Off Canvas sidebar is empty

Εθνικές αφηγήσεις

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια προσπάθεια αποδόμησης της εθνικής αφήγησης με τους «συνωστισμούς» στην Σμύρνη και στον Ζάλογγο. Η προσπάθεια αυτή συνίσταται κυρίως στην αμφισβήτηση της ουσίας του γεγονότος. Στην περίπτωση του Ζαλόγγου αμφισβητείται η αυτοθυσία των Σουλιωτισσών και στην περίπτωση της Σμύρνης με παραπλανητικά λογοπαίγνια το ίδιο το αποτέλεσμα... («Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού», Ουϊνστων Τσώρτσιλ, απομνημονεύματα)

Για το "εθνικό"

Η κρατούσα περί έθνους άποψη στηρίζεται κυρίως στις θεωρητικές επεξεργασίες του  Ερικ Χομπσμπάουμ που  υποστηρίζει   πως το έθνος αποτελεί σχετικά σύγχρονο δημιούργημα στον βαθμό που αυτό παίρνει την  μορφή του σύγχρονου εδαφικά προσδιρισμένου κράτους, του «εθνικού κράτους». Αυτή η θέση εδράζεται στην αντίληψη πως το εθνος είναι το νομιμοποιητικό στοιχείο της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους, το οποίο και προσδιορίζεται και ως ο φυσικός του φορέας.

Στην ίδια αντίληψη στηρίζεται και η λενινιστική αντίληψη περί έθνους, θεωρώντας αυτό ως δημιούργημα της αστικής τάξης και στήριγμα της πολιτικής της εξουσίας. Η λενινιστική αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και των εθνών ουσιαστικά υπάρχει και λειτουργεί μόνον όταν αυτή υποτάσσεται στα συμφέροντα της παγκόσμιας επανάστασης. Ο Στάλιν διαφοροποιείται από τον Λένιν θεωρώντας το έθνος ως μια αυθύπαρκτη ουσία, γεγονός που του επιτρέπει να ιδιοποιείται το δικαίωμα να αποφασίζει αυτός ποιός αποτελεί έθνος και ποιός όχι ή ακόμη χειρότερα ποια εθνότητα είναι ακίνδυνη και ποια επικίνδυνη για την εξουσία της εργατικής τάξης δηλ. της κομματικής νομενκλατούρας.

Στους κλασσικούς του μαρξισμού διακρίνει κανείς καθαρά την παραδοχή της υπεριστορικής αναλλοιότητας του έθνους, αφού αυτό – το έθνος – εξακολουθεί να υπάρχει και στην αταξική, την κομμουνιστική κοινωνία.

Οι αυστρομαρξιστές (Bauer, Rennerκλπ.) προωθούν την αντίληψη πως ένα και το ίδιο καπιταλιστικό κράτος μπορεί να περιλαμβάνει στους κόλπους του πολλά έθνη.

 Ο Ν Πουλατζάς θεωρεί τα έθνη ως διαφοροποημένους, διαχωρισμένους και διακριτούς χώρους, η διαχρονική εξέλιξη  των οποίων στηρίζεται στις διαφορές των χωροχρονικών μητρών που βρίσκονται στην βάση τους. Ο καπιταλιστικός χώρος και χρόνος δεν είναι καθόλου οι ίδιοι με εκείνους του παρελθόντος. Αυτό συνεπάγεται σημαντικές μεταβολές, οι οποίες προδιαγράφουν μια νέα οργάνωση της γλώσσας και μια νέα σχέση του κράτους με το έδαφος και την ιστορικότητα.  Η μαρξιστική έρευνα θεώρησε πως αυτές οι μεταβολές αφορούν βασικά σε παραστάσεις, σε νοοτροπίες δηλ. στον τρόπο που οι κοινωνίες ή οι τάξεις φαντάζονται τον χώρο και τον χρόνο. Οι μεταβολές όμως των χωροχρονικών μητρών είναι το πραγματικό υπόστρωμα των παραστάσεων και αφορούν στην υλικότητα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, της διάρθρωσης του κράτους, των πρακτικών και των τεχνικών της καπιταλιστικής οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας.

Το καπιταλιστικό κράτος έχει την ιδιοτυπία να ιδιοποιείται τον κοινωνικό χρόνο και χώρο, να επεμβαίνει στην εγκατάσταση αυτών των μητρών μια και τείνει να μονοπωλήσει τις μεθόδους οργάνωσης του χώρου και του χρόνου που καθιερώνονται απ’ αυτό, ως δίκτυα κυριαρχίας και εξουσίας. Το σύγχρονο έθνος εμφανίζεται έτσι ως προϊόν του κράτους: τα συστατικά στοιχεία του έθνους ( η οικονομική ενότητα, το έδαφος, η παράδοση) τροποποιούνται από την άμεση δράση του κράτους μέσα στην υλική οργάνωση του χώρου και του χρόνου. Το σύγχρονο έθνος τείνει να συμπέσει με το κράτος, με την έννοια ότι το κράτος ενσωματώνει στις δομές του το έθνος και το έθνος μορφοποιείται μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς: γίνεται το αγκυροβόλιο της εξουσίας του στην κοινωνία, χαράζει το περίγραμμά της. Το καπιταλιστικό κράτος λειτουργεί ως έθνος.

 Επέμεινα λίγο στον Ν. Πουλατζά επειδή θεωρώ πως οι αναλύσεις του αυτές μπορούν να εξηγήσουν το μοναδικό στην ιστορία ελληνικό παράδειγμα συγκρότησης του κοινωνικού γεγονότος σε ανθρωποκεντρικές βάσεις και να μας βοηθήσει στην  κατανόηση της έννοιας «εθνική ταυτότητα», να ορίσουμε τα στοιχεία της, τις συνέχειες ή ασυνέχειές της και το πολιτικό της πρόταγμα.

 Υπάρχουν τρεις βασικά απόψεις σχετικά με την εμφάνιση και πορεία του «ελληνικού έθνους»

 Η πρώτη, η αποκαλούμενη και νεωτερική,  ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε έθνος πριν από την γένεση του ελληνικού κράτους. Πριν από αυτό υπήρχαν ελληνόφωνοι και μόνο πληθυσμοί. Η άποψη αυτή είναι σήμερα και η κυρίαρχη και στηρίζεται στις θεωρητικές επεξεργασίες  του Hobsbaum.

Στην άποψη αυτή αντιπαρατίθεται μια άλλη σχολή σκέψης, η οποία ανάγει την  γένεση του ελληνικού έθνους μεταξύ 10ου και 13ου αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή οικοδομείται μια νέα θρησκεία σε ανθρωποκεντρικό κατά την ελληνική αντίληψη περιβάλλον. Κρίνεται και η αντιπαράθεση της ελληνικής αντίληψης κόντρα στην δεσποτική αντίληψη της Ορθοδοξίας  και ειδικά  μετά την άλωση της Πόλης το 1204.

Η τρίτη άποψη ανάγει την γένεση του ελληνικού έθνους στην αρχαία Ελλάδα και η ύπαρξή του μέχρι σήμερα είναι αδιάλειπτη (Παπαρηγόπουλος).

 Ο ιστορικός Ν. Σβορώνος και ο βρεττανός Στήβεν Ράνσιμαν έχουν καταστήσει διάτρητη την αντίληψη πως  δεν υπήρχε ελληνικό έθνος πριν από την γένεση του ελληνικού κράτους. Και οι δύο υποστήριξαν την ελληνικότητα του Βυζαντίου (τουλάχιστον από το 10ο αιώνα και μετέπειτα). Και οι δύο απέδειξαν την ιστορικότητα του Ελληνισμού μέσα απο την ιστορική συνέχεια της Ελληνικής γλώσσας. Και οι δύο (ιδιαίτερα ο Σβορώνος) θεώρησαν τους νεοέλληνες «συντελεσμένο» έθνος ήδη πρίν από την επανάσταση του 1821. 

«Η αμεσότερη επαφή με την αρχαία ελληνική δημιουργία που παρατηρείται τον 10ο και τον 11ο αιώνα, ύστερα από την "αναγέννηση" του 9ου αιώνα, αποτέλεσμα της πνευματικής αναταραχής που προκάλεσε η εικονομα­χία, αρχίζει βέβαια να ξανασυνδέει στη συνείδηση μερι­κών από τους σημαντικότερους αντιπροσώπους της κί­νησης αυτής το πολιτιστικό παρόν με την ελληνική πα­ράδοση. Η έννοια Έλλην-ελληνικός, χωρίς να πάψει να σημαίνει κυρίως τον ειδωλολάτρη, αρχίζει να ξαναποχτά για μερικούς το πολιτιστικό της περιεχόμενο. Ήδη στον Φώτιο, καθαρότερα στους ανθρωπιστές του 11ου αιώνα με κύριο εκπρόσωπο τον Ψελλό, διακρίνουμε καθαρά μια σταθερή προσπάθεια αποκατάστασης της καταδι­κασμένης ως τα τότε ελληνικής παιδείας και γενικότερα της ελληνικής σκέψης, με την προβολή των στοιχείων εκείνων που όχι μόνο δεν αντίκεινται στη χριστιανική πί­στη αλλά κατά κάποιον τρόπο την προετοίμαζαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο λόγιος μητροπολίτης Ιωάννης Μαυρόπους, δάσκαλος του Ψελλού, προσεύχεται στον Χρι­στό για τη σωτηρία της ψυχής του Πλάτωνα και του Πλουτάρχου, γιατί με τη ζωή τους και τη σκέψη τους ήταν κοντά στον νόμο που κήρυξε ο Χριστός. Η αποκα­τάσταση όμως αυτή της ελληνικής παιδείας, που ξεχωρίζεται από την ελληνική θρησκεία, δεν μπορεί ακόμα να επιβληθεί γενικά. Η ελληνική παράδοση δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμα ως προγονική κληρονομιά. Εξακολου­θεί να προκαλεί την αντίδραση της μεγάλης μερίδας των βυζαντινών λογίων και κυρίως του ορθόδοξου κλήρου, που υποστηρίζεται από το επίσημο κράτος. Οι περισσό­τεροι από τους αντιπροσώπους της αναγεννητικής αυ­τής κίνησης, ο Λέων ο Μαθηματικός(9ος αι.), ο Φώτιος (9ος-10ος αι.), ο Ψελλός (11ος αι.) και άλλοι κατηγο­ρούνται ως ελληνίζοντες και μάγοι και υποχρεώνονται να απολογηθούν και να τονίσουν όχι μόνο την απόσταση που χωρίζει τη χριστιανική πίστη από την ελληνική σκέ­ψη, αλλά και την ανωτερότητα του δικού τους βυζαντι­νού χριστιανικού πολιτισμού, που στηρίζεται στην αλή­θεια, εν σχέσει με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που, παρά τη θαυμαστή του λαμπρότητα της έκφρασης, εκήρυττε ψεύτικα ιδεώδη.

Το επίσημο λοιπόν αυτό πολιτιστικό ρεύμα, που κα­τευθύνεται από τους αυλικούς και γενικότερα από τους ανώτερους κοινωνικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης και μερικών άλλων μεγάλων κέντρων της Αυτοκρατορίας και απευθύνεται σε έναν περιορισμένο κύκλο γαιοκτημόνων-αξιωματούχων της Αυτοκρατορίας και της εκκλη­σίας, με ποικίλη εθνολογική προέλευση, εκφράζει κατά πρώτο λόγο, με το περιεχόμενο του, τον οικουμενικό και χριστιανικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας.

Συνοψίζοντας σε ένα γενικότατο διάγραμμα την ως εδώ εξέλιξη του Ελληνισμού διακρίνουμε στην εξέλιξη τούτη δύο κύριες κατευθύνσεις. Πρώτα-πρώτα μια στα­θερή πορεία προς την ενότητα: συγχώνευση των διαφό­ρων ελληνικών φύλων με τα αυτόχθονα στοιχεία της κυ­ρίως Ελλάδας και των νησιών της, είσοδος στο πανελλή­νιο τούτο σύνολο νέων βορειοτέρων λαών περισσότερο ή λιγότερο συγγενικών, στενότερος σύνδεσμος των διαφό­ρων ελληνικών ομάδων που βρίσκονται ήδη από την αρ­χαιότητα διασκορπισμένες στα διάφορα σημεία της Ανατολής. Η πορεία προς την ενότητα δεν διακόπτεται με την εξάπλωση του Ελληνισμού σε όλο και μεγαλύτε­ρους χώρους, γιατί συνοδεύεται με τον εξελληνισμό ενός μεγάλου μέρους των ξένων εθνολογικά λαών, που ανάμεσά τους εγκαταστάθηκε ο Ελληνισμός, και με μια όλο και πιο βαθειά πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ενό­τητα. Η πορεία τούτη οδήγησε στη δημιουργία ενός ενι­αίου ελληνικού λαού, μιας ελληνικής εθνότητας, με συν­είδηση της ιστορικής του συνέχειας.

Έπειτα από την εμφάνιση μιας οικουμενικής τάσης, που αρχίζει να εμφανίζεται από την ελληνιστική εποχή, αναπτύσσεται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και κυριαρχεί με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η ιδέα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο Χριστιανισμός που συνδέουν τώ­ρα τον Ελληνισμό με τους άλλους λαούς που συγκρο­τούν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, προκαλούν ένα σοβα­ρό ρήγμα στη συνείδηση της ιστορικής του συνέχειας, ρήγμα που φαίνεται καθαρότερα στον επίσημο πολιτισμό της Αυτοκρατορίας, που, παρ' όλο το ελληνικό του υπόστρωμα, θέλει να εκφράσει την οικουμενικότητα της Αυτοκρατορίας, και που το πολιτιστικό χάσμα που τη χαρακτηρίζει, τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από τις λαϊκές του ρίζες. Η αυτοκρατορική και χριστια­νική αυτή οικουμενικότητα αναστέλλει για κάμποσους αιώνες την ανάπτυξη στον λαό αυτό, ή στην εθνότητα αυτή, μιας εθνικής συνείδησης και τη μεταβολή της σε τελειωμένο έθνος, δεν είχε όμως διασπάσει την ενότητα του ως λαού, ως εθνότητας.

Πράγματι, η εθνολογική διάκριση ανάμεσα στους διαφόρους λαούς-εθνότητες της Αυτοκρατορίας, έστω και λόγω των γλωσσικών τους διαφορών, που για τους συγχρόνους ήταν δείγμα περισσότερο ή λιγότερο εθνο­λογικών διαφορών, δεν είχε πάψει να υφίσταται. Τα πα­ραδείγματα αφθονούν. Απλή ανάγνωση των Βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων - το παράδειγμα του περί θεμάτων του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννη­του είναι αρ­κετό - δείχνει τις εθνολογικές αυτές διακρίσεις. Οι Έλληνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δίπλα στο κοι­νό όνομα Ρωμαίος (Ρωμιός), που δίνεται σε όλους του υπηκόους της Αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από εθνολο­γική προέλευση, χρησιμοποιούν ήδη από τον 6ο αιώνα τον όρο Γραικός, παλαιό όνομα των Ελλήνων, όταν θέ­λουν να δηλώσουν την ελληνική τους εθνότητα και να διακριθούν από τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Αυ­τοκρατορίας. Τον όρο Γραικός τον βρίσκουμε στον ιστορικό Πρίσκο (6ος αι.), που αναφέρει ότι κάποιος που μι­λάει ελληνικά θεωρείται «Γραικός το γένος», στον Προ­κόπιο, που τον χρησιμοποιεί δίπλα στον όρο Έλλην για τους κατοίκους της Ελλάδας, στον Ησύχιο που ερμηνεύει «Γραικός, Έλλην», στον Θεόδωρο Στουδίτη, στον Κων­σταντίνο Πορφυρογέννητο (10ος αι.), στον Κεδρηνό και σε άλλους. Στους μεταγενέστερους ιστορικούς ο όρος απαντά συχνότερα. ’λλωστε ο ίδιος ο όρος Έλλην, αν είχε χάσει την εθνολογική του σημασία για τους λογίους, είναι πολύ πιθανόν ότι διατηρήθηκε, δίπλα στον όρο Ρω­μαίος, στον ελληνικό λαό, όπως φαίνεται από μερικά δη­μοτικά τραγούδια, που, μολονότι δεν είναι αρχαιότερα από τον 15ο αιώνα, μπορούν να απηχούν παλαιότερες καταστάσεις. Ιδιαίτερα ο όρος φαίνεται να διατηρήθηκε στους κατοίκους της Ελλάδας, η οποία κράτησε άλλω­στε το όνομα της ως όνομα γεωγραφικής ενότητας, και στην οποία το όνομα ελλαδικός που δίδεται στους κατοίκους ήδη πριν από τον 6ο αιώνα, υπενθυμίζει την ελ­ληνική τους καταγωγή· ακόμη, σε περιοχές όπως τα δυ­τικά παράλια της Μικράς Ασίας, και κυρίως τα παράλια του Πόντου, όπου η ανάμνηση της ελληνικής καταγωγής των κατοίκων τους έμεινε ζωντανή. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος διακρίνει εθνολογικά τους κατοίκους της Μάνης από τους γείτονες Σλάβους του Ταϋγέτου και ξέρει ότι κατάγονται «εκ των παλαιοτέρων Ρωμαί­ων», και, ακόμη, ότι στην εποχή του «παρά των εντο­πίων Έλληνες προσαγορεύονται», γιατί σε παλαιότερα χρόνια ήταν ειδωλολάτρες «κατά τους παλαιούς Έλλη­νας». Ο ίδιος, μιλώντας για το θέμα Παφλαγονίας και το «έθνος» των Παφλαγόνων, διακρίνει τις παραθαλάσιες πόλεις (Σινώπη Αμάσεια, Τήιον και Αμινσός), για τις οποίες γράφει: «Ελληνίδες εισί πόλεις και Ελλήνων άποικοι». Το θέμα Χαλδαίας και η Τραπεζούς «Ελλή­νων εισί άποικίαι». Ας προστεθεί, ακόμα, ότι η γλώσσα που μιλούν οι Έλληνες της Αυτοκρατορίας δεν έπαψε να ονομάζεται ελληνική.

Η χρήση αυτή του όρου Έλλην με την εθνολογική του σημασία και η κάποια ταύτιση του όρου Ρωμαίος με τον όρο Έλλην θα γενικευθούν στους κατοπινούς αιώνες. Από τους ελληνιστικούς λοιπόν χρόνους, και κυρίως από τον 3ο μ.Χ. αιώνα, μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ύστερα στο Βυζάντιο, η εξάπλωση του αρχαίου Ελληνισμού στην Ανατολή και η συνεχής αφομοίωση ξέ­νων στοιχείων, εθνολογικών και πολιτιστικών, καταλήγει στον σχηματισμό μιας νέας ιστορικής σύνθεσης, με διαφορετικές εθνολογικές αναλογίες και διαφορετικό συν­ειδησιακό περιεχόμενο, στον μεσαιωνικό ή βυζαντινό Ελληνισμό. Οι διαφορές αυτές, που τονίζονται άλλωστε από τον ίδιο τον βυζαντινό Ελληνισμό, ως το σημείο που να ξεχωρίσει ο ίδιος τον εαυτό του από τον αρχαίο, να απαρνηθεί το ίδιο του το όνομα και να διακόψει στη συνείδηση του την πολιτιστική του συνέχεια, επιβάλλουν βέβαια την ποιοτική διαφοροποίηση του μεσαιωνικού Ελληνισμού από τον αρχαίο (το επίθετο μεσαιωνικός δεν εκφράζει εδώ μόνο μια χρονολογική, αλλά και κάποια ποιοτική διαφορά). Όμως τα στοιχεία της αδιάκοπης πολιτιστικής και ως ένα σημείο της εθνολογικής συνέχει­ας, που, έστω και λανθάνοντα στη συνείδηση του, υπάρ­χουν και δρουν στην πραγματικότητα (το πιο χειροπια­στό είναι η ελληνική γλώσσα), εμποδίζουν να δούμε στον μεσαιωνικό Ελληνισμό έναν νέο λαό, μια καινούργια εθνότητα, άσχετη, ή με κάποια μόνο μακρινή σχέση με τον αρχαίο Ελληνισμό, αλλά μας κάνουν να βλέπουμε σε αυτόν μια νέα φάση του ίδιου λαού, που με την ενηλικίωση αλλάζει τη φυσιογνωμία του. 0 ίδιος αυτός λαός, η ίδια αυτή εθνότητα, όταν οι νέες συνθήκες θα προκα­λέσουν το προοδευτικό αδυνάτισμα της Αυτοκρατορίας, ως τη διάλυση της, και κατά συνέπεια την υποχώρηση της οικουμενικής χριστιανικής ιδέας, θα αρχίσει να παίρ­νει συνείδηση του εαυτού του και της ιστορικής του συνέχειας, να ξανασυνδέεται με τον αρχαίο Ελληνισμό και, γεφυρώνοντας το πολιτιστικό του χάσμα, να δημιουργεί ξανά έναν πολιτισμό με λαϊκές ρίζες, με έναν λόγο να δημιουργεί Ελληνική εθνική συνείδηση.

Ν. Σβορώνος »

 Στο ανωτέρω κείμενο είναι φανερό πως ο Ν. Σβορώνος στηρίζει την επιχειρηματολογία του στην αντίληψη πως το ελληνικό έθνος αποτελεί  διαφοροποημένο, διαχωρισμένο και διακριτό χώρο, η διαχρονική εξέλιξη  του οποίου στηρίζεται στις διαφορές των χωροχρονικών μητρών που βρίσκονται στην βάση του.

Ο Ν. Σβορώνος εκλαμβάνει ως χρόνο δημιουργίας της Ελληνικής Εθνικής Συνείδησης  τον 10ο και μετέπειτα αιώνες, μια περίοδο κατά την οποία οικοδομείται μια νέα θρησκεία σε ανθρωποκεντρικό κατά την ελληνική αντίληψη περιβάλλον. Το γεγονός όμως πως η ελληνική ανθρωποκεντρική αντίληψη, η ελληνική γλώσσα και παράδοση είχαν επιβιώσει και μάλιστα κυριρχήσει κατά τους προηγούμενους αιώνες, κόντρα στον ανελέητο διωγμό των Ελλήνων από τον 5ο  μέχρι τον 10ο αιώνα   δείχνει πως η ελληνική εθνική συνείδηση ήταν και κατά την περίοδο αυτή ζώσα και ανθιστάμενη στην δεσποτική αντίληψη της Ορθοδοξίας.

 

Πολιτισμός είναι ο ιστορικός άνθρωπος και η κοινωνικότητά του και αυτό ταυτόχρονα σημαίνει πως η πολιτισμική ταυτότητα μιας κοινότητας υπάρχει στην καθημερινή δράση των μελών αυτής της κοινότητας. Οι αποδομήσεις των εθνικών αφηγήσεων συγκλίνουν σε μια προσπάθεια ομογενοποίησης των λαών και των εθνών και κατά τρόπον που να εξυπηρετούν την οικονομική παγκοσμιοποίηση. Αυτό σημαίνει απλά μια πορεία από την σημερινή (την έστω έστω και κουτσουρεμένη) Δημοκρατία στην ολιγαρχία και την δικτατορία του παγκόσμιου κεφαλαίου. Στην πορεία αυτή συμβάλλει τα μέγιστα επίσης και η αλλοίωση της δημοκρατικής λειτουργίας και των θεσμών, η διαφθορά και αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, όπως αυτό εκφράστηκε στην Ελλάδα, ειδικότερα μετά την μεταπολίτευση.

Στην πορεία αυτή η αποδόμηση της ιστορίας και πολιτισμού ενός λαού παίζει κομβικό ρόλο στην απομόνωση του ανθρώπου από την ιστορικότητά του, από την συλλογική του συνείδηση. Η άρνηση του ιστορικού γεγονότος ή η αποδυνάμωση της  κεντρικής του σημασίας αποτελεί παραχάραξη της ιστορίας. Το γεγονός ότι το ιστορικό αυτό γεγονός περιεβλήθη τον θρύλλο αποτελεί ένδειξη σεβασμού, λαϊκού προσκυνήματος  προς τους πρωταγωνιστές του και δεν αλλοιώνει στο ελάχιστο την ιστορική του αλήθεια. Μπορεί οι Σουλιώτισσες πέφτοντας στον Ζάλογγο να μη τραγουδούσαν το «Έχε γεια καϋμένε κόσμε…», σίγουρα, όμως τραγουδούσαν ή μοιρολογούσαν, γεγονός που δεν αλλάζει ούτε στο ελάχιστο την σημασία της αυτοθυσίας τους.

Ο σεβασμός στο ίδιο το γεγονός αποτελεί τμήμα της ιστορικής του αλήθειας, είναι ο τρόπος που βίωσε και βιώνει ένας λαός την δική του ιστορία και ο λαός με τον δικό του τρόπο το λάμπρυνε, το ΄ντυσε με χίλιους ήλιους για να μην μπορεί κανείς να το «αποδομήσει».

 

«..ήταν ακόμα αβέβαιη, όταν εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ΄ ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό, που στη μία πλευρά του ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του. Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που τους φαντάζονται κιόλας να τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη. Οι περισσότερες απ΄ αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η κάθε μια πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό γκρεμό. Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ΄ αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο. Ωστόσο ο κύκλος, ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από κάποιο θαύμα, μία απ΄ αυτές τις γυναίκες δεν σκοτώθηκε πέφτοντας». (Αναφορά Κλ. Φωριέλ - 1823, πηγή Wikipedia)

 

Ι. Μότσης