όμως, αυτή η διεθνοποίηση, επηρεάζει αποφασιστικά την πολιτική και τις θεσμικές μορφές αυτών των κρατών μέσω του γεγονότος, ότι αυτά τα κράτη συγκαταλέγονται σ΄ ένα σύστημα συμμαχιών, το οποίο δεν περιορίζεται σε καμιά περίπτωση σ’ ένα παιγνίδι «εξωτερικών» και «αμφίπλευρων» πιέσεων μεταξύ κρατών και κεφαλαίων. Αυτά τα κράτη εκπροσωπούν τα ίδια τα συμφέροντα του κυρίαρχου ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, στην αυξανόμενη εξάπλωσή του στο εσωτερικό των ίδιων των «εθνικών» σχηματισμών, δηλ. στην σύνθετη διείσδυσή του στην υποτελή σε αυτό εσωτερική αστική τάξη. Αυτό το σύστημα συμμαχιών τείνει όχι στην συγκρότηση πραγματικών «υπερεθνικών» και «υπερκρατικών» θεσμικών μορφών και αρχών – όπως θα ήταν η περίπτωση, εαν επρόκειτο για μια διεθνοποίηση κρατών με εξωτερικές σχέσεις, τις οποίες θα ξεπερνούσε - αλλά εδράζεται σε μια γενικευμένη αναπαραγωγή με την μορφή ιμπεριαλιστικής εξουσίας , η οποία κυριαρχεί σε κάθε εθνικό σχηματισμό και στο ίδιο του το κράτος.
Η εκπροσώπηση των συμφερόντων του κυρίαρχου κεφαλαίου μέσω αυτών των κρατών συμβαίνει κυρίως κατ΄ άμεσο τρόπο. Προστασία του αμερικανικού κεφαλαίου κατά την επένδυσή του στο εσωτερικό του σχηματισμού και μάλιστα συχνά κατά τον ίδιο τρόπο, όπως η προστασία η οποία παρέχεται στο εγχώριο κεφάλαιο (μέσω δημόσιων παροχών για παράδειγμα) , αλλά και απαραίτητη προστασία του αμερικανικού κεφαλαίου στην παραπέρα αλυσιδωτή εξάπλωσή του στο εξωτερικό αυτού του σχηματισμού, ο οποίος έτσι λειτουργεί ως ενδιάμεσος σταθμός. Αυτή η προστασία μπορεί να πάει τόσο μακριά, ώστε να βοηθήσει το αμερικανικό κεφάλαιο να παρακάμψει συγκεκριμένες ρυθμίσεις του αμερικανικού κράτους (του αντιμονοπωλιακού για παράδειγμα νόμου). Η διεθνής αναπαραγωγή του κεφαλαίου κάτω από την ηγεμονία του αμερικανικού κεφαλαίου στηρίζεται σε εκείνα τα μεγέθη, τα οποία περιγράφουν τα εθνικά κράτη, όπου κάθε κράτος προσπαθεί να κατακρατήσει μια «στιγμή» αυτής της διαδικασίας. Εκ τούτου συνάγεται η προστασία του κυρίαρχου κεφαλαίου κατ’ έμμεσο τρόπο: βιομηχανική πολιτική απέναντι στο εγχώριο κεφάλαιο με στόχο την συγκέντρωση και διεθνή εξάπλωση αυτού του κεφαλαίου.
Αναμφισβήτητα, υφίστανται σε μια σειρά ζητημάτων σημαντικές αντιθέσεις μεταξύ των εσωτερικών αστικών τάξεων των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων και του αμερικανικού κεφαλαίου, αντιθέσεις, τις οποίες ξεδιπλώνει κάθε εθνικό κράτος, προστατεύοντας έτσι τουλάχιστον την εσωτερική του αστική τάξη (αυτό είναι μια όψη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων). Όμως και εδώ πρέπει κανείς να προχωρήσει και να διαπιστώσει, ότι αυτές οι αντιθέσεις δεν αποτελούν προς το παρόν την κύρια αντίθεση στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών τάξεων. Η σήμερα κυρίαρχη μορφή των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων δεν είναι εκείνη μεταξύ «διεθνούς» και «εθνικού κεφαλαίου», ή μεταξύ των ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων σαν εν σειρά τοποθετημένες μονάδες.
Για να γίνει αυτό αντιληπτό, πρέπει κανείς να δει, ότι η εξάρτηση του εγχώριου από το αμερικανικό κεφάλαιο διαπερνά τις διάφορες μερίδες του εγχώριου κεφαλαίου. Ακριβώς αυτό οδηγεί στην εσωτερική του αποσύνθεση, αφού οι αντιθέσεις μεταξύ του αμερικανικού και εγχώριου κεφαλαίου συγκροτούν κυρίως την σύνθετη μορφή της αναπαραγωγής των ίδιων των αντιθέσεων του αμερικανικού κεφαλαίου στο εσωτερικό του εγχώριου κεφαλαίου. Διαφορετικά ειπωμένο, οι αντιθέσεις του εγχώριου κεφαλαίου διευρύνονται μέσω σύνθετων διαμεσολαβήσεων αναφορικά με το αμερικανικό κεφάλαιο, αφού η εσωτερική αστική τάξη συγκροτείται σήμερα από ετερογενή και συγκυριακά στοιχεία. Η διαφορά εσωτερική μπουρζουαζία / μεταπρατική μπουρζουαζία δεν αντιστοιχεί – σήμερα ακόμη λιγότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν τον καιρό της εθνικής αστικής τάξης – ούτε στην διαφορά μεταξύ μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου και μη μονοπωλιακού κεφαλαίου, ούτε και στην διαφορά μεταξύ παραγωγικού (βιομηχανικού) και χρηματιστηριακού κεφαλαίου, ούτε καν σ’ εκείνη την διαφορά μεταξύ μιας αστικής τάξης περιορισμένης στην εσωτερική αγορά και μιας αστικής τάξης με διεθνή επεκτατική στρατηγική. Περισσότερο παίρνει κατεύθυνση, η οποία εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης της οικονομίας (ως απόδειξη αναφέρονται οι ξαφνικές στροφές στην πολιτική του de Gaulle).
