Αρθρο του Νίκου Πουλαντζά στο περιοδικό "L' homme et la societe" (No 24-25, Απρίλιος - Σεπτέμβριος 1972) με τον τίτλο "Οι κοινωνικές τάξεις".
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τι είναι κοινωνικές τάξεις στην μαρξιστική θεωρία;
Κοινωνικές τάξεις είναι ομάδες κοινωνικών φορέων, τα οποία ορίζονται κύρια αλλά όχι αποκλειστικά από την θέση τους στην παραγωγική διαδικασία, δηλαδή στον οικονομικό τομέα.
Εδώ πρέπει να τονισθούν δύο βασικά σημεία, εκ των οποίων απορρέουν πολυάριθμες πολιτικές συνέπειες.
Η οικονομική θέση των κοινωνικών φορέων παίζει ένα βασικό ρόλο στον ορισμό των κοινωνικών τάξεων.
Για τον μαρξισμό το οικονομικό παίζει πραγματικά τον καθοριστικό ρόλο στον τρόπο παραγωγής και στην διαμόρφωση της κοινωνίας, αλλά εξ ίσου καθοριστικό είναι το πολιτικό και το ιδεολογικό, κοντολογίς το εποικοδόμημα. Κάθε φορά που ο Μαρξ, ο Ενγκελς, ο Λένιν και ο Μάο επιχειρούν πραγματικά μια ανάλυση των κοινωνικών τάξεων, δεν περιορίζονται μόνο στο οικονομικό κριτήριο, αλλά αναφέρονται ρητά σε πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια.
Μπορεί, λοιπόν, να συμπεράνει κανείς, ότι οι κοινωνικές τάξεις ορίζονται από την θέση τους στο σύνολο των τρόπων της κοινωνικής πρακτικής, δηλαδή από την θέση τους στο σύνολο του καταμερισμού εργασίας, ο οποίος περιλαμβάνει τις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις.. Αυτή η θέση συμπίπτει με τον διαρθρωτικό προσδιορισμό των τάξεων, δηλ. με τον πραγματικό προσδιορισμό μέσω της δομής - παραγωγικές σχέσεις, θέσεις πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας / υποταγής - στις πρακτικές των τάξεων ( οι τάξεις υπάρχουν μόνο στην πάλη των τάξεων), πράγμα που παίρνει την μορφή μιας επίδρασης της δομής πάνω στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Τονίζουμε, όμως, ότι αυτός ο ορισμός των τάξεων, οι οποίες υπάρχουν μόνον ως πάλη των τάξεων, πρέπει να διαχωριστεί από την θέση των τάξεων στην οικονομία. Η επιμονή στην σπουδαιότητα των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων στον ορισμό των τάξεων και το γεγονός ότι οι κωνικές τάξεις υπάρχουν μόνο ως πάλη των τάξεων, θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε έναν βουλησιακό τρόπο προσδιορισμού των τάξεων με βάση την θέση των τάξεων. Από αυτό απορρέουν πολύ βασικές πολιτικές συνέπειες για τις οποίες γίνεται λόγος στην διερεύνηση της περίπτωσης των τεχνικών και μηχανικών, όπως και της εργατικής αριστοκρατίας. Το οικονομικό κριτήριο παραμένει αποφασιστικό. Αλλά τι καταλαβαίνει κανείς στην μαρξιστική θεωρία κάτω από τον όρο οικονομικό κριτήριο και τι κάτω από το οικονομικό;
1. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Ας αρχίσουμε απο το τελευταίο.
1.1. Ο «οικονομικός» τομέας ορίζεται μέσω της παραγωγικής διαδικασίας, και η θέση των φορέων, ο διαχωρισμός τους σε κοινωνικές τάξεις, μέσω των παραγωγικών σχέσεων.
Κοντολογίς, στην ενότητα Παραγωγή-Κατανάλωση-καταμερισμός του κοινωνικού προϊόντος η παραγωγή παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει διαχωρισμός των κοινωνικών τάξεων με βάση το ύψος του εισοδήματος, π.χ. σε πλούσιους και φτωχούς, όπως πίστευε κανείς στην προμαρξιστική περίοδο, ή μια σειρά κοινωνιολόγων σήμερα. Η πραγματική διαφοροποίηση στο ύψος του εισοδήματος είναι πρώτα και κύρια μια συνέπεια των παραγωγικών σχέσεων. Τι είναι, λοιπόν, παραγωγική διαδικασία και τι είναι οι σχέσεις παραγωγής που την συγκροτούν;
Στην παραγωγική διαδικασία βρίσκει κανείς πριν απ’ όλα την εργασιακή διαδικασία, η οποία χαρακτηρίζει, γενικά, την σχέση του ανθρώπου με την φύση. Αυτή όμως η εργασιακή διαδικασία παριστάνεται, σε ένα κοινωνικό σχηματισμό, ο οποίος καθορίζεται ιστορικά και συγκροτείται στην ενότητά της, στις παραγωγικές σχέσεις.
Οι παραγωγικές σχέσεις δημιουργούνται σε μια κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις μέσω μιας διπλής σχέσης , η οποία περιλαμβάνει τις σχέσεις του ανθρώπου με την φύση στην υλική παραγωγή. Οι δύο αυτές σχέσεις είναι:
1. Σχέσεις των φορέων της παραγωγής με το αντικείμενο της εργασίας και συνεπώς με τις παραγωγικές δυνάμεις και
2. Σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, ταξικές σχέσεις.
Αμφότερες οι σχέσεις αυτές αναφέρονται:
α. Στην σχέση του μη εργάτη (ιδιοκτήτη) με το αντικείμενο και τα μέσα της εργασίας
β. Στην σχέση του άμεσου παραγωγού ( ή του άμεσου εργάτη) με το αντικείμενο και τα μέσα της εργασίας
Αυτές οι σχέσεις εμπεριέχουν δύο όψεις:
α. την οικονομική ιδιοκτησία: με τον όρο αυτόν αντιλαμβάνεται κανείς τον πραγματικό οικονομικό έλεγχο των μέσων παραγωγής, δηλ. την εξουσία χρησιμοποίησης των μέσων παραγωγής για δεδομένους σκοπούς και την εξουσία διάθεσης των παραγομένων προϊόντων.
β. Την ιδιοκτησία: με τον όρο αυτόν αντιλαμβάνεται κανείς την ικανότητα να θέσει κανείς σε κίνηση τα μέσα παραγωγής.
