Είναι δεδομένο, όπως είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα, πως σημαντικός αριθμός μαρξιστών φαίνεται να συγκλίνει στην ιδέα ότι στη ρίζα της σημερινής κρίσης βρίσκεται ένα πρόβλημα κερδοφορίας, που έκανε την εμφάνισή του με εμφατικό τρόπο στη δεκαετία του ’70.[1] Η αδυναμία επίλυσης των προβλημάτων της καπιταλιστικής συσσώρευσης έκτοτε έχει διαμορφώσει μια κατάσταση, η οποία ίσως αποδειχτεί οριακή για την ίδια την επιβίωση του συστήματος. Περιγράφοντας χαρακτηριστικά τις συνθήκες υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο Ντέηβιντ Χάρβεϋ (David Harvey)[2] υποστηρίζει πως το κεφάλαιο στη διάρκεια του 2010 έχει ανάγκη εξεύρεσης επικερδών επενδυτικών ευκαιριών τέσσερις φορές μεγαλύτερες από ό,τι στη δεκαετία του ’70 και δέκα φορές από ό,τι το ’50, ενώ το 2030 θα είναι υπερδιπλασιασμένες σε σχέση με σήμερα.
Βλαντιμίρ Μπουρλιούκ, «Ασθενικό φεγγάρι», 1913
Μια ιδιότυπη καπιταλιστική κρίση;
Δεν θα πρέπει να δημιουργηθεί ωστόσο η εντύπωση πως υπάρχει γενική συμφωνία επ’ αυτού. Αντίθετα, στη διάρκεια της συζήτησης έχουν αναπτυχθεί και πολύ απορριπτικές, ως προς αυτό το σχήμα, απόψεις. Χαρακτηριστικά, ο Mισέλ Υσσόν (Michel Husson) αρνείται πως στη βάση της σημερινής κρίσης βρίσκεται το πρόβλημα των μειωμένων ποσοστών κέρδους, στο μέτρο που, ήδη στη δεκαετία του ’90, αυτό είχε επιλυθεί και ο καπιταλισμός είχε αποκαταστήσει υψηλά επίπεδα κερδοφορίας.[3] Σε ένα πολύ πρόσφατο κείμενό του, μάλιστα, επιτίθεται μετωπικά στις απόψεις που αναζητούν στη μειωμένη κερδοφορία της ρίζα της σημερινής κρίσης, γράφοντας πως «η κρίση έχει δώσει έδαφος τους τελευταίους μήνες σε μια σειρά από ερμηνείες που χαρακτηρίζονται από έναν αντιπαραγωγικό και δυσάρεστο δογματισμό… Αυτό που έχουν από κοινού είναι οι αναφορές στην ορθόδοξη ερμηνεία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους… [ενώ, αντίθετα] είναι δεδομένη μια πολύ καθαρή τάση αύξησης του ποσοστού κέρδους στις κυριότερες καπιταλιστικές χώρες».[4] Σύμφωνα με τον ίδιο, η άγρια ένταση της εκμετάλλευσης που σήμανε η νεοφιλελεύθερη επίθεση υπήρξε, από αυτήν άποψη, απολύτως επιτυχημένη. Τα στοιχεία που παραθέτει δείχνουν πως η αποκατάσταση της κερδοφορίας στηρίχθηκε κατά τα ¾ στην αυξημένη σε ακραίο βαθμό εκμετάλλευση της εργατικής τάξης (Husson, 1999). Η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν στο μέτρο που άνθησε στηριζόμενη σε μια «διαρκή δημιουργία ελεύθερου κεφαλαίου». Η κύρια πηγή του τελευταίου σχετίζεται με μια έντονη τάση αύξησης του μη συσσωρευόμενου κέρδους, «που προέρχεται η ίδια από μια διπλή κίνηση: από τη μια πλευρά, μια γενικευμένη μείωση των μισθών και, από την άλλη, η στασιμότητα, αν όχι η μείωση του ρυθμού συσσώρευσης, παρόλη την αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους» (Husson, 2009). Το σχήμα, λοιπόν, που υποστηρίζει έχει ως βάση την παραδοχή πως στην ρίζα της σημερινής κρίσης βρίσκονται οι εξελίξεις που οδήγησαν στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό της εποχής μας και, συνεπώς, πρόκειται για μια κρίση με ελάχιστες ομοιότητες σε σχέση με αυτές του 1929 και του ’70, αλλά και τις προηγούμενες.
Παρόμοια είναι η άποψη του Φρεντ Μόζλεϋ (Fred Moseley), για τον οποίο «έχει υπάρξει μια ουσιώδης ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους… Τρεις δεκαετίες στάσιμων πραγματικών μισθών και εντεινόμενης εκμετάλλευσης έχουν ουσιαστικά αποκαταστήσει το ποσοστό κέρδους σε βάρος των εργατών… [Έτσι], το κύριο πρόβλημα στην παρούσα κρίση είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέας. [Λέγεται] πως η κρίση δεν οφείλεται στην απληστία των τραπεζιτών… Συμφωνώ, αλλά θα έλεγα πως το πρόβλημα είναι περισσότερο θεμελιώδες –η φύση του καπιταλιστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είναι συμφυώς κερδοσκοπικό… Ο σημαντικότερος θεωρητικός του καπιταλιστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ο Χάιμαν Μίνσκυ (Hyman Minsky), όχι ο Καρλ Μαρξ. Η παρούσα κρίση είναι περισσότερο μια κρίση α λα Μίνσκυ παρά μια κρίση α λα Μαρξ. Δεν λέω πως πρέπει να πετάξουμε το Μαρξ (προφανώς), αλλά, μάλλον πως πρέπει να συμπληρώσουμε τον Μαρξ με τον Μίνσκυ…»[5]. Σε παλιότερα κείμενά του ο Μόζλεϋ αποδέχονταν την άποψη πως ο καπιταλισμός δεν είχε καταφέρει να αποκαταστήσει παρά μόνο πολύ μερικά την κερδοφορία παραμένοντας σε πολύ μεγάλη απόσταση από το επίπεδο της «χρυσής» μεταπολεμικής εποχής. Η διαφοροποίησή του συνίστατο στην ερμηνεία αυτής της μειωμένης κερδοφορίας και της επακόλουθης «στασιμότητας» του συστήματος. Κατά τον ίδιο, στη βάση αυτών των φαινομένων βρίσκονταν η διαρκής τις τελευταίες δεκαετίες αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό της μη-παραγωγικής εργασίας και όχι κάποιος μηχανισμός υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου.[6] Τελευταία, ωστόσο, όπως είδαμε, συντάσσεται με όσους υποστηρίζουν πως η κρίση, μέσα στην οποία περιδινίζεται ο κόσμος εδώ και δυό χρόνια, είναι άλλου τύπου από τις συνήθεις καπιταλιστικές κρίσεις του παρελθόντος.
Απορρύθμιση και αναδιάρθρωση
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως η συγκεκριμένη άποψη ισχυρίζεται εν πολλοίς πως οι νεοφιλελεύθερες απορρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις από τη δεκαετία του ’80 και για ένα τέταρτο του αιώνα είχαν αποκαταστήσει τη λειτουργία του συστήματος επιτυγχάνοντας μια τεράστια αναδιανομή εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου. Η χρηματιστικοποίηση συνεισέφερε καθοριστικά σε αυτήν στο μέτρο που, μεταξύ άλλων, έδωσε στο κεφάλαιο, πολύ μεγαλύτερες ευκαιρίες κίνησης σε παγκόσμιο επίπεδο και, έτσι, πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες επιβολής επί της εργασίας. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, η χρηματιστικοποίηση δεν συνιστά ενίσχυση μιας μερίδας του κεφαλαίου σε βάρος μιας άλλης, αλλά μια κίνηση συνολικού αναπροσανατολισμού του κεφαλαίου[7] στο μέτρο που και το ίδιο το βιομηχανικό κεφάλαιο αντλεί μεγάλο μέρος των κερδών όχι από την κύρια παραγωγική, αλλά από τις χρηματοπιστωτικές του δραστηριότητες –με μια έννοια, η δική μας είναι η περίοδος της ιστορίας στην οποία, για πρώτη φορά, παίρνει σάρκα και οστά η έννοια του Χρηματιστικού κεφαλαίου (Finanzkapital), που είχε εισηγηθεί ήδη από το 1910 ο Ρούντολφ Χίλφερντιγκ.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί, βέβαια, πως όσοι μαρξιστές υποστηρίζουν την άποψη πως η κρίση αυτή, με όλη την ιδιοτυπία της, είναι εν τέλει μια κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου δεν αρνούνται τα φαινόμενα της μεγάλης αύξησης της εκμετάλλευσης και της κολοσιαίας επέκτασης του χρηματοπιστωτικού τομέα στις τελευταίες δεκαετίες. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός πως, γι’ αυτούς, τα συγκεκριμένα φαινόμενα προέκυψαν από την προσπάθεια του κεφαλαίου να υπερβεί τα πολύ μεγάλα προβλήματα κερδοφορίας που αντιμετωπίζει, προσπάθεια η οποία, όπως είχε προβλεφτεί και όπως αποδεικνύει η κρίση, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία στο μέτρο που δεν αντιμετώπιζε την αιτία. Έτσι, η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης απέτρεψε την κατάρρευση των ποσοστών κέρδους, δεν τα αποκατέστησε, όμως, ούτε κατά προσέγγιση, στα επίπεδα της μεταπολεμικής εικοσαετίας, ενώ η χρηματιστικοποίηση δεν είναι λύση στο πρόβλημα της κερδοφορίας, εφόσον η παραγωγή χρηματοπιστωτικού κέρδους εξαρτάται απολύτως από την παραγωγή κέρδους στην πραγματική οικονομία — στην πραγματικότητα το πρώτο αποτελεί τμήμα του δεύτερου.
Ο Χρήστος Λάσκος είναι οικονομολόγος, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ
Σημειώσεις
1. Για μια παρουσίαση στα ελληνικά και σχετικών εμπειρικών στοιχείων βλ. Θ. Μανιάτης, Κρίση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας;, στο Για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2009.
2. Για μια συνοπτική έκθεση της θέσης του: D. Harvey, «Exploring the Logic of Capital, interview with J. Choonara», Socialist Review April 2009
3. M. Husson, «Riding the Long Wave», Historical Materialism 5, 1999. Σχετικά με την παρούσα κρίση βλ. τα κείμενά του στα ελληνικά στο Εντός Εποχής και το Μπλόκο, καθώς και M. Husson, «Toxic Capitalism» στο Socialists and the Capitalist Recession, Resistance Books, 2009.
4. M. Husson, Le dogmatisme n’est pas marxism, http://tinyurl.com/husson-rop, 2009
5. F. Moseley, Some Notes on the Crunch and the Crisis, www. isj.org.uk/?id=463, 2009.
6. F. Moseley, «The Rate of Profit and the Future of Capitalism», Review of Radical Political Economy, December 1997 και F. Moseley, «The Decline of The Rate of Profit in the Postwar US Economy: Due to Increased Competition or Increased Unproductive Labour?», Historical Materialism 4, 1999.
7. Βλ. για την εμπειρική τεκμηρίωση A. Glyn, Capitalism Unleashed, Oxford, 2006. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη διανομή των κερδών κατά τομείς, ο Brenner υπολογίζει πως ο λόγος των κερδών των χρηματοπιστωτικών εταιριών προς αυτά των μη-χρηματοπιστωτικών από 6% στη μεταπολεμική περίοδο έφθασαν στο 26% στην πρώτη δεκαετία του 20ού αι., ενώ ο Martin Wolf (Financial Times, 28.1. 2009) τα ανεβάζει σε 40%.