Στον ρόλο του ως οργανωτής της ηγεμονίας επεμβαίνει το εθνικό κράτος λοιπόν σε ένα «εσωτερικό» πεδίο, στο οποίο έχουν ήδη ξεδιπλωθεί οι «ενδοϊμπεριαλιστικές» αντιθέσεις και όπου οι αντιθέσεις μεταξύ των ηγεμονικών μερίδων στον κοινωνικό του σχηματισμό είναι ήδη διεθνοποιημένες. Η επέμβαση του κράτους προς όφελος μερικών εγχώριων μεγάλων μονοπωλίων εναντίον άλλων, προς όφελος μεγάλων μονοπωλίων και τομέων του εγχώριου μεσαίου κεφαλαίου εναντίον άλλων, προς όφελος μερικών μερίδων του «ευρωπαϊκού» κεφαλαίου εναντίον άλλων, είναι συνήθως έμμεσες επεμβάσεις προς όφελος μερικών μερίδων και τομέων του αμερικανικού κεφαλαίου εναντίον άλλων του ίδιου κεφαλαίου, απ’ όπου εξαρτώνται οι διάφορες μερίδες και τομείς του εγχώριου και ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Συνεπώς η κύρια αντίθεση περνά, ανάλογα με την οικονομία, μέσα από τις αντιφάσεις μεταξύ εκείνου του κυρίαρχου ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, και της από αυτό προωθούμενης διεθνοποίησης, ή επίσης μέσα από την εσωτερική αστική τάξη και τις εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά σπάνια εγκαθίσταται μεταξύ της εσωτερικής αστικής τάξης ως τέτοιας και του αμερικανικού κεφαλαίου.
Είναι η αποσύνθεση και η ετερογένεια της εσωτερικής αστικής τάξης, αυτής της οικονομικής συσσώρευσης, η οποία προκαλεί την αδύναμη, μερικές φορές απότομη αντίσταση των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στο αμερικανικό κεφάλαιο. Απέναντι στους ισχυρισμούς του κυρίαρχου ιδεολογικού ρεύματος, το οποίο θέτει το πρόβλημα «εθνικό κράτος κόντρα στις πολυεθνικές εταιρείες», τα διάφορα νέα, πραγματικά μέσα πίεσης των αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών πάνω στα ευρωπαϊκά κράτη – φοροδιαφυγή, κερδοσκοπία συναλλάγματος, αποφυγή των τελωνειακών εμποδίων – διαδραματίζουν σε κάθε περίπτωση έναν δευτερεύοντα ρόλο.
Βλέπει κανείς λοιπόν, πόσο διαφέρουμε τόσο από τις απόψεις του υπερ-ιμπεριαλισμού, όσο και από εκείνες του Mandel και των δυτικών Κομμμουνιστικών κομμάτων. Σ’ ότι αφορά τους τελευταίους, μπορεί κανείς να πει, ότι αμφότεροι ξεκινούν από την ύπαρξη μιας εθνικής αστικής τάξης στις ευρωπαϊκές χώρες, ο οποίες όμως δεν οριοθετούνται κατά τον ίδιο τρόπο. Σε κάθε μια και η εθνική αστική της τάξη.
- Για τον Mandel αυτή η εθνική αστική τάξη είναι έκφραση των μεγάλων «ευρωπαϊκών» μονοπωλίων, σε αντίθεση με το μεσαίο ευρωπαϊκό κεφάλαιο: «Σήμερα είναι το στάδιο του ‘εθνικού’ μεγάλου κεφαλαίου....δεν ξεπεράστηκε ακόμη.... Η αυξανόμενη απαίτηση αντίστασης στον βορειοαμερικανικό ανταγωνισμό, η οποία δεν θα διεξαχθεί σε καμμιά περίπτωση μόνον μέσω «αυτόνομων κρατικών κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων» αλλά μέσω των αποφασιστικών δυτικοευρωπαϊκών ενώσεων επιχειρήσεων (Concern), η αυξανόμενη σταθεροποίηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το αυξανόμενο βάρος υπερεθνικών κρατικών οργάνων στο εσωτερικό της ΕΟΚ είναι παράλληλες και ισοδύναμες και ομόρροπες διαδικασίες .......Αδύναμα παθητικά ενώσεις, σε λιγότερο κυρίως επεκτατικούς τομείς, ακριβώς όπως οι οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν κατορθώνουν να ξεφύγουν από το μέσο μέγεθος, επιλέγουν συχνά την εύκολη λύση να εξαγοραστούν ή να αφομοιωθούν από τα υπερμεγέθη συγκροτήματα των ΗΠΑ. Οι δυναμικότερες και πλουσιότερες δυτικοευρωπαϊκές ενώσεις επιχειρήσεων θα βαδίσουν με αυξανόμενο ρυθμό και όλο και πιο συχνά τον δρόμο της ευρωπαϊκής συνεργασίας και των συγχωνεύσεων κεφαλαίων» (22)
Μ' αυτό ειπώθηκαν όλα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αυτούς, που αντικρούονται από τα γεγονότα, δεν καταπλήσσει που ο Mandel προσχωρεί στην σημερινή αστική προπαγάνδα της “ενωμένης Ευρώπης”. Αυτό δεν τον εμποδίζει τελικά να διατυπώσει δυο σελίδες μετά ένα παράδοξο, όπως το ονομάζει, ότι λόγω της έλλειψης οικονομικών αλληλεξαρτήσεων των ευρωπαϊκών κεφαλαίων - sic! - τα οικονομικά συγκροτήματα των Ηνωμένων Πολιτειών μπορούν κατά παράδοξο τρόπο να ωφελούνται περισσότερο από την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απ' ότι οι δυτικοευρωπαϊκές εθνικές επιχειρήσεις. (22α). Εάν κάποιος μεταφέρει εν τω μεταξύ τις αναλύσεις μας στο ευρωπαϊκό επίπεδο, θα δει, ότι δεν πρόκειται σε καμμία περίπτωση για κάποιο παράδοξο, για το οποίο ευθύνονται τάχα τεχνικές αδυναμίες ή ασυμβίβαστα προτιμήσεις. Εάν οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις δεν συνεργάζονται και δεν ενώνονται μαζί ενάντια στο αμερικανικό κεφάλαιο, αυτό συμβαίνει, επειδή η ίδια η νέα δομή της εξάρτησης σε σχέση με το αμερικανικό κεφάλαιο επιδρά αντίστοιχα πάνω σ' αυτές. Οι σχέσεις αυτών των αστικών τάξεων μεταξύ τους είναι αποκεντρωμένες, δηλ.. αυτές οδεύουν σ' αυτές τις ίδιες μέσω του αμερικανικού κεφαλαίου. Κάθε ευρωπαϊκό εθνικό κράτος αντιπροσωπεύει επίσης τα συμφέροντα των άλλων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων – με την επιφύλαξη του ανταγωνισμού του με την εσωτερική αστική του τάξη - της οποίας αναλαμβάνει παρά ταύτα την εξάρτησή της από το αμερικανικό κεφάλαιο.
- Οι αναλύσεις των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων και προ πάντων το KΚΓ και των επιστημόνων του υπογραμμίζουν την αμοιβαία διείσδυση των μεγάλων μονοπωλίων καθώς επίσης και το κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου. Όπως το εκφράζει και ο Ph Herzog: "Αυτές οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι αποφεύγουμε να χαρακτηρίσουμε το νέο στάδιο ως πάλη του «εθνικού κεφαλαίου» ενάντια στο υπερεθνικό ή πολυεθνικό κεφάλαιο. Σήμερα, τα μεγάλα εθνικά μονοπώλια έχουν κοινά συμφέροντα με το ξένο κεφάλαιο, και η «αντίστασή» τους καθώς και ο ανταγωνισμός χάνουν τον «εθνικό» τους χαρακτήρα. Αυτό που αντιπαρατίθεται είναι ομάδες με μερικώς κοινά συμφέροντα καθώς επίσης και ομάδες, οι οποίες παίρνουν αντίστοιχα «κοσμοπολίτικο χαρακτήρα». (23). Αλλά ουσιαστικά το πρόβλημα είναι αλλού: To KK βλέπει με συμπάθεια την εθνική αστική του τάξη δηλαδή το μη μονοπωλιακό και το μέσο κεφάλαιο. Δεν θέλουμε να πάμε εδώ σε λεπτομέρειες, αλλά αυτή η άποψη βγαίνει κατηγορηματικά από τις αναλύσεις του KΚ, κατά τις οποίες η μοναδική προς το παρόν κυρίαρχη μερίδα είναι αυτή των μεγάλων, γενικά «κοσμοπολίτικων» μονοπωλίων και μάλιστα με αποκλεισμό του μεσαίου κεφαλαίου, το οποίο συγκαταλέγεται στο εθνικό “μικρό κεφάλαιο”(και μάλιστα στην μικροϊδιοκτησία) και με το οποίο θέλει κανείς να διαμορφώσει μια συμμαχία, - πρόκειται τελικά για γνήσιους δημοκράτες και πατριώτες- προκειμένου να δημιουργηθεί μια "προηγμένη δημοκρατία", η οποία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το αμερικανικό κεφάλαιο. Κάτι, το οποίο αφήνει εκτός προσοχής τις επιδράσεις της κοινωνικοποίησης της εργασιακής διαδικασίας και της συγκέντρωσης στην σύγχρονη εξάρτηση του μεσαίου από το μεγάλο κεφάλαιο.
2. Το κράτος και το έθνος
Εάν το σημερινό κράτος των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων αλλάζει διατηρώντας τον εθνικό του χαρακτήρα, αυτό συμβαίνει επίσης βάσει του γεγονότος ότι το κράτος δεν είναι το απλό, το κατά το δοκούν χειραγωγήσιμο εργαλείο ή όργανο της κυρίαρχης τάξης, αφού κάθε περίοδος της διεθνοποίησης του κεφαλαίου οδηγεί αυτόματα σε μια «υπερεθνοποίηση» των κρατών. Στην ιδιότητά του ως όργανο της συνοχής, της ενότητας ενός σχηματισμού καθώς επίσης και της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων, το κράτος συμπυκνώνει και συνοψίζει τις ταξικές αντιθέσεις του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού, δεδομένου ότι αυτό αναγνωρίζει και νομιμοποιεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και ομάδων έναντι των άλλων τάξεων του κοινωνικού σχηματισμού και αναλαμβάνει έτσι τις ταξικές αντιθέσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Το πρόβλημα, με το οποίο έχουμε να κάνουμε εδώ, δεν περιορίζεται επομένως ούτε σε μια απλή μηχανιστική αντίφαση μεταξύ βάσης (διεθνοποίηση της παραγωγής) και εποικοδομήματος (Εθνικό κράτος), που δεν θα «αντιστοιχούσαν» πια μεταξύ τους. Οι μετασχηματισμοί στο εποικοδόμημα καθορίζονται από τις μορφές, τις οποίες λαμβάνει η ταξική πάλη σε μια ιμπεριαλιστική αλυσίδα, η οποία διακρίνεται από την άνιση ανάπτυξη των μελών της. Είδαμε ότι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου δεν οδηγεί σε μια πραγματική "υπερεθνική συγχώνευση" των κεφαλαίων. Αλλά αυτό είναι μόνο μια πτυχή του προβλήματος. Τι συμβαίνει στην πλευρά των εργατικών τάξεων στις ευρωπαϊκές χώρες; Ενώ οι αγώνες των λαϊκών μαζών διαδραματίζονται σε μια παγκόσμια βάση, προσδιορισμένη όσο ποτέ από το πραγματικό επίπεδο των οικονομιών και αντικειμενικά προωθούν την εμφάνιση σε παγκόσμια κλίμακα των παραγωγικών σχέσεων καθώς και την κοινωνικοποίηση της εργασίας, την διεθνή αλληλεγγύη των εργατών, ο αγώνας τους, ο οποίος από την φύση του είναι διεθνικός, εξακολουθεί να καθορίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος από την εθνική μορφή. Αυτό κατά ένα μέρος συμβαίνει λόγω της άνισης ανάπτυξης και των αντικειμενικών ιδιαιτεροτήτων κάθε μεμονωμένου κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή λόγω των ουσιαστικών χαρακτηριστικών του ίδιου του καπιταλισμού. Κατά το άλλο δε μέρος λόγω των ιδιαιτεροτήτων των οργανώσεων – κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων – οι οποίες είναι κρίσιμες στις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις.
Κατά τα λοιπά πρέπει να λάβει κανείς υπ' όψιν ένα ιδιαίτερο τμήμα των μικροαστικής τάξης, η οποία σήμερα αναπαράγεται κάτω από νέες μορφές, καθώς και τις αγροτικές τάξεις, οι οποίες είναι για τα κράτη αυτά ανεκτίμητο στήριγμα και των οποίων η ταξική κατάσταση παράγει έναν ιδιαίτερο “εθνικισμό”. Δεν πρέπει τέλος να ξεχνά κανείς τις κοινωνικές κατηγορίες των κρατικών μηχανισμών (διοικητική γραφειοκρατία, κομματικά στελέχη κλπ.) για τις οποίες το εθνικό κράτος είναι όπως και πριν μια πηγή προνομίων.
Το πρόβλημα, επομένως, της συνέχειας του έθνους αναφέρεται, λοιπόν, στις επιδράσεις, τις οποίες έχουν οι ταξικοί αγώνες πάνω στους «εθνικούς σχηματισμούς». Μ' αυτό δεν απαντήθηκε σε καμιά περίπτωση, το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ κράτους και έθνους, όπως αυτό τίθεται μέσω του εθνικού κράτους. Επειδή ακόμη και όταν το έθνος συνδέεται βασικά με την ύπαρξη του καπιταλισμού, συμπεριλαμβανομένου του ιμπεριαλιστικού του σταδίου, γι΄ αυτό ο μαρξισμός - λενινισμός δεν μπέρδεψε ποτέ το κράτος και το έθνος, αλλά πάντα μιλούσε μόνο για την εμφάνιση του «εθνικού κράτους» και του «εθνικού κοινωνικού σχηματισμού» στον καπιταλισμό. Το πρόβλημα πρέπει επομένως να το δει κανείς από μια άλλη οπτική γωνία. Η σύγχρονη διεθνοποίηση της παραγωγής και οι παγκοσμιοποιημένες παραγωγικές σχέσεις δεν εξουδετερώνουν καθόλου το έθνος ως οντότητα - πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης - κι ούτε μεταβάλλουν τον χώρο του κοινωνικού σχηματισμού τόσο, ώστε να εκρήγνυται ο «εθνικός κοινωνικός σχηματισμός» και να διασπούν έτσι την σύνδεση μεταξύ κράτους εθνικού και υπερεθνικού κράτους.
Αυτό δεν ισχύει σε καμιά περίπτωση, και μάλιστα ενόσω ούτε το έθνος ούτε οι σχέσεις μεταξύ κράτους και έθνους δεν περιορίζονται σε μια απλή οικονομική σχέση. Το έθνος, σε ολόκληρη την πολυπλοκότητα του – «προσκολλημένη στην παράδοση» οικονομική, περιφερειακή -γλωσσική, συμβολική-ιδεολογική ενότητα - συντηρεί την ιδιαίτερή του οντότητα, σε ό,τι αφορά στις «εθνικές μορφές» του ταξικού αγώνα, αφού η σχέση κράτους-έθνους παραμένει έτσι ιδωμένη υφιστάμενη. Οι σύγχρονες μεταβολές αφορούν, τουλάχιστον στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, μόνο μερικά των στοιχείων αυτού του ορισμού (και μάλιστα κατά άνισο τρόπο). Αποκρυσταλλώνονται ως μεταβολές ενός κράτους, το οποίο στον σκληρό πυρήνα του παραμένει εθνικό κράτος. Αν και αυτές οι μεταβολές είναι ακόμα αρκετά σημαντικές, εντούτοις θέτουν υπό αμφισβήτηση την νομική αντίληψη της εθνικής κυριαρχίας: Ο ρόλος, τον οποίο διαδραματίζει κάθε μεμονωμένο κράτος στην διεθνή καταστολή των ταξικών αγώνων (ΝΑΤΟ κ.λπ....), η εξωτερικότητα των λειτουργιών και των παρεμβάσεων κάθε κράτους, οι οποίες απλώνονται έως τους εξωτερικούς σχηματισμούς, στις οποίες αναπτύσσεται το εγχώριο κεφάλαιο: οι μεταβολές του εσωτερικού νομικού συστήματος κάθε κράτους για την διασφάλιση της διεθνοποίησης των επενδύσεών τους κλπ.
Τελικά, παρουσιάζονται σήμερα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις που μας ενδιαφέρουν, ορισμένες χαλαρώσεις στην σχέση μεταξύ του κράτους και του έθνους, εντούτοις όχι στην κατεύθυνση που καταλαβαίνει κανείς γενικά κάτω από τον όρο "υπερ- εθνοποίηση" του κράτους. Βιώνουμε λιγότερο τη δημιουργία ενός νέου κράτους πάνω από τα έθνη, πολύ περισσότερο μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι εμφανίζονται ρωγμές στην εθνική ενότητα των υπαρχόντων εθνικών κρατών. Είναι αυτό το εξαιρετικά σημαντικό σύγχρονο φαινόμενο του τοπικισμού όπως αυτός εκφράζεται στην επανεμφάνιση των εθνικοτήτων, απ’ όπου μπορεί να δει κανείς ότι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου οδηγεί σε μια περιχαράκωση του έθνους, όπως αυτό εμφανίστηκε ιστορικά παρά σε μια υπερ-εθνοποίηση του κράτους. Αυτό το φαινόμενο είναι ακόμη περισσότερο χαρακτηριστικό υπό άλλη έννοια, επειδή, - μακριά από μια υποτιθέμενη υπερεθνική συνεργασία των ευρωπαϊκών κεφαλαίων ενάντια στο αμερικανικό - αυτό προκύπτει περισσότερο από τη διευρυμένη αναπαραγωγή του διεθνούς κεφαλαίου κάτω από την κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου στο εσωτερικό των ίδιων των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και από την νέα δομή της εξάρτησης. Αυτό οδηγεί σταδιακά στην εσωτερική αποσύνθεση των ευρωπαϊκών κοινωνικών σχηματισμών και των οικονομιών όπου αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πραγματικές εμφανίσεις εσωτερικού αποικισμού κάτω από τις διαφορετικές ετικέτες της περιφερειακής πολιτικής. Σ΄ αυτή την αποσύνθεση ισχυροποιείται η διάλυση της καπιταλιστικής εθνικής ενότητας.
3. Η διεθνοποίηση και ο οικονομικός ρόλος του κράτους
Όπως βλέπει κανείς, η σύγχρονη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και η εμφάνιση «πολυεθνικών ενώσεων εταιρειών» στις σχέσεις τους με το κράτος δεν περιγράφονται κατά τρόπο, που και οι δύο οντότητες να "κατέχουν" μια "εξουσία", την οποία και διαμοιράζονται. Όποιος υποστηρίζει, ότι η "οικονομική δύναμη", στην έκταση που αυτή αυξάνεται και συγκεντρώνεται, αφαιρεί εξουσία από το κράτος, αυτός παραγνωρίζει όχι μόνο πως το κράτος δεν διαθέτει καμιά δική του εξουσία, αλλά και ότι αυτό επεμβαίνει σε αυτήν την συγκέντρωση κατά κρίσιμο τρόπο. Η τρέχουσα διαδικασία δεν επηρεάζει καθόλου τον κυρίαρχο ρόλο του κράτους στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Η κυριαρχία του κράτους αντιστοιχεί στην σημαντική αύξηση των "οικονομικών λειτουργιών" του, οι οποίες είναι απαραίτητες στη διευρυμένη αναπαραγωγή του μεγάλου κεφαλαίου. Αλλά το πρόβλημα εν μέρει μόνο απαντήθηκε, αφού το ερώτημα, γιατί οι σημαντικότεροι φορείς αυτών των οικονομικών επεμβάσεων είναι όπως και πριν τα εθνικά κράτη, παραμένει ανοικτό. Δεν θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, όπως ο Murray, ότι αυτές οι ακόμα σημαντικές οικονομικές επεμβάσεις αλλάζουν τον φορέα και ότι αυτές οι επεμβάσεις λαμβάνονται κατά ένα μεγάλο μέρος από το εθνικό κράτος υπέρ των υπερεθνικών θεσμών ή ενός νεοεμφανιζόμενου υπερ-εθνικού κράτους;
Δεν επιδέχεται καμία αμφιβολία ότι συγκεκριμένες μορφές συντονισμού μεταξύ της οικονομικής πολιτικής των διαφορετικών κρατών έγιναν σήμερα απαραίτητες (διάφορα διεθνή ιδρύματα, ΕΟΚ). Αλλά αυτές οι θεσμικές μορφές δεν συνίστανται από μηχανισμούς, οι οποίοι εκτοπίζουν ή επικαλύπτουν τα εθνικά κράτη. Κα μάλιστα για έναν άλλο λόγο, ο οποίος φαίνεται αρκετά αξιοσημείωτος σε μας. Οι οικονομικές επεμβάσεις του κράτους δεν είναι, όπως θα ήθελε να μας κάνει να πιστέψουμε μια ορισμένη συνήθης παράδοση, "τεχνικές" και "ουδέτερες" λειτουργίες, οι οποίες προκύπτουν από μια ιδωμένη ως ουδέτερη «παραγωγή». Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους είναι πολύ περισσότερο έκφραση του συνολικού πολιτικού του ρόλου στην εκμετάλλευση και στην άσκηση της ταξικής κυριαρχίας. Εμφανίζονται στο πεδίο της ταξικής πάλης και έτσι επανερχόμαστε στις προαναφερθείσες παρατηρήσεις. Δεν μπορεί κανείς να διαχωρίσει τις διάφορες παρεμβάσεις και τις πτυχές τους από το κράτος, ξεκινώντας από την δυνατότητα μιας πραγματικής μεταφοράς των «οικονομικών λειτουργιών» σε υπερεθνικούς ή υπερκρατικούς μηχανισμούς, αποδίδοντας έτσι στο εθνικό κράτος μόνο έναν κατασταλτικό ή ιδεολογικό ρόλο. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί κανείς ενίοτε να μιλά για μια ανάθεση της άσκησης αυτών των λειτουργιών. Εάν κάποιος προχωρά έτσι, χάνει από τα μάτια τις πραγματικές τάσεις: δηλαδή τους διεθνοποιημένους μετασχηματισμούς του εθνικού κράτους, οι οποίοι οδηγούν, στο να αναλαμβάνει αυτό την ευθύνη για τη διεθνοποίηση των δημόσιων λειτουργιών σε σχέση με το κεφάλαιο. Έτσι φθάνει κανείς σε μια γραμμή άμυνας του «ιδίου» του εθνικού του κράτους ενάντια στους «κοσμοπολίτικους θεσμούς». Αυτές οι διεθνείς θεσμικές μορφές δεν είναι απλά «πρόσθετα μπολιάσματα» (προτιμώμενη έκφραση του ΚΚΓ) (25) αλλά ακριβώς έκφραση των εσωτερικοποιημένων μετασχηματισμών. Αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν αφορούν μόνο στις οικονομικές επεμβάσεις του εθνικού κράτους αλλά και στις κατασταλτικές και ιδεολογικές πτυχές, μέσω των οποίων πραγματοποιούνται αυτές οι επεμβάσεις.
Ακόμα παρατηρείται, ότι η σύλληψη των ουδέτερων και τεχνικών οικονομικών λειτουργιών του σημερινού κράτους είναι σύλληψη των δυτικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων και ιδιαίτερα του ΓΚΚ ( το «κράτος ως οργανωτικός παράγοντας της παραγωγής» , το «κράτος είναι τμήμα της βάσης» και ανήκει στην θεωρία τους του «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού). Αυτές οι καθ’ εαυτές ουδέτερες λειτουργίες θα παραμορφώνονταν προς όφελος των μεγάλων μονοπωλίων και θα μπορούσαν – με μια απλή εναλλαγή στην κρατική εξουσία χωρίς καταστροφή του κρατικού μηχανισμού – να λειτουργήσουν προς όφελος των λαϊκών μαζών. Αυτές οι αναλύσεις, έτσι θα νόμιζε κανείς, θα ‘ πρεπε να οδηγήσει το ΓΚΚ να διατυπώσει την σύλληψη του υπερ-εθνικού κράτους στο πλαίσιο μιας διεθνοποίησης της παραγωγής. Εάν αυτό δεν ισχύει, είναι έτσι, επειδή αυτό (το ΓΚΚ) στηρίζεται σε μια σύλληψη, η οποία θεωρεί την ιμπεριαλιστική αλυσίδα σαν μια σειρά κατά παράθεση κρατικομονοπωλιακών καπιταλισμών. Κανείς υπογραμμίζει το γεγονός, ότι το "διεθνές κεφάλαιο" κατοχυρώνεται σε κάθε εθνικό κοινωνικό σχηματισμό, «δεδομένου ότι λαμβάνει τις ιδιαιτερότητες του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και προσαρμόζεται σε αυτές», ενώ στην πραγματικότητα είναι η ιδιαίτερη δομή του κοινωνικού σχηματισμού, η οποία αναδιοργανώνεται σε σχέση με την διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Οι λειτουργίες του εθνικού κράτους σχετικά με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου μεταβάλλουν και τροποποιούν - σύμφωνα με την έκδοση του KΚΓ – το κράτος όχι εξ ολοκλήρου, αλλά απλά μπολιάζονται οι "εθνικές" του λειτουργίες. Εξ αυτού συνάγεται ότι, το ΓΚΚ – μέσω μιας άμυνας του εθνικού κράτους, η οποία θα στηρίζεται στην «εθνική μπουρζουαζία-μεσαίο κεφάλαιο» ενάντια στο «κοσμοπολίτικο» κεφάλαιο – θα μπορούσε να ταχθεί υπέρ μιας πραγματικής «διεθνούς συνεργασίας», η οποία θα προέκυπτε από τις απαιτήσεις της παραγωγής, χωρίς να συνθλίψει τον κρατικό μηχανισμό.
Για να επανέλθουμε στο πρόβλημά μας. Το κεφάλαιο, το οποίο διασχίζει τα εθνικά όρια, στηρίζεται άνετα στα εθνικά κράτη, όχι μόνο από το κράτος προέλευσής του, αλλά και από τα άλλα κράτη. Αυτό οδηγεί σε έναν σύνθετο καταμερισμό του ρόλου των κρατών στην διεθνή αναπαραγωγή του κεφαλαίου κάτω από την κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου, ενός καταμερισμού, ο οποίος, υπό αυτήν την έννοια μπορεί να έχει επιπτώσεις ώστε η άσκηση αυτών των λειτουργιών να μεταφέρεται και αποκεντρώνεται μεταξύ των φορέων, οι οποίοι εξακολουθούν να είναι τα εθνικά κράτη. Ανάλογα με την οικονομία του ενός ή του άλλου έθνους των μητροπόλεων, το οποίο είναι υπεύθυνο για το ένα ή το άλλο, η αναπαραγωγή του συνολικού συστήματος σχετικών επεμβάσεων είναι διεθνούς έκτασης
4. Το κράτος στη διεθνή αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων
Οι διάφορες λειτουργίες του κράτους, για τις οποίες έχουμε ως τώρα μιλήσεις, επικεντρώνονται όλες στην διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το αποφασιστικό "στοιχείο" αυτής της αναπαραγωγής είναι η διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων, των κοινωνικών σχέσεων. Αλλά στο κράτος περιέρχεται ένας ιδιαίτερος και ειδικός ρόλος. Αφ' ενός επεμβαίνει στην αναπαραγωγή των θέσεων των κοινωνικών τάξεων, αφ' ετέρου δε στην πρόκριση-απόρριψη των υπαλλήλων έτσι, που αυτοί να μπορούν να καταλάβουν αυτές τις θέσεις, και μέσω αυτού επεμβαίνει στην κατανομή των υπαλλήλων σ’ αυτές τις θέσεις. Σχετικά μπορεί να αναφερθεί ο ρόλος του σχολικού μηχανισμού.
Ακόμα κι αν αυτός ο ρόλος περιέρχεται προς το παρόν στο εθνικό κράτος και εάν αυτός ο ρόλος εξαρτάται ακόμα από την ιδιαιτερότητα του κοινωνικού σχηματισμού και των ταξικών του αγώνων, εντούτοις αποτελεί γνώρισμα του ιμπεριαλιστικού κοινωνικού καταμερισμού και μιας καπιταλιστικής αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων σε παγκόσμια κλίμακα.. Ο ρόλος των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών κατ’ αυτήν την άποψη – εκπαιδευτικός τομέας, εκπαίδευση ενηλίκων κλπ.... – συνίσταται μεταξύ άλλων στο να αναπαράγει τις υπάρχουσες νέες μορφές του καταμερισμού εργασίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Παραδείγματος χάριν τις μορφές της διευρυμένης αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, της ειδίκευσης και συγκρότησής της (βοηθοί εργατών, ειδικευμένοι εργάτες), τις μορφές και ρυθμούς αναπαραγωγής της νέας μικροαστικής τάξης, (τεχνικών, μηχανικών κλπ.), των προσφύγων ή των ξένων εργατών στην Ευρώπη, καθώς ο αντίστοιχος ρόλος των εθνικών κρατών εξαρτάται από τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης: τεχνολογικό χάσμα, διαφορές στο ύψος των μισθών και ιεραρχίας, μορφές της κοινωνικοποίησης της εργασίας στην ολοκληρωμένη παραγωγή (η πτυχή της αποειδίκευσης της εργασίας, που πηγαίνει μαζί σήμερα, με την πτυχή της ιδιαίτερα καταρτισμένης εργασίας εντοπίζεται συνήθως εκτός ΗΠΑ, όπου η Ευρώπη περιορίζεται σε σχετικά υπανάπτυκτες μορφές της «τεχνολογίας»).
Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν μόνο το πρόβλημα, αλλά μας οδηγούν σε μια γενικότερη θέση, επειδή μας δείχνουν τους περιορισμούς μιας διαδεδομένης σήμερα αντίληψης (δεδομένου ότι αυτή είναι χαρακτηριστική για Baran και Sweezy), η οποία βλέπει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως πρότυπο ή προσδοκώμενη εικόνα του μέλλοντος, στην κατεύθυνση του οποίου θα έπρεπε να κινηθεί αταλάντευτα και αποφασιστικά η Ευρώπη. Αυτή η σύλληψη έχει την αξία μιας αναλογίας, επειδή αυτή αγνοεί τους νέους διαμελισμούς των δομών εξάρτηση, οι οποίες έχουν εν τω μεταξύ εμφανιστεί. Να αναφέρουμε μόνο το περίφημο παράδειγμα "της διόγκωσης του τεταρταίου τομέα" στις ΗΠΑ, το οποίο γίνεται όλο και πιο ξακουστό. Εντούτοις, είναι σαφές ότι οι ρυθμοί και οι μορφές αυτής της ανάπτυξης - που είναι πράγματι πολύ διαφορετικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη - προκύπτουν από την παρούσα θέση των ΗΠΑ ως παγκόσμιο κέντρο διοίκησης και όχι από μια απλή "καθυστέρηση" της Ευρώπης απέναντι από τις ΗΠΑ, την οποία αναπόφευκτα θα κάλυπτε. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι μια εξέταση των κοινωνικών τάξεων και των μηχανισμών του κράτους στις μητροπόλεις δεν ικανοποιείται με μια ανάλυση των Ηνωμένων Πολιτειών - περίπου ανάλογα υποδειγματική "ανάλυση της Μεγάλης Βρετανίας" εκείνη την περίοδο από τον Marx. Οι υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, και προ πάντων η Ευρώπη, αντιπροσωπεύουν ακόμη μια ειδική περιοχή και ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.
Λόγω του βεληνεκούς και της σημασίας της, θέλουμε τελικά να θέσουμε ένα τελευταίο ζήτημα. Οι μεταβολές του ρόλου των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών, αναφορικά με την ανάληψη ευθύνης για τη διεθνή αναπαραγωγή του κεφαλαίου κάτω από την κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου καθώς επίσης και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί όροι αυτής της αναπαραγωγής οδηγούν σε κρίσιμους θεσμικούς μετασχηματισμούς αυτών των μηχανισμών του κράτους. Δεν επιδέχεται καμμιά αμφιβολία το γεγονός ότι οι λίγο ή πολύ διαδεδομένες παντού στην Ευρώπη μορφές του "ισχυρού κράτους" (αυταρχικό, κράτος αστυνομίας), καθώς επίσης και η συσσώρευση των όρων πιθανών διαδικασιών φασιστικοποίησης αφ' ετέρου, είναι εκφράσεις τόσο των ταξικών αγώνων σ’ αυτούς τους σχηματισμούς όσο και των θέσεων στο εσωτερικό των νέων δομών εξάρτησης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Μερικές τελικές παρατηρήσεις είναι απαραίτητες:
1. Η πρώτη αφορά στον ιστορικό σχηματισμό αυτής της εξάρτησης. Από το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και εντεύθεν έλαβε τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της περιόδου. Εξ αυτού συνάγεται ότι η αμερικανική ηγεμονία, η οποία δημιουργήθηκε σε μια περίοδο αποδόμησης των ευρωπαϊκών οικονομιών, παρουσίασε συγκεκριμένα υπό εξαφάνιση αντιληπτά χαρακτηριστικά, τα οποία προκαλούν συχνά την παραίσθηση του "τέλους της αμερικανικής ηγεμονίας" και οδηγούν στην εκτίμηση των κατευθύνσεων του Mandel, του τύπου: "Ακόμα η αμερικανική αστική τάξη διατηρεί την απόλυτη ηγεμονία, αλλά βρίσκεται σε σχετική πτώση", όπου αυτή η πτωτική τάση εξισώνεται με το τέλος της ηγεμονίας της. Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένες μορφές αυτής της ηγεμονίας, οι οποίες σήμερα είναι υπό εξαφάνιση (ειδικά ο ρόλος του δολαρίου), αφού η Ευρώπη καταλαμβάνει την θέση του εξαρτημένου ή του δορυφορικού ιμπεριαλισμού, η οποία περιέρχεται σε αυτήν στην σύγχρονη διαδικασία και τις αντιθέσεις της. Εάν κανείς απεναντίας αναφέρεται στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της κυριαρχίας και της εξάρτησης, τότε η αμερικανική ηγεμονία μάλλον ενισχύθηκε (και ενισχύεται ακόμη). Χρειάζεται γι’ αυτό κανείς μόνο να αναφέρει την προσφάτως υπογραφείσα εκτενή συμφωνία οικονομικής συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, η οποία δεν σημαίνει τίποτε άλλο από μια ενδυνάμωση αυτής της ηγεμονίας.
2. Η δεύτερη συνδέεται με την πρώτη, επειδή αναφέρεται στην σύγχρονη κρίση του ιμπεριαλισμού. Στην πράξη δεν πρόκειται για κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας κάτω από την δράση της ανόδου «ισοδύναμων αντιιμπεριαλισμών», αλλά για κρίση του ιμπεριαλισμού συνολικά κάτω από την δράση των ταξικών αγώνων σε παγκόσμια κλίμακα, οι οποίοι μάλιστα περνούν την ζώνη του κέντρου. Αυτή η κρίση αντικειμενικά δεν αμφισβητεί την κυριαρχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού πάνω στις άλλες μητροπόλεις, αλλά συνταράσσει το κέντρο στο σύνολό του και συμμετέχει τόσο στην κορυφή του όσο επενενεργοποίηση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Διαφορετικά ειπωμένο, δεν βρίσκεται σε κρίση η κυριαρχία του αμερικανικού ι9μπεριαλισμού, αλλά το σύνολο του ιμπεριαλισμού του κέντρου κάτω από αυτήν την κυριαρχία.
Εξ αυτού συνάγεται, ότι απέναντι σ΄αυτήν την κρίση δεν υπάρχει λύση – και οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις το γνωρίζουν αυτό καλά – η οποία θα συνίστατο στην αμφισβήτηση από την πλευρά τους της κυριαρχίας του αμερικανικού κεφαλαίου. Για αυτές περισσότερο τίθεται το ζήτημα να διατηρήσουν – οι ξαφνικές στροφές της πολιτικής της ΕΟΚ το δείχνουν αυτό ξεκάθαρα – τον ιμπεριαλισμό κάτω από αυτήν την κυριαρχία, η οποία είναι από αυτές αναγνωρισμένη, ακόμη και με τον κίνδυνο να πρέπει να υποχρεωθούν να προβούν σε δευτερεύουσες αναδομήσεις, οι οποίες άπτονται του συνολικού συστήματος. Την πίττα την μοιράζονται βέβαια αργότερα. Αυτό μας οδηγεί στην δεύτερη διαπίστωση. Ο δρόμος που θα πάρει αυτή η κρίση - αφού υπάρχον κρίσεις οι οποίες και διαρκούν πολύ - εξρτάται από τους αγώνες των λαϊκών μαζών. Στην σύγχρονη φάση του ιμπεριαλισμού και στις σημερινές οικονομίες ο αγώνας των ευρωπαϊκών λαϊκών μαζών διαδραματίζει έναν εντελώς αποφασιστικό ρόλο.
Συνεπώς, ερχόμαστε στο ζήτημα των επαναστατικών δυνατοτήτων και στρατηγικών σε μια ευρωπαϊκή χώρα στην σύγχρονη φάση της διεθνοποίησης. Εδώ το βασικό ζήτημα δεν είναι εκείνο των δυνατοτήτων ή μη μιας επαναστατικής διαδικασίας σε μια ευρωπαϊκή χώρα (το περίφημο ζήτημα της μιας χώρας), επειδή οι διάφορες μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού διακρίνονται πάντα μέσω της άνισης ανάπτυξης και της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης κατάστασης. Το ουσιαστικό πρόβλημα αφορά απλά στις μορφές της διαδικασίας σε αυτούς τους κοινωνικούς σχηματισμούς. Από τις αναλύσεις μας προκύπτει ότι δεν μπορεί να υπάρξει οποιοδήποτε στάδιο της "εθνικής απελευθέρωσης" ή της "νέας δημοκρατίας", το οποίο πραγματώνεται από συγκεκριμένες συμμαχίες με μια "εθνική αστική τάξη" ενάντια στο "ξένο" ιμπεριαλισμό και "τους πράκτορές του". Και αυτό όχι, επειδή δεν πρόκειται για τους εξαρτώμενους κοινωνικούς σχηματισμούς αλλά ακριβώς το αντίθετο. Επειδή στην τρέχουσα φάση της διεθνοποίησης, η αποσύνθεση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας γίνεται πάρα πολύ δύσκολη, και για να ξεκινήσεις αυτή η διαδικασία, χρειάζονται ριζοσπαστικά σοσιαλιστικά μέτρα, τα οποία είναι τα μοναδικά μέσα του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Τα μέσα τα οποία διαθέτει ο κυρίαρχος ιμπεριαλισμός είναι σημαντικά. Για να σημειώσουμε ένα γνωστό παράδειγμα: Είναι γνωστό, πως οι νομισματικές διακυμάνσεις και η κερδοσκοπία των κεφαλαίων τα τελευταία χρόνια οφείλονται κυρίως στις δυνατότητες των μετοχών των πολυεθνικών επιχειρήσεων, απέναντι στις οποίες τα κλασσικά μέσα της συναλλαγματικής επιτήρησης φαίνονται λίγο γελοία. Αλλά ακόμα, από τις αναλύσεις μας προκύπτει, ότι στο σύγχρονο πλαίσιο της κυριαρχίας του αμερικανικού κεφαλαίου η απλή ιμπεριαλιστική εξάρτηση μπορεί να σπάσει μόνον αν στοχεύσει κανείς κατευθείαν στην ίδια την παραγωγική διαδικασία καθώς επίσης και στις μορφές του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας στην εργασιακή διαδικασία. Αναφορικά με τους κρατικούς μηχανισμούς έγινε σαφές ότι, πρόκειται – κοντολογίς – για την απόκρουση της κατάληψης της εξουσίας από τον κυριαρχούμενο ιμπεριαλισμό (με την μορφή εσωτερικοποιημένων μεταβολών των ίδιων των εθνικών κρατών). Περισσότερο από ποτέ - και αυτό είναι ο στοιχειώδης αντιιμπεριαλιστικός κανόνας – αυτό είναι αδύνατον χωρίς να συντριβούν αυτοί οι κρατικοί μηχανισμοί. (27)
Μετάφραση - επιμέλεια: Ι. Μότσης
Σημειώσεις :
1)Baran/Sweezy, "Monopolkapital", Frankfurt "1967 καθώς και τα πολυάριθμα άρθρα του Sweezy στο • "Monrhly Review"; Magdoff, "Das Zeitalter des Imperialismus", Frankfurt 7970; M. Nicolaus, "Der universale Widerspruch", στο: Mandel/ Nicolaus, "Kontroverse über die Möglichkeit einer Revolution in den USA", Berlin 1970 (IMD 9); P.Jalee, "Die Ausbeutung der Dritten Welt", Frankfurt 1968 und "Das neueste Stadium des Imperialismus", München 1971
2)R. Murray, "Internationalization of Capital and the Nation-State", στο: "New Left Review", Nr. 67, 1971
3)Mandel, "Die EWG und die Konkurrenz Europa-Amerika (Anti-Servan-Schreiber)" , Frankfurt 1968; M. Kidron, "Western capitalism since the war"; B.Warren "How international is capital?" στο: "New Left Review", Nr.68, 1971; B.Rowthorn, "Imperialism in the seventies: Unity or rivalry", ebenda, Nr.69, 1971; J.Valier, "Imperialisme et revolution permanente", in: "Critique de l’ Economie politique" Nr.4, 1971
4)Συλλογή συγγραφέων του Κ.Κ.Γ. "Der staatsmonopolistische Kapitalismus", Frankfurt 1972; Ph. Herzog, "Politique economique et planification", καθώς και το άρθρο του "Nouveaux developpements de I'internationalisation du capital", στο: "Economie et Politique", Nr.198, 1971; J.-P.Delllez, "Les monopoles", Paris 1970, καθώς και το άρθρο του "Internationalisation", in: "Economie et Politique", Nr.2l2, 1972
5) Bettelheim "Remarques theoriques" zu A.Emmanuel, L'echange inegal", Paris 1971
6) M. Castells,"La question urbaine", S.72 ff
7) μεταξύ άλλων S.Amin, "L'accumulation ä l'echelle mondiale", Paris 1971 . εκτος αυτού οι διάφορες εργασίες των E.Faletto, Th. dos Santos, A. Quijanao, E. Torres Rivas, F.Weffort etc. ίδε κυρίως: F. H.Cardoso, "Notes sur l'etat actuel des etudes de la dependance", August 1972 (καθώς και οι βιογραφικές παρατηρήσεις στο : "Imperialismus und strukturelle Gewalt". Hrsg. v.D.Senghaas, Frankfurt 1972, v.a. S.390-399),
8)J. Dunning, "Capital movements in the Twentieth Century", in:"International Investment", London 1972; G.V. Bertin, "L' investissement international", S.26ff; "Les investissements directs des Etats-Unis dans le monde", στο :"La documen-tation franpaise", S 7f.
9)Dunning, στο: The multinational enterprise, 1971
10) B.Balassa, στο: La politique industrielle de I' Europe integree, hrsg. von M.Bye, 1968
11) La documentation franpaise, Balassa,.
12) St.Hymer, The Efficiency (Contradictions) of Multinational Corporations. στο: 'American Economic Review;' 2, 1970, σελ.. 447-448.
13) J. Dunning, "The Role of American Investment in the British Economy. " 1969.
14)S.Amin σελ..85 ,καθώς επίσης Magdoff.
15)F.Braun, στο: La politique industrielle .
16)Ιδε Bettelheim, "Ökonomischer Kalkül und Eigentumsformen", Berlin 1970
17)Αυτό είναι το συμπέρασμα εργασίας στο Harvard, του R. Vernon, «International Investment and international trade in the product-cycle», στο: Rosenberg (ed.), "The economics of technologlcal change"'. 7971.
18)Dunning, in: "The Multinational Enterprise", σελ.. 19 und 297
19) Βλέπε επίσης: Ch. Pailloix, "Le proces d' internationalisation", vervielfältigtes Papier 1972, 1.κεφάλαιο, καθώς και τις πολυάριθμες έρευνες του I.R.E.P.
20) E.Jancovici, "Informatique et capitalisme", 1972
21) A. Gorz, "Technologie, Techniker und Klassenkampf", στο: "Schule und Fabrik", Berlin 1972 (IMD 30); "Le despotisme d' usine et ses lendemains", στο: "Les Temps Modernes" September/Oktober 1972
22) Mandel, σελ.. 50 και σελ. 52
22a) Mandel, σελ. 54
23)Στην σημείωση 4 αναφερόμενο άρθρο, σελ. 148
24)Βλέπε:"Der staatsmonopolistische Kapitalismus", καθώς και το άρθρο μου :"Zum marxistischen Klassenbegriff", Berlin 1973 (IMD 38)
25)Delilez, a.a.O., S.69
26)Κυρίως ο Herzog, "Politique economique. . . ", σελ..35, 65, 139
27)Zu den Problemen des vorliegenden Aufsatzes vgl. auch Otto Kreye (ed), "Multinationale Konzerne, Entwicklungstendenzen im kapitalistischen System", München 1973 (Reihe Hanser Bd. 139) (A.d.R.)