1.2. Σε κάθε κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις η πρώτη σχέση (ιδιοκτήτες / μέσα παραγωγής) αποκρύπτει πάντα την πρώτη όψη: Είναι οι ιδιοκτήτες, που έχουν τον πραγματικό έλεγχο των μέσων παραγωγής και εκμεταλλεύονται τους άμεσους εργάτες, εξαναγκάζοντάς τους με πολλούς τρόπους σε υπερεργασία.
Αυτή, όμως, η ιδιοκτησία χαρακτηρίζει την πραγματική οικονομική ιδιοκτησία, τον πραγματικό έλεγχο των μέσων παραγωγής και διαχωρίζεται από την νομική ιδιοκτησία, όπως αυτή ορίζεται από το δίκαιο και που ανήκει στο εποικοδόμημα. Σαφώς το δίκαιο ορίζει την οικονομική ιδιοκτησία, αλλά μπορεί οι μορφές της νομικής ιδιοκτησίας να μην συμπίπτουν με την πραγματική οικονομική ιδιοκτησία. Σ’ αυτήν την περίπτωση αυτό είναι καθοριστικό για τον ορισμό των κοινωνικών τάξεων.
Μερικά παραδείγματα:
α. Ο,τι αφορά στον καταμερισμό των τάξεων στην ύπαιθρο, παίρνουμε την περίπτωση των μεγαλοενοικιαστών γης. Αυτοί, κατά τον Λένιν, ανήκουν στην πλούσια αγροτιά, αν και δεν έχουν την τυπική, νομική ιδιοκτησία στην γη, η οποία ανήκει στον εκμισθωτή. Οι μεγαλοενοικιαστές ανήκουν στην πλούσια αγροτιά, όχι με βάση τα υψηλά εισοδήματα, αλλά επειδή έχουν τον πραγματικό έλεγχο της γης και των μέσων παραγωγής, επειδή είναι οι πραγματικοί οικονομικοί ιδιοκτήτες. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα. Δεν μπορεί κανείς στα όρια αυτού του κειμένου να διαπραγματευτεί το ερώτημα του ταξικού διαχωρισμού της αγροτιάς, που δεν είναι κάποια ενιαία τάξη. Τονίζουμε όμως ότι δεν μπορεί να γίνει κανένας διαχωρισμός σε μεγαλοκτηματίες (μεγαλοτσιφλικάδες), πλούσιους, μεσαίους και φτωχούς αγρότες, χωρίς να διαχωρίσουμε αυστηρά την τυπική, νομική ιδιοκτησία από την πραγματική, οικονομική ιδιοκτησία, αφού κάθε τάξη περιλαμβάνει ομάδες διαφορετικών ιδιοκτησιακών και παραγωγικών σχημάτων.
β. Το δεύτερο παράδειγμα, που συζητείται πολύ και που δεν θα ‘πρεπε να αποσιωπηθεί, αφορά στην Σοβιετική Ένωση και τις «σοσιαλιστικές» χώρες. Η τυπική νομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ανήκει στο κράτος, που θεωρείται κράτος «του λαού». Αλλά ο πραγματικός έλεγχος, η οικονομική ιδιοκτησία, σίγουρα δεν ανήκει στους εργάτες, αλλά – εν όψει του παραμερισμού των Σοβιέτ και των εργατικών συμβουλίων – στους «Διευθυντές της Επιχείρησης» και των μελών του μηχανισμού. Μπορεί λοιπόν σωστά να ισχυρίζεται κανείς ότι κάτω από το σχήμα της κολεκτιβιστικής νομικής ιδιοκτησίας κρύβεται ένα νέο σχήμα της «ιδιωτικής» οικονομικής ιδιοκτησίας και θα μπορούσε κανείς να μιλά για μια νέα μπουρζουαζία στην Σοβιετική Ένωση. Η κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης στην πραγματικότητα δεν σημαίνει απλά την κατάργηση της ιδιωτικής νομικής ιδιοκτησίας, αλλά την κατάργηση της πραγματικής οικονομικής ιδιοκτησίας, δηλ. έλεγχος των μέσων παραγωγής κατ’ ευθείαν από τους εργάτες.
Αυτές οι παρατηρήσεις είναι επιπλέον σημαντικές όσον αφορά στην υπόθεση μετάβασης στον Σοσιαλισμό. Αν στέκεται κανείς ακριβώς στις θεωρητικές και πραγματικές βασικές διαφοροποιήσεις μεταξύ της οικονομικής ιδιοκτησίας και της τυπικής νομικής ιδιοκτησίας, βλέπει, ότι η απλή εθνικοποίηση των επιχειρήσεων δεν αποτελεί την «τελική» λύση, όπως για αρκετό καιρό πίστευε κανείς, και αυτό γιατί όχι μόνο επειδή η εθνικοποίηση εξυπηρετεί τα συμφέροντα της μπουρζουαζίας . Στην περίπτωση εναλλαγής της κρατικής εξουσίας οι εθνικοποιήσεις ή οι κρατικοποιήσεις της οικονομίας αλλάζουν μόνο το σχήμα της νομικής ιδιοκτησίας: Τελικά μόνο ο έλεγχος της παραγωγής από τους εργάτες είναι αυτό που ουσιαστικά αλλάζει την οικονομική ιδιοκτησία και μπορεί έτσι αυτό να οδηγήσει στην κατάργηση των τάξεων.
1.3. Ας επανέλθουμε στην δεύτερη σχέση, σ’ αυτήν των άμεσων παραγωγών - των εργατών – με τα μέσα και το αντικείμενο εργασίας, αυτήν που προσδιορίζει την εκμεταλλευόμενη τάξη.
Αυτή η σχέση μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, ανάλογα με τους διάφορους τρόπους παραγωγής.
Στους «προκαπιταλιστικούς» τρόπους παραγωγής οι άμεσοι παραγωγοί – οι εργάτες – δεν διαχωρίζονται πλήρως από το αντικείμενο και τα μέσα εργασίας. Ας πάρουμε την περίπτωση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. Αν και ο φεουδάρχης είχε ταυτόχρονα την νομική και την οικονομική ιδιοκτησία της γης, ο κολίγος είχε δικό του ένα κομμάτι γης , υπό την προστασία του εθιμικού δικαίου, και αυτό το κομμάτι γης δεν μπορούσε έτσι απλά να του το πάρει ο φεουδάρχης. Σ’ αυτή την περίπτωση υπήρχε η εκμετάλλευση μέσω της άμεσης αφαίρεσης υπερεργασίας με την μορφή της αγγαρείας ή του φυσικού φόρου. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική ιδιοκτησία και η ιδιοκτησία (κατοχή) διαφοροποιούνται τόσο, σαν να μην ανήκουν και οι δύο στην ίδια σχέση ιδιοκτήτη / μέσα παραγωγής.
