Ο Ελληνισμός της Διασποράς δεν είναι μια ενιαία πολιτισμική οντότητα. Αποτελείται από ένα σύνολο επί μέρους πολιτισμικών οντοτήτων ανά χώρα, οι οποίες προσδιορίζονται τόσο από τις διαφορετικές χωροχρονικές μήτρες, λόγω των διαφορετικών χρόνων και χώρων της πρώτης μετανάστευσης, όσο και από τις προσπολιτισμικές και επιπολιτιισμικές διαδικασίες και πολιτικές των χωρών υποδοχής, οι οποίες και έχουν κυριαρχήσει αν όχι πλήρως στην δεύτερη γενιά, σίγουρα στην τρίτη και τις μετέπειτα γενιές.
Ο Ελλαδικός Ελληνισμός αποτελεί μια ιδιαίτερη πολιτισμική οντότητα και συγκροτεί και μόνον αυτός τον λαό, το υποκειμενικό δηλαδή στοιχείο του κράτους, το οποίο και οργανώνει, ως ανώτατο όργανο του κράτους, την κυριαρχία του, την εξουσία του εντός της ελληνικής επικράτειας, την λαϊκή κυριαρχία ως θεμέλιο του πολιτεύματος. Η λαϊκή κυριαρχία είναι η πρωτογενής εξουσία, η οποία οργανώνεται και ασκείται αυτοδύναμα εντός ή επί μιας καθορισμένης χώρας, της επικράτειας, και ενός συνόλου ανθρώπων που διαβιούν εντός αυτής.
Ο λαός αντιδιαστέλλεται και με την έννοια του γένους. Το γένος είναι μια έννοια προπολιτική. Δεν έχει πολιτικά, αλλά πολιτισμικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Εμπεριέχει και δεν αποκλείει τις κοινωνικές ανισότητες και τις φυλετικές διαφορές.
Η κυριότερη ερμηνευτική δυσκολία προκύπτει αναφορικά με τη νοηματική σχέση μεταξύ λαού και έθνους.
Και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται στο Σύνταγμα και εγείρεται και πάλι το ερώτημα, αν η χρήση τους είναι εναλλακτική ή υπονοεί εννοιολογικές διαφορές.
Το έθνος υποδιαιρείται νοηματικά σε δύο έννοιες: στην πολιτική και την πολιτισμική.
Με την πολιτική έννοια, το έθνος αναφέρεται στη διαχρονική διάσταση μίας συλλογικής οντότητας, που περιλαμβάνει όχι μόνο τον ενεστώτα λαό, αλλά και τις μέλλουσες ή παρελθούσες γενεές.
Με την πολιτισμική έννοια, το έθνος συνιστά μία φαντασιακή κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με κοινές ιδιότητες, όπως κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, πολιτισμός.
Ο Απόδημος Ελληνισμός αποτελεί τμήμα του Ελληνισμού της Διασποράς και περιλαμβάνει όλους τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι κατοικούν εκτός της ελληνικής επικράτειας. Οι πολίτες αυτοί κατέχουν την ελληνική ιθαγένεια και η συντριπτική τους πλειονότητα κατέχει και την ιθαγένεια της χώρας υποδοχής.
Οποιαδήποτε ελληνική πολιτική για τον Απόδημου Ελληνισμό πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυση των δεσμών του Απόδημου Ελληνισμού και γενικά του Ελληνισμού της Διασποράς με τον Ελλαδικό Ελληνισμό. Είναι καταστροφική η αντίληψη εργαλειοποίησης του Απόδημου Ελληνισμού προς ίδιον κομματικό και μόνον όφελος. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει και η αποτυχία του νόμου 4648/16.12.2019 με τίτλο «Διευκόλυνση άσκησης εκλογικού δικαιώματος εκλογέων που βρίσκονται εκτός ελληνικής επικράτειας», ο οποίος ψηφίστηκε στην Βουλή στις 16 Δεκεμβρίου 2019.
Η έλλειψη της Ολυμπιακής με τις δωρεάν μετακινήσεις στην Ελλάδα των ψηφοφόρων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στην περίοδο των εκλογών οδήγησε την Ν. Δημοκρατία τον Απρίλιο 2009 να καταθέσει σχέδιο νόμου με τίτλο “«Άσκηση του εκλογικού δικαιώματος κατά τις γενικές βουλευτικές εκλογές από τους Έλληνες εκλογείς που διαμένουν στο εξωτερικό». Ο νόμος αυτό απορρίφτηκε από την Βουλή. Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ στην συζήτηση επ’ αυτού του νομοσχεδίου Ε. Βενιζέλος ισχυρίστηκε πως:
“…Φυσικά, με το νομοσχέδιο αυτό έχουμε έναν εκλογέα ο οποίος αλλού είναι γραμμένος, σε άλλα δημοτολόγια, σε άλλη εκλογική περιφέρεια και συγκροτεί άλλο νόμιμο πληθυσμό και αλλού ψηφίζει. Ψηφίζει σε μία εικονική περιφέρεια αποδήμων Ελλήνων, η οποία δεν έχει συσταθεί με βάση απογραφή, δεν έχει νόμιμο πληθυσμό, δεν έχει καθορισμένο αριθμό βουλευτικών εδρών και έχει πολίτες ψηφοφόρους, οι οποίοι έχουν υποστεί τον ευτελισμό του ευνουχισμού τους, του πολιτικού και του εκλογικού, γιατί δεν αναδεικνύουν τους Βουλευτές που αναλογούν στον πληθυσμό τους, αλλά τάχα δήθεν επηρεάζουν τον κεντρικό συσχετισμό, με την πιθανότητα να εκλεγούν μέχρι τρεις Βουλευτές Επικρατείας από κάθε Κόμμα, οι οποίοι, όμως, μπορεί να είναι αυτοί που καταλαμβάνουν τη δέκατη, ενδέκατη και δωδέκατη θέση σε όλα τα Κόμματα, άρα να μην εκλεγεί κανείς”.
…”Απ’ όπου και να το πιάσεις το νομοσχέδιο αυτό, είναι κατάφωρα αντισυνταγματικό, είναι πολιτικά ενοχλητικό, γιατί προσβάλλει την πιο ευαίσθητη κατηγορία του έθνους, που είναι οι απόδημοι Έλληνες, τους εντάσσει εκ του πλαγίου σε έναν παλαιοκομματικό, μικροκομματικό και κατώτερο των περιστάσεων ανταγωνισμό και κυρίως, τους λέει ψέματα, τους δημιουργεί την προσδοκία ότι κάτι θα γίνει, προκειμένου η Κυβέρνηση να έχει το επιχείρημα ότι προσπάθησε να επιβάλει την ψήφο των αποδήμων, αλλά η Αντιπολίτευση αρνήθηκε”.
…”Η Επικράτεια είναι η εκλογική Επικράτεια. Μπορούμε να ξέρουμε πόσοι είναι οι απόδημοι Έλληνες, ποιος είναι ο νόμιμος πληθυσμός, πόσες έδρες τους αντιστοιχούν για να έχουν περιφέρειες συνδυασμούς, υποψηφίους και Βουλευτές δικούς τους, ώστε να έρθουν εδώ υπερήφανοι, με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και όχι ως παράρτημα και παρακολούθημα του κομματικού μηχανισμού ή του κεντρικού πολιτικού συσχετισμού”.
Παρέθεσα τις τότε θέσεις του ΠΑΣΟΚ σχετικά με την διευκόλυνση ψήφου των Ελλήνων εκλογέων του εξωτερικού γιατί αναδεικνύει ένα κυρίαρχο θέμα και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Ένα ερώτημα που έχει και συνταγματική βάση: Την απογραφή των Ελλήνων εκλογέων του εξωτερικού.
Το βασικό πρόβλημα κατάρτισης ενός τέτοιου καταλόγου είναι με ποια κριτήρια μπορεί να διαπιστωθεί πως η πολιτική σχέση ενός εκλογέα του εξωτερικού παραμένει ενεργή και κατά τρόπο που να μην παραβιάζει την λαϊκή κυριαρχία.
Ο νόμος 4648/16.12.2019 με τίτλο «Διευκόλυνση άσκησης εκλογικού δικαιώματος εκλογέων που βρίσκονται εκτός ελληνικής επικράτειας» στηρίχτηκε στην τυπική απλώς πολιτική σχέση των Αποδήμων Ελλήνων, παρ’ ότι το μεγαλύτερο τμήμα του Απόδημου Ελληνισμού αποτελεί ενεργό τμήμα του λαού άλλων επικρατειών, προσβάλλοντας ευθέως την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, της πρωτογενούς δηλ.εξουσίας, η οποία πρέπει να ασκείται εντός ή επί μίας καθορισμένης χώρας, της επικράτειας, και ενός συνόλου ανθρώπων που διαβιούν εντός αυτής. Το χειρότερο δε, προσβάλλει το “αυτοδύναμο” της οργάνωσης της εξουσίας η οποία διέπει τη συμβίωση του συνόλου των ανθρώπων που διαβιούν εντός ορισμένης χώρας. Εισάγει δηλ. μια ιδιόμορφη ετεροδυναμία στον πυρήνα της έννοιας του κράτους και της κρατικής εξουσίας ως υπέρτατης ικανότητας επιβολής ορισμένης θέλησης επί άλλων θελήσεων, κατά τρόπο ακαταγώνιστο. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αποδήμων Ελλήνων έχει τυπική και μόνον πολιτική σχέση με το Ελληνικό κράτος και δεν υφίσταται την επιβολή της κρατικής εξουσίας του ελληνικού κράτους. Με απλά λόγια: Ένα τμήμα του εκλογικού σώματος δεν θα υποστεί τις συνέπειες των επιλογών του.
Η κυβέρνηση της ΝΔ τον Δεκέμβριο του 2019 και κάτω από την πίεση της ψήφισης νόμου από 200 βουλευτές, ως ορίζει το σύνταγμα και με ουσιαστικά εξασφαλισμένη την υποστήριξη από το ΚΙΝΑΛ (22 βουλευτές) και την ΕΛ.ΛΥΣΗ (10 βουλευτές) η πρόταση νόμου εξασφάλιζε την υποστήριξη 190 βουλευτών (μαζί με τις έδρες τις ΝΔ = 158). Χρειάζονταν ακόμη 10 βουλευτές για να καταστεί νόμος του κράτους.
Το ΚΚΕ υποστήριζε την προσμέτρηση των ψήφων των Αποδήμων στο σύνολο των ψήφων της Επικράτειας, αλλά έθετε ταυτόχρονα και περιοριστικούς όρους στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των Αποδήμων εκλογέων, οι οποίοι είχαν άμεση συνάφεια με την ουσιαστική χρήση της πολιτικής σχέσης των Απόδημων εκλογέων με την Ελλάδα και όχι απλά την τυπική πολιτική σχέση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καθώς επίσης και την αυτοπρόσωπη παρουσία του Απόδημου εκλογέα στα εκλογικά κέντρα.
Η κυβέρνηση έχοντας κατά νου πως ο εκλογικός νόμος παρεμβαίνει στην κοινωνία και δημιουργεί ή μεταμορφώνει το πολιτικό πεδίο καθώς η κοινωνική, ιδεολογική ή κομματική ισορροπία δημιουργείται μέσα και από το εκλογικό σύστημα που επιτρέπει ή απαγορεύει σε ιδεολογίες και συμφέροντα μικρών ομάδων να μπουν στη διαβούλευση των εκλογών και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, αλλά κυρίως πως μπορεί να δημιουργεί με τις κατάλληλες διατάξεις τεχνητές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, προσέγγισε κατά την περίοδο της διαβούλευσης τις θέσεις του ΚΚΕ για να εξασφαλίσει και την υποστήριξη των 15 βουλευτών του. Έτσι το τελικό νομοσχέδιο είχε ουσιαστικά την υποστήριξη 205 βουλευτών πριν καν αρχίσει η συζήτηση στη Βουλή επί αυτού του νομοσχεδίου, το οποίο έλαβε και ισχύ νόμου με αριθμό 4648/2019 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταθέσει, πολύ πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου από την κυβέρνηση της ΝΔ, δική του πρόταση νόμου για την ψήφο των Αποδήμων, την οποία είχε επεξεργαστεί κατά την διάρκεια της διακυβέρνησή του και δεν πρόλαβε να την φέρει στην Βουλή ως σχέδιο νόμου για ψήφιση λόγω της παρεμβολής των εθνικών εκλογών. Την πρόταση αυτή παρουσίασε στην ουσιαστική της κατεύθυνση την άνοιξη του 2017 ο πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής για τον Απόδημο Ελληνισμό ως επίσημος προσκεκλημένος από την Ομοσπονδία στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου Αλ. Τριανταφυλλίδης στο Σταθάκειο μέγαρο, με ηχηρή την απουσία των ομογενειακών φορέων.
Η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε το πόρισμα ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής με την συμμετοχή όλων των κομμάτων. Στηρίζονταν στις κατά καιρούς προτροπές και αποφάσεις του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, στην διεθνή πρακτική και στις αποφάσεις ημεδαπών και διεθνών Επιτροπών. Η πρόταση αυτή εκλάμβανε τον Ελληνισμό της Διασποράς ως ενιαία οντότητα και παραχωρούσε σε αυτήν ειδική εκλογική περιφέρεια της Διασποράς με συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών εκ του συνόλου των βουλευτών επικρατείας.
Η κυβέρνηση απέρριψε την συζήτηση για την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ με την αιτιολογία πως η πρόταση αυτή προσβάλλει την ισοτιμία της ψήφου των Αποδήμων εκλογέων σε σχέση με τους εκλογείς εντός της Επικράτειας και από την άλλη ψηφίζει εκλογικό νόμο, ο οποίος αποτελεί την επιτομή της παραβίασης της ισοτιμίας της ψήφου. Όλη η συζήτηση στη Βουλή για την ψήφο των Αποδήμων διεξήχθη στη βάση των προβλεπόμενων ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε τελικά το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την ψήφο των Αποδήμων με την λογική πως είναι καλύτερα να υπάρξει ένας νόμος, που αν και δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες των Αποδήμων Ελλήνων αποτελούσε μια κάποια αρχή.
Η ένθεση της ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΨΗΦΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΚΤΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΣ έχει ως στόχο την κατανόηση των επιπτώσεων στην σύλληψη και την υλοποίηση της μια ή της άλλης άποψης, έχοντας υπ’ όψιν πως οι ομογενείς μας αναγνωρίζουν την Ελλάδα από τα σύμβολά της.
Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια επειδή ακριβώς το έθνος με τη πολιτισμική του έννοια συνιστά μία φαντασιακή κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με κοινές ιδιότητες, όπως κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, πολιτισμός. Και είναι ακριβώς αυτές οι ιδιότητες που συνδέουν ως ένα είδος εθνικού δεσμού (πολιτισμικού δεσμού) τον ομογενειακό Ελληνισμό, γεγονός που σημαίνει πως ο Ελληνισμός της Διασποράς δεν ορίζεται στο πλαίσιο του λαού, αλλά έξω από αυτόν ως πολλαπλές ταυτότητες οντοτήτων με «εθνικούς» μεταξύ τους δεσμούς. Πάνω σε αυτήν ακριβώς την παραδοχή ο ρόλος του ΣΑΕ ήταν, παρά την ανορθολογική και καταχρηστική του εκμετάλλευση από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, να συνδράμει ως ένα είδος συμπόρευσης του λαού και του έθνους, αλλά και ως θεσμοθετημένη γέφυρα μεταξύ των πολλαπλών πολιτισμικών οντοτήτων που απαρτίζουν τον Ελληνισμό της Διασποράς.
Η “Ψήφος των Αποδήμων” και το “Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού” αποτελούν δύο ισχυρά εργαλεία στην υπηρεσία του όλου Ελληνισμού. Όλος ο πλανήτης με την σύγχρονη τεχνολογία έχει γίνει ένα μικρό χωριό. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και του δικαίου θέτει νέους όρους στον αγώνα για την επιβίωση λαών και εθνών, γλωσσών και πολιτισμών. Οι παλιοί κανόνες και μέθοδοι οργάνωσης του εκτός Ελλάδας Ελληνισμού έχουν χάσει την αίγλη και αποτελεσματικότητά τους χωρίς να αντικατασταθούν από νέους τρόπους οργάνωσης βασισμένους όχι στην πολιτική σχέση των Αποδήμων της α΄ γενιάς με την Ελλάδα, αλλά στην πολιτισμική σχέση των ομογενών των επερχόμενων της α΄γενεών με την χώρα μας, την οποία και αναγνωρίζουν μόνον μέσα από τα σύμβολά της κατά κύριο λόγο και λιγότερο από την βιωματική τους εμπειρία.
Οι νέοι τρόποι θα πρέπει να αναζητηθούν με βάση τις διαδικασίες συγκρότητσης της ταυτότητας "στα σύμβολα και συμβολισμούς, που έχει εσωτερικεύσε κάποιος, με βάση τα οποία μπορεί να διαμορφώσει μιαν ωρισμένη αντίληψη και παραδοχή του "ανήκειν" σε μια εθνοτική ομάδα”.
Μπορεί, ακόμα, να γίνει με βάση "υπαρκτές" ή και "υποτιθέμενες" ιδιότητες του "εμείς" και οι "άλλοι". Μπορεί να παραχθεί ακόμα σε αφαιρετικό επίπεδο με αφαιρετικές εξιδανικεύσεις και αναγωγές στο παρελθόν ενός έθνους, παρά με ιδιότητες εξαγόμενες από την σύγχρονη πραγματικότητα. (Β. Τσαπαλιάρης: Μορφές Ελληνικότητας στην Ελληνιή Διασπορά)
Οι ομογενείς μας των πέντε ηπείρων έχουν την ευκαιρία να παρέμβουν στην διαδικασία ανάδειξης του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού υπερβαίνοντας την δυστροπία και αναποτελεσματικότητα, την ακαμψία και φυλλοβολή των υφιστάμενων οργανωτικών ομογενειακών δομών και των εξουσιαστικών εκκλησιαστικών δομών και να ανιχνεύσουν νέους δημοκρατικούς θεσμούς όχι μόνον για την εκπροσώπησή όλων των ομογενών στο Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, αλλά και για την επιβίωσή μας ως λαού και ως έθνους.
Η ψήφος των Αποδήμων μπορεί και πρέπει να ξεφύγει από την κομματική εργαλειοποίηση και να αποτελέσει έναν βασικό θεσμό συνεργασίας του Απόδημου Ελληνισμού με τον Ελλαδικό Ελληνισμό, αρκεί το σχετικό νομοθέτημα να στηρίζεται στην παραδοχή πως η Ελλάδα οφείλει να έχει γέφυρες επικοινωνίας και συνεννόησης με τον Ελληνισμό της Διασποράς χωρίς αυτή η παραδοχή να τραυματίζει την λαϊκή κυριαρχία, διατηρώντας δηλ. στον μέγιστο δυνατό βαθμό το «αυτοδύναμο» της οργάνωσης της κρατικής εξουσίας στην ελληνική επικράτεια και εκλαμβάνοντας το σύνολο των Αποδήμων Ελλήνων των εχόντων κατά τον νόμον δικαίωμα ψήφου ως ενιαία οντότητα παραχωρώντας σε αυτήν ειδική εκλογική περιφέρεια με συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών εκ του συνόλου των βουλευτών επικρατείας σε ενιαίο μη κομματικό ψηφοδέλτιο.
Ι.Μότσης