Αντίθετα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής οι άμεσοι παραγωγοί – η εργατική τάξη – απογυμνώνονται τελείως από τα μέσα εργασίας, τα οποία ανήκουν στους καπιταλιστές. Αυτό είναι το φαινόμενο για το οποίο ο Μαρξ μιλά για «γυμνούς εργάτες». Ο εργάτης κατέχει μόνο την εργατική δύναμη, την οποία και πωλεί. Η ίδια η εργασία είναι εμπόρευμα, ό,τι ακριβώς ορίζει η γενικότητα της μορφής των εμπορευμάτων. Η αφαίρεση της υπερεργασίας δεν συμβαίνει με άμεσο τρόπο, αλλά έμμεσα, μέσα από την ενσωματωμένη στο εμπόρευμα εργασία, δηλ. μέσα από την συσσώρευση υπεραξίας.
Απ’ αυτό απορρέουν βασικές συνέπειες
1.3.1. Βλέπει κανείς, λοιπόν, ότι η παραγωγική διαδικασία δεν ορίζεται βάσει των «τεχνολογικών» δεδομένων, αλλά βάσει των σχέσεων των ανθρώπων με τα μέσα εργασίας. Δηλαδή, βάσει της ενότητας της παραγωγικής διαδικασίας και των σχέσεων παραγωγής. Δεν μπορεί , λοιπόν, να μιλά κανείς στις ταξικές κοινωνίες για «παραγωγική» εργασία που είναι ως προς τον εαυτόν της (καθ’ εαυτή) ουδέτερη. «Παραγωγική εργασία» είναι σε κάθε τρόπο παραγωγής, που διαχωρίζεται σε τάξεις, αυτή που αντιστοιχεί στις παραγωγικές σχέσεις αυτού του τρόπου παραγωγής, δηλ. αυτή που οδηγεί σε μια ειδική μορφή της εκμετάλλευσης. Παραγωγή σ’ αυτές τις κοινωνίες σημαίνει ταυτόχρονα και στην ίδια κατεύθυνση, χωρισμός σε τάξεις, εκμετάλλευση και ταξικό αγώνα.
Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, «παραγωγική εργασία» είναι εκείνη, η οποία – πάντα με βάση την αξία χρήσης – παράγει ανταλλακτική αξία, εμπόρευμα, δηλ. υπεραξία. Αυτό προσδιορίζει ακριβώς «οικονομικά» σ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής, την εργατική τάξη: η παραγωγική εργασία παραπέμπει κατ’ ευθείαν στον χωρισμό σε τάξεις στις σχέσεις παραγωγής.
Αυτό λύνει μεν μερικά προβλήματα, αναδεικνύει όμως άλλα.
1.3.2. Δεν προσδιορίζει ο μισθός την εργατική τάξη, αφού ο μισθός είναι μια νομική μορφή καταμερισμού του προϊόντος με βάση το συμβόλαιο αγοροπωλησίας της εργατικής δύναμης. Αν και κάθε εργάτης είναι και ένας μισθωτός, δεν είναι κάθε μισθωτός και ένας εργάτης, διότι κάθε μισθωτός δεν είναι αναγκαστικά παραγωγικός, δηλ. παραγωγός υπεραξίας / εμπορεύματος.
Εδώ ο Μαρξ μας δίνει σαφείς αναλύσεις, π.χ. οι εργάτες στις μεταφορές (τραίνα κλπ.) συμπεριλαμβάνονται στους παραγωγικού εργάτες, ανήκουν δηλ. στην εργατική τάξη, κι αυτό επειδή ένα «εμπόρευμα» υπάρχει σαν τέτοιο από την στιγμή που βρίσκεται στην αγορά, κι αυτό που μετρά στην παραγωγική εργασία είναι το εμπόρευμα / υπεραξία.
Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν συμπεριλαμβάνονται από τον Μαρξ στους παραγωγικούς εργάτες οι μισθωτοί στον τομέα του εμπορίου, τραπεζών, διαφημίσεων και των διαφόρων υπηρεσιών και αυτό διότι:
α. Μερικοί από αυτούς ανήκουν στην σφαίρα της κυκλοφορίας,
β. Οι άλλοι δεν παράγουν υπεραξία, αλλά συμβάλλουν στην πραγματοποίηση της υπεραξίας.
1.4. Αλλά το πρόβλημα γίνεται πιο περίπλοκο, όσον αφορά στους «τεχνικούς» και «μηχανικούς» μέσα κι έξω από την υλική παραγωγή και τις επιχειρήσεις. Μεταξύ άλλων εκείνοι που κανείς – συχνά καταχρηστικά – χαρακτηρίζει σαν «φορείς της επιστήμης».
Είναι μάταιο, σ’ αυτήν την περίπτωση, ν’ αναζητήσουμε μια ικανοποιητική απάντηση στον Μαρξ, αφού ο Μαρξ περιοριζόμενος στο οικονομικό επίπεδο δίνει δύο αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις.
1.4.1. Στο «Θεωρίες για την υπεραξία» και στο «Κριτική της πολιτικής οικονομίας» αναφέρεται στον χαρακτηρισμό «Εργαζόμενοι» (Gesamtarbeiter). Όταν ο Μαρξ λέει, ότι η προοδευτική κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και της παραγωγικής διαδικασίας απ’ την μια μεριά, και η αύξουσα εναλλασσόμενη διείσδυση των εργατών στην παραγωγή των εμπορευμάτων από την άλλη, είναι δεδομένες, θα μπορούσε η επιστήμη να γίνει τμήμα των παραγωγικών δυνάμεων, και οι τεχνικοί, πάνω απ΄ τους εργαζόμενους, να θεωρηθούν σαν τμήμα της εργατικής τάξης, ακόμη κι αν αυτοί θεωρούνται, ενδεχομένως, ως μια εργατική αριστοκρατία, η οποία σύμφωνα με τον Λένιν είναι ένα στρώμα της εργατικής τάξης.
1.4.2 Στο «Κεφάλαιο» ο Μαρξ ισχυρίζεται, ξεκάθαρα, ότι αυτή η κατηγορία φορέων δεν είναι τμήμα της εργατικής τάξης. Η επιστήμη, μας λέει, δεν είναι μια άμεσα παραγωγική δύναμη, μόνον οι εφαρμογές της υπεισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία. Αυτές οι εφαρμογές συνεργούν μόνον στην αύξηση και πραγματοποίηση της υπεραξίας και όχι στην άμεση παραγωγή της. Οι τεχνικοί δεν ανήκουν στην εργατική τάξη. Και αυτό τι σημαίνει; Πως πρέπει κανείς ν’ αρχίσει να θέτει όρια μεταξύ συγκεκριμένων και κατά τεχνικό τρόπο αντιληπτών οικονομικών κατηγοριών.
1.4.2.1 Ένας διαχωρισμός σε «χειρωνακτική / πνευματική» εργασία με βάση έναν τεχνικίστικο τρόπο, και μάλιστα βασικό για τον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας. Εκτός αυτού, στο επίπεδο αυστηρά της παραγωγικής διαδικασίας δεν ισχύει ο διαχωρισμός αυτός για τον χωρισμό σε τάξεις: ο παραγωγικός εργάτης, ο οποίος παράγει υπεραξία, δεν ανάγεται σε καμία περίπτωση αποκλειστικά στους «χειρώνακτες». Το αντίθετο μάλιστα, αυτός ο διαχωρισμός χειρωνακτική / πνευματική εργασία παίρνει όλη του την σημασία αν κανείς θεωρεί ότι αυτός χαρακτηρίζει την ολότητα των θέσεων στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, ο οποίος και προσδιορίζει τις κοινωνικές τάξεις: στην επιχείρηση αυτονομία και διεύθυνση της εργασίας, όπου συνδυάζονται με την πνευματική εργασία και το μυστικό για γνώση, ο διαχωρισμός σε χειρωνακτική - πνευματική εργασία έχει σημασία για τον προσδιορισμό των κοινωνικών τάξεων μόνο στην εξάπλωση πάνω στις θέσεις στις πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις.
1.4.2.2. Η προσπάθεια ενός διαχωρισμού μεταξύ εργαζομένων και παραγωγικών εργατών βρίσκει κανείς στην πρόσφατη έκδοση του γαλλικού Κομμουνιστικού κόμματος «Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός». Αυτή η έκδοση βασίζεται στην πράξη , σε τεχνικά οικονομικά κριτήρια τελικά.
Αυτό το ερώτημα είναι σπουδαίο και αξίζει να ασχοληθεί κανείς με αυτό.
Το βιβλίο (σελ. Α67) προσπαθεί να δώσει μία οικονομική έννοια στον εργαζόμενο ως εκείνων που τεχνικά συμβάλλουν στην παραγωγή υπεραξίας σε αντιδιαστολή με την στενότερη έννοια του «παραγωγικού εργάτη» ως εκείνου που άμεσα παράγει την υπεραξία. Ανακαλύπτει λοιπόν κανείς μία ολόκληρη σειρά ενδιάμεσων κατηγοριών, οι οποίοι αφού δεν θεωρούνται εργάτες, θεωρούνται σαν τμήμα των εργαζομένων δηλαδή σαν σχεδόν εργάτες.
Αυτό είναι μία οικονομική παραμόρφωση η οποία στοχεύει ταυτόχρονα σε έναν συγκεκριμένο πολιτικό στόχο.
Μια οικονομική η παραμόρφωση: στην πράξη κάθε φορά όταν ο Μαρξ χρησιμοποιεί το χαρακτηρισμό εργαζόμενος το κάνει για να τους ταυτίσει με μία διευρυμένη εργατική τάξη. Δεν υπάρχει καθόλου στον Μαρξ ένας διαχωρισμός μεταξύ εργαζομένων και παραγωγικών εργατών. Ο όρος εργαζόμενοι χρησιμοποιείται από τον Μαρξ για να χαρακτηρίσει τον μετασχηματισμό της ίδιας της εργατικής τάξης. Από την άλλη μεριά, όμως, είναι σωστό ότι ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ορίζει τους εργαζόμενους με βάση αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια και αυτό είναι τελικά η αιτία που αυτός ο όρος στον Μαρξ έχει διπλή σημασία
Πραγματικά πρέπει κανείς να ισχυριστεί ότι ο εργαζόμενος δεν είναι τίποτε άλλο από την εργατική τάξη, με την διαφορά ότι αυτός ο όρος συμπεριλαμβάνει ακριβώς ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια στην οριοθέτηση της εργατικής τάξης, κι αυτό είναι η θεμελιώδης του έννοια. Θα επανέλθουμε σε αυτό. Για να υπάρξει διαχωρισμός μεταξύ εργαζομένων και εργατικής τάξης, ενώ αναμιγνύονται στρώματα φορέων και ημιεργατών, σημαίνει απεναντίας, ότι πλησίαζε κανείς ως την σύγχυση, στον μύθο της τάξης των μισθωτών: δηλαδή στην αντίληψη ταύτισης της εξάρτησης του μισθού και της εργατικής τάξης.
Μπορεί κανείς λοιπόν να αναρωτηθεί αν η πολιτική της ιεραρχίας των μισθών και η πολιτική του C.G.T., αναφορικά με τους ανώτερους υπαλλήλους, δεν προκάλεσε εκείνες τις αναλύσεις που αναφέρονται στους εργαζόμενους .
1.5 Αυτή η ερώτηση μας επιτρέπει, λοιπόν, να διεισδύσουμε σ’ ένα βασικό πρόβλημα. Είπαμε ότι παραγωγική διαδικασία συγκροτείται από την ενότητα της εργασιακής διαδικασίας και των παραγωγικών σχέσεων. Τώρα μπορεί κανείς να προσθέσει έναν συμπληρωματικό ισχυρισμό: μέσα σε αυτή την ενότητα δεν είναι η εργασιακή διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογίας και της τεχνικής διαδικασίας, που έχει τον κυρίαρχο ρόλο: είναι οι παραγωγικές σχέσεις που κατέχουν την πρωτοκαθεδρία πάνω από την εργασιακή διαδικασία και τις παραγωγικές δυνάμεις.
Αυτό είναι βασικό στην υπόθεση των κοινωνικών τάξεων. O προσδιορισμός τους εξαρτάται από τις παραγωγικές σχέσεις, οι οποίες μας επαναφέρουν κατευθείαν στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και στο πολιτικό-ιδεολογικό εποικοδόμημα και όχι από τις συντεταγμένες κάποιας «τεχνικής διαδικασίας». Ο τεχνικός καταμερισμός εργασίας κυριαρχείται από τον κοινωνικό καταμερισμό. Στην αναφερθείσα περίπτωση της παραγωγικής εργασίας ισχύει λοιπόν, ότι αυτή δεν ορίζεται από τα στοιχεία εκείνα που παίρνουν μέρος σε μία παραγωγή, με την τεχνική έννοια του όρου, αλλά από εκείνα, τα οποία παράγουν υπεραξία και γίνονται ως τάξη αντικείμενο εκμετάλλευσης κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο, δηλαδή απ αυτούς που βρίσκονται σε μία συγκεκριμένη θέση στο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας.
Με αφετηρία αυτές τις παρατηρήσεις θα μπορούσε να προσπαθήσει κανείς να απαντήσει στο αναφερόμενο πρόβλημα των "τεχνικών και μηχανικών" με τους οποίους και συγγενεύουν οι προϊστάμενοι (επιστάτες κλπ.) της παραγωγής της παραγωγικής διαδικασίας. Μόνο η αναφορά στην "τεχνική διαδικασία" και στον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας δεν αρκεί
ΙΙ. ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Πριν εισέλθει κανείς στα ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια, τα οποία είναι αναγκαία για την οριοθέτηση των κοινωνικών τάξεων, πρέπει να σταθεί στον τρόπο παραγωγής και σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό- μια κοινωνία
2.1 Πραγματικά, βρίσκεται κανείς, όταν αναφέρεται σε έναν τρόπο παραγωγής η μορφή παραγωγής, σε ένα αφηρημένο και γενικό επίπεδο: π.χ. στο δουλοκτητικό, φεουδαρχικό, ή καπιταλιστικό ή άλλο τρόπο παραγωγής. Κανείς απομονώνει, κατά κάποιο τρόπο, στην κοινωνική πραγματικότητα αυτό τον τρόπο και μορφή παραγωγής για να τον διερευνήσει θεωρητικά. Αλλά ,όπως απέδειξε ο Λένιν στο «Η εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ρωσία» μία συγκεκριμένη κοινωνία συγκροτείται σε μία δεδομένη στιγμή ως κοινωνικός σχηματισμός από πολλούς τρόπους και μορφές παραγωγής που συνυπάρχουν με έναν τρόπο συνδετικό. Π.χ. οι καπιταλιστικές κοινωνίες στις αρχές του εικοστού αιώνα συγκροτούνται από στοιχεία του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, από τη μορφή της απλής εμπορευματικής παραγωγής και τη χειρωνακτική εργασία - μεταβατική μορφή από τον φεουδαρχισμό στον καπιταλισμό - και από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στην ανταγωνιστική και μονοπωλιακή του μορφή. Αλλά οι κοινωνίες αυτές ήταν φυσικά καπιταλιστικές κοινωνίες, δηλ. κυριαρχούσε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Κανείς συμπεραίνει ότι σε κάθε κοινωνική ανάπτυξη κυριαρχεί ένας τρόπος παραγωγής, ο οποίος προκαλεί σύνθετες επιδράσεις διάλυσης-συντήρησης σε άλλους τρόπους παραγωγής και ο οποίος προσδίδει στις κοινωνίες αυτές τον δικό του χαρακτήρα (ως καπιταλιστική, φεουδαρχική κλπ.): με την μια και μόνο εξαίρεση της «μεταβατικής κοινωνίας» την οποία χαρακτηρίζει μία ισορροπία των διαφόρων τρόπων παραγωγής
Ας επανέλθουμε στις κοινωνικές τάξεις. Αν σταματά κανείς μόνο στους τρόπους παραγωγής και τους ερευνά κατά ένα καθαρό και αφηρημένο τρόπο, τότε περιέχει κάθε τρόπος παραγωγής δύο τάξεις: την τάξη των εκμεταλλευτών η οποία κυριαρχεί πολιτικά και ιδεολογικά και την τάξη των εκμεταλλευομένων , η οποία εξουσιάζεται πολιτικά και ιδεολογικά: δουλοκτήτες και σκλάβοι (δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής), φεουδάρχες και κολίγοι (φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής), μπουρζουαζία και εργάτες (καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής).
Αλλά μία συγκεκριμένη κοινωνία, ένας κοινωνικός σχηματισμός, περιέχει περισσότερες από δύο τάξεις και μάλιστα κατά το μέτρο όπως αυτός συγκροτείται από περισσότερους τρόπους και μορφές παραγωγής. Στην πράξη δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός σχηματισμός που να περιέχει μόνο δύο τάξεις: είναι ακριβώς έτσι, ότι οι δύο θεμελιώδεις τάξεις κάθε κοινωνικού σχηματισμού είναι αυτές του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής στον κοινωνικό αυτό σχηματισμό.
Στην σημερινή, για παράδειγμα, Γαλλία υπάρχουν λοιπόν δύο βασικές τάξεις η αστική και η εργατική. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει η παραδοσιακή μικροαστική τάξη - βιοτέχνες, μικροέμποροι - η οποία εξαρτάται από τη μορφή της απλής εμπορευματικής παραγωγής, η μικροαστική τάξη των μη παραγωγικών μισθωτών, η οποία εξαρτάται από την μονοπωλιακή μορφή του καπιταλισμού και πολλές κοινωνικές τάξεις στην επαρχία: εκεί υπάρχουν ακόμη τα μετασχηματισμένα υπολείμματα φεουδαρχίας όπως για παράδειγμα οι μορφές ενοικίασης της γης.
2.2 Οι σκέψεις αυτές είναι βασικές όσον αφορά στο ζήτημα των συμμαχιών της εργατικής τάξης με τις άλλες λαϊκές τάξεις. Πράγματι η μικροαστική τάξη και οι λαϊκές τάξεις στην επαρχία – εργάτες γης μεσαίοι και φτωχοί αγρότες - διαφοροποιούνται από την εργατική τάξη. Μάλιστα είναι σωστό, ότι στο μέτρο, που η αστική και η εργατική τάξη είναι οι δύο βασικές τάξεις, οι άλλες λαϊκές τάξεις έχουν την τάση να πολώνονται, στην διευρυμένη αναπαραγωγή τους, γύρω από την εργατική τάξη. Αυτή, όμως, η πόλωση δεν σημαίνει την διάλυσή τους ως τάξεις σε ένα αδιαφοροποίητο σύνολο: είναι τάξεις με ειδικά συμφέροντα. Διαφορετικά ειπωμένο, οι έννοιες «τάξη» και ο «λαός» δεν είναι κατά τον ίδιο τρόπο διασταλτές : μία τάξη μπορεί η δεν μπορεί, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση, να είναι τμήμα του λαού, χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά ότι με αυτό θα μεταβάλει την ύπαρξη τους ως τάξη
Ακριβώς εδώ βρίσκεται το πρόβλημα των συμμαχιών. Από τη μία μεριά πρέπει η εργατική τάξη να λάβει υπ όψιν της στις συμμαχίες της, τα ιδιαίτερα συμφέροντα των τάξεων, οι οποίες μαζί μ’ αυτήν συγκροτούν τον «λαό» ή τις «λαϊκές μάζες». Ας σκεφτούμε μόνο τη συμμαχία των εργατών με τους αγρότες που προπαγάνδιζε ο Λένιν. Από την άλλη πλευρά δεν θα ‘πρεπε να ξεχνά κανείς, ότι, όπως σε κάθε συμμαχία, υφίστανται αντιθέσεις μεταξύ των ειδικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και αυτών των άλλων λαϊκών τάξεων. Αν αναγνωρίζει κανείς αυτό το γεγονός, έχει τότε στα χέρια του τα μέσα για μία σωστή διευθέτηση των αντιθέσεων μέσα στο λαό. Υπάρχουν, όμως, πραγματικά δύο άλλες ερμηνείες του φαινομένου, αμφότερες οι οποίες είναι εξίσου λανθασμένες
2.2.1 Κατά την πρώτη, που υποστηρίζεται από πολλούς κοινωνιολόγους, οι σημερινοί μετασχηματισμοί της καπιταλιστικής κοινωνίας οδήγησαν στην δημιουργία μιας πολυάριθμης ενδιάμεσης τάξης, η οποία περιλαμβάνει όλες τις κοινωνικές ομάδες εκτός από την αστική και την εργατική τάξη. Αυτή η «τάξη της τρίτης δύναμης» ήταν, βάσει του ειδικού της βάρους, το πραγματικό στήριγμα της σύγχρονης κοινωνίας. Εν τω μεταξύ, έχει συμπεράνει κανείς, ότι εδώ πρόκειται για περισσότερες τάξεις: αυτό όμως δεν μας δίνει κανένα δικαίωμα να μιλάμε σήμερα για μία ενοποίηση αυτών των διαφόρων ενδιάμεσων τάξεων σε μια ενιαία τάξη.
2.2.2 Η δεύτερη λαθεμένη άποψη είναι αυτή, η οποία αναφέρεται στο προαναφερόμενο σύγγραμμα του Γαλλικού Κομμουνιστικού κόμματος «ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός». Κατ αυτήν, αντιλαμβάνεται κανείς σήμερα τον «κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό» ως ένα φαινόμενο πόλωσης, η οποία οδηγεί σε μία πραγματική διάλυση των άλλων κοινωνικών τάξεων πλην της αστικής και της εργατικής τάξης: οι άλλες κοινωνικές τάξεις, αυτή των αγροτών, τα διάφορα τμήματα των μικροαστών κλπ. δεν υπάρχουν πια σαν τάξεις, αλλά απλώς και μόνον σαν ενδιάμεσο στρώμα. Αυτό το γεγονός πρέπει να υπογραμμισθεί, επειδή ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει σαφώς και κατηγορηματικά διατυπωθεί ένα τέτοιο τερατούργημα. Αυτή η ερμηνεία πρέπει επιπλέον να συνδυαστεί με την ερμηνεία που αναφέρεται στο σύνολο των εργαζομένων: θα υπήρχε τότε από τη μία πλευρά η εργατική τάξη (παραγωγικοί εργάτες) κι από την άλλη οι εργαζόμενοι με συμφέροντα ίδια με αυτά της εργατικής τάξης και επιπλέον ενδιάμεσα στρώματα χωρίς ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα, αλλά συγκεντρωμένα αυτόματα γύρω από την εργατική τάξη.
Είναι φανερό πως αυτές οι ερμηνείες ανοίγουν το δρόμο για μία συμμαχία χωρίς αρχές, πράγμα που μπορεί να έχει επικίνδυνες συνέπειες. Αν κάνεις αρχίσει να παραγνωρίζει τις διαφορές μεταξύ των μελών των λαϊκών συμμαχιών, οδηγείται, μόλις οι διαφορές αυτές, τις οποίες δεν προσπάθησε να τις επιλύσει, βγουν στην επιφάνεια, στην καταπίεση αυτών των αντιθέσεων με αστυνομικά μέτρα (προλεταριάτο - αγροτική τάξη στη Σοβιετική Ένωση περίοδο του Στάλιν), διακηρύσσοντας απλά και μόνο ότι τα πραγματικά συμφέροντα των άλλων μελών της συμμαχίας ταυτίζονται αυτόματα και σε κάθε περίπτωση με αυτά της εργατικής τάξης.
III. ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ: ΤΑΞΕΙΣ, ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΩΜΑΤΑ
Το δεύτερο πρόβλημα υφίσταται στην ανάγκη ανάπτυξης της προαναφερθείσης θέσης ότι τα καθαρά οικονομικά κριτήρια δεν αρκούν, να προσδιορίσουν και οριοθετήσουν τις κοινωνικές τάξεις,, πράγμα που γίνεται πιο εμφανές,, αν εξετάζει κανείς ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό. Η αναφορά στις θέσεις των πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων του κοινωνικού καταμερισμό της εργασίας είναι απολύτως αναγκαία. Αυτό θα γίνει πιο σαφές, όταν εξετασθεί το πρόβλημα της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων.
3.1. Ας αρχίσουμε με τα προβλήματα που αφορούν στην οριοθέτηση της εργατικής τάξης
3.1.1 Κανείς πρέπει γι αυτό να προσπαθήσει να λύσει το σημαντικό πρόβλημα των τεχνικών και μηχανικών που έχουμε αναφέρει. Αν τα οικονομικά κριτήρια αρκούν να αποκλείσουν τους μισθωτούς του εμπορικού και τραπεζικού τομέα από την εργατική τάξη, τότε δεν δίνεται καμιά απάντηση όσον αφορά στις κοινωνικές ομάδες που μας ενδιαφέρουν. Πρέπει κανείς να αναφερθεί στο σύνολο του κοινωνικού καταμερισμό εργασίας. Στην πραγματικότητα, όμως, και από αυτή την άποψη αυτή η ολότητα αποδέχεται αντιθετικές θέσεις. Ενώ αυτή συνεχώς συνεισφέρει, από οικονομοτεχνική άποψη, στην παραγωγή υπεραξίας είναι συγχρόνως αυτή η ομάδα εφοδιασμένη με μία ειδική αυθεντία κατά την εποπτεία της παραγωγικής διαδικασίας και της δεσποτικής της οργάνωσης και έχει «παραμερίσει» την διανοητική εργασία, αφού έχει το μονοπώλιο της γνώσης. Μάλιστα μπορεί να πει κανείς, ότι, τουλάχιστον μέχρι τώρα, αυτή η τελευταία άποψη της κατάστασης αυτής της ολότητας, απέναντι στην πρώτη, έχει περισσότερη σημασία για τον προσδιορισμό των τάξεων. Οι μηχανικοί και τεχνικοί δεν μπορούν να συγκαταλεχθούν, λοιπόν, σαν σύνολο στην εργατική τάξη.
Αυτή η αναφορά στα ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια αφορά πάντα στο δομικό ταξικό προσδιορισμό των τεχνικών και μάλιστα την θέση τους στις ιδεολογικές και πολιτικές σχέσεις: δεν ανάγεται μόνο στην ταξική τους θέση στην οικονομία. Αν κανείς λάβει υπ όψιν του τον αντιθετικό ταξικό προσδιορισμό, τότε μπορεί αυτή η ολότητα, στη διάρκεια για παράδειγμα μιας απεργίας, να παίρνει ποτέ το μέρος των εργοδοτών, και άλλοτε των εργατών. Αν η αναφορά στα ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια ανάγεται στην ταξική τοποθέτηση, τότε θα έπρεπε να πει κανείς ότι αυτό η ολότητα είναι τμήμα της εργατικής τάξης όταν παίρνει το μέρος της και ότι δεν είναι τίμημα της όταν στρέφεται εναντίον της. Αυτό θα έθετε σε αμφισβήτηση το πραγματικό ορισμό των τάξεων από τον μαρξισμό. Ακόμη και όταν αυτοί παίρνουν το μέρος της εργατικής τάξης, αυτό δεν θα έπρεπε να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι οι τεχνικοί και μηχανικοί δεν είναι εργάτες . Αυτό το σημείο είναι βασικό και τον καθορισμό της πολιτικής των συμμαχιών.
3.2. Η αναφορά στα πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια είναι εξίσου αναγκαία λαμβάνοντας υπ όψιν τις διαφοροποιήσεις της ίδιας της εργατικής τάξης σε διάφορα στρώματα.
3.2.1 Κανείς έτεινε να ανάγει τις διαφορές μέσα στην εργατική τάξη σε «τεχνοοικονομικές» διαφορές, στην οργάνωση της εργασίας και μάλιστα στο ύψος των μισθών. Τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές στο εσωτερικό της εργατικής τάξης απέδιδε κανείς (κυρίως ο A. Touraine) σε διαφορές που προκύπτουν από την διαστρωμάτωση. Βοηθός εργάτη, εμπειρικός εργάτης, ειδικευμένος εργάτης κλπ.,, δηλαδή, με βάση την ειδίκευση, την οποία αντιλαμβάνονταν με τεχνικίστικο τρόπο, που όμως και με βάση αυτή πολύ λίγα μπορεί να λεχθούν για την αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων. Αυτό συμβαίνει για να προβούν σε γενικεύσεις οι οποίες θα ισχύουν επί το πλείστον ως μη αντιστρεπτές έννοιες και να προβάλουν την άποψη ότι οι απλοί βοηθοί εργάτες, οι ειδικοί εργάτες, εμπειροτέχνες κλπ. έχουν μία αναπτυγμένη ταξική συνείδηση και άρα υψηλότερο επαναστατικό δυναμικό από την υπόλοιπη εργατική τάξη, από τους ειδικευμένους εργάτες.
Σύγχρονες έρευνες, η ιστορική εμπειρία και η κοινωνιολογική έρευνα δείχνουν εν τω μεταξύ, ότι αυτές οι γενικεύσεις, που βασίζονται σε καθαρά τεχνοοικονομικά κριτήρια είναι εντελώς αυθαίρετες. Οι διαφοροποιήσεις μέσα στην εργατική τάξη δεν συμπίπτουν απλά και μόνο με τη θέση στην οργάνωση της εργασίας. Εξαρτώνται από πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια, από τις μορφές αγώνα και οργάνωσής της και την παράδοση. Κριτήρια που κατέχουν μία δική τους αυτονομία. Να αναφέρουμε μόνο το παράδειγμα του αναρχοσυνδικαλισμού στην Γαλλία. Πως μπορεί κανείς μόνο με τα τεχνοοικονομικά κριτήρια να εξηγήσει ένα ιδεολογικό σχήμα, το οποίο έχει διεισδύσει όχι μόνον στους βοηθούς εργατών των μεγάλων επιχειρήσεων αλλά συγχρόνως και στους ειδικευμένους εργάτες της μικρής μανιφακτούρας.
3.2.2 Δεύτερο παράδειγμα. Η περίφημη εργατική αριστοκρατία. Πρόκειται, κατά Λένιν, για ένα στρώμα της εργατικής τάξης, τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας. Υπάρχει τώρα μία οικονομίστικη εκδοχή της έννοιας της εργατικής αριστοκρατίας, η οποία αναδείχθηκε κυρίως από την Τρίτη Διεθνή. Πρόκειται για το στρώμα των ειδικευμένων και καλοπληρωμένων εργατών στις ιμπεριαλιστικές χώρες, που πληρώνονται με ψίχουλα, που δίνει σ’ αυτούς η ιμπεριαλιστική αστική τάξη από τα έξτρα κέρδη των αποικιών τους. Αυτοί οι εργάτες αποτελούν την βάση του ρεφορμισμού και της σοσιαλδημοκρατίας.
Η πρώτη δυσκολία υπάρχει φυσικά στο γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει με βάση τις διεισδύσεις και συγχωνεύσεις των κεφαλαίων στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, ποια τμήματα της εργατικής τάξης πληρώνονται από τα ιμπεριαλιστικά έξτρα κέρδη και ποια από το ντόπιο κεφάλαιο. Όλες οι αυστηρά ιστορικές και κοινωνιολογικές εργασίες, οι οποίες ερευνούν την ταξική βάση των οπαδών και εκλογέων των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων (ιδιαίτερα την Μεσοπόλεμο περίοδο) στις διάφορες καπιταλιστικές χώρες, φαίνονται να αμφισβητούν την οικονομική εκδοχή της εργατικής αριστοκρατίας. Ιδιαίτερα οι πλέον ειδικευμένοι και καλοπληρωμένοι εργάτες από τη μία μεριά, οι βοηθοί εργατών και οι «φτωχοί» εργάτες από την άλλη, εμφανίζονται να μοιράζονται ισόποσα στο κομμουνιστικό κόμμα και κομμουνιστικά συνδικάτα και στα συνδικαλιστικό κόμμα και σοσιαλιστικά συνδικάτα. Αν υπάρχουν εθνικές παρεκκλίσεις αυτές δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη αποδεικτική ισχύ.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο όρος της εργατικής αριστοκρατίας είναι λαθεμένος. Σωστός είναι, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αυτός ο προσδιορισμός αναφέρεται στις θέσεις, στο σύνολο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, θέσεις με αναφορά στο διαχωρισμό της εργασίας σε χειρωνακτική και διανοητική, ο οποίος αναπαράγεται μέσα στην ίδια την εργατική τάξη, στο ενδεχόμενο στελέχη των «γραφειοκρατικών» συνδικαλιστικών οργανώσεων να προωθούν ταξική συνεργασία κλπ.
3.2.3 Ας εξετάσουμε εδώ και το πρόβλημα των διαφοροποιήσεων των μισθών μέσα στην εργατική τάξη. Ακόμη και όταν μέσα στην εργατική τάξη κυριαρχούν κοινά συμφέροντα και αλληλεγγύη, ακόμη και όταν έχουν συσπειρωθεί σε ταξικές οργανώσεις, αυτές οι διαφοροποιήσεις των μισθών αντανακλούν ένα πραγματικό πρόβλημα.
Στην πραγματικότητα δεν αντιστοιχούν σε απλά «οικονομικά» δεδομένα. Ο μισθός είναι κατά τον Μαρξ μία νομική μορφή του καταμερισμού του εθνικού προϊόντος, μία μορφή δηλαδή στη συγκρότηση της οποίας υπεισέρχονται κατευθείαν πολιτικά στοιχεία. Οι μισθοί αντιστοιχούν - στο σύνολο τους και σε μία κοινωνία και ιδωμένη από μία αφηρημένη ανάλυση - στο κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, αλλά η εργατική δύναμη θεωρείται κατά ένα γενικό και αφηρημένο τρόπο. Απ αυτό δεν συνεπάγεται με κανέναν τρόπο, ότι κάθε συγκεκριμένη διαφοροποίηση του επιπέδου των μισθών μέσα στην εργατική τάξη ανταποκρίνεται σε τεχνικές αναγκαιότητες, δηλαδή στο γεγονός ότι η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης μιας σχετικά καλύτερα πληρωμένης εργατικής ομάδας θα στοίχιζε υποχρεωτικά περισσότερο απ αυτήν μιας χαμηλόμισθης εργατικής ομάδας, όσο μας δίνει η διαφορά των μισθών. Πραγματικά όλες οι ιστορικές και οικονομικές αναλύσεις τείνουν να δείξουν ότι αυτές διαφοροποίησης των μισθών εξαρτώνται κατά ένα σημαντικό ποσοστό από πολιτικές συντεταγμένες: ιδιαίτερα από μία πολιτική της αστικής τάξης με στόχο τη διάσπαση της εργατικής τάξης.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά με κανέναν τρόπο ότι αυτή η πολιτική της αστικής τάξης κατορθώνει να δημιουργήσει πολιτικές διαφοροποιήσεις μέσα στην εργατική τάξη και ότι θα πρέπει κανείς να θεωρεί τους καλύτερα πληρωμένους εργάτες ως ύποπτους. Αντίθετα, αυτό αποδεικνύει το παράλογο μιας ορισμένης συνδικαλιστικής πολιτικής που υπερασπίζει με κάθε τρόπο την ιεραρχία των μισθών, μιας πολιτικής που αμύνεται με το πρόσχημα ότι οι διαφοροποιήσεις των μισθών είναι απλά «οικονομικές αναγκαιότητες» και αντανακλούν τις πραγματικές διαφορές του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Δηλαδή, να θεωρεί τον μισθό μία νομική μορφή, ένα αποκλειστικά «οικονομικό» και μάλιστα «τεχνικό» δεδομένο, κι ακόμη περισσότερο να αποδίδει σχεδόν ένα ρόλο ανάλογο με αυτόν των παραγωγικών σχέσεων. Από μία συγκεκριμένη πολιτική, που υπερασπίζεται με κάθε τρόπο την ιεραρχία των μισθών απομένει ένα μόνο βήμα από το μύθο της «τάξης των μισθωτών».
3.3.Η αναγκαιότητα αναφοράς σε πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια κατά τον ορισμό των τάξεων γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή όταν πρόκειται για τη μικροαστική τάξη. Υπάρχει πραγματικά μία μικροαστική τάξη; Ποιες ολότητες ανήκουν σ’ αυτήν. Υποθέτει κανείς, ότι στη μικροαστική τάξη ανήκουν δύο μεγάλα σύνολα, τα οποία, όμως, έχουν εντελώς διαφορετικές θέσεις στην παραγωγή.
3.3.1 Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη, η οποία έχει την τάση να συρρικνώνεται, οι μικροί παραγωγοί και το μικρό εμπόριο (μικροϊδιοκτησία). Πρόκειται για σχήματα της χειρωναξίας και των μικρών οικογενειακών βιοτεχνιών, όπου το ίδιο άτομο είναι συγχρόνως ιδιοκτήτης των εργασιακών και παραγωγικών μέσων και άμεσος εργάτης. Ακριβώς ειπωμένο δε βρίσκει κανείς εδώ καμιά οικονομική εκμετάλλευση, στο μέτρο βέβαια, που αυτές οι μορφές παραγωγής δεν χρησιμοποιούν ή εντελώς ευκαιριακά μισθωτούς εργάτες. Η εργασία διεξάγεται κι από τον πραγματικό ιδιοκτήτη ή μέλη της οικογένειας του που δεν πληρώνονται με τη μορφή του μισθού. Αυτοί η μικροπαραγωγή αποκομίζει κέρδη από την πώληση των εμπορευμάτων και από την συμμετοχή στον συνολικό καταμερισμό της υπεραξίας, αλλά δεν εκβιάζουν άμεσα υπερεργασία.
3.3.2 Η «νέα» μικροαστική τάξη, που έχει την τάση να αυξάνεται στο μονοπωλιακό καπιταλισμού, αυτή των μη παραγωγικών μισθωτών που προαναφέραμε, και στους οποίους πρέπει κανείς να προσθέσει τους παράγοντες του κράτους, και των διαφόρων μηχανισμών του. Αυτοί οι εργάτες δεν παράγουν υπεραξία. Αλλά και αυτοί πωλούν την εργατική τους δύναμη. Ο μισθός τους επίσης προσδιορίζεται από το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης, αλλά η εκμετάλλευσή τους πετυχαίνεται μέσα από την αφαίρεση υπερεργασίας και όχι απ την παραγωγή υπεραξίας.
Σήμερα παίρνουν αυτά τα δύο μεγάλα σύνολα δύο διαφορετικές θέσεις στην παραγωγή, που δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους. Μπορούν να θεωρηθούν σαν να συγκροτούν μία τάξη, τη μικροαστική τάξη;
Σε αυτό που μπορεί κανείς να δώσει δύο απαντήσεις.
3.3.2.1 Η πρώτη βασίζεται σε πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια. Κανείς μπορεί πραγματικά να θεωρεί, ότι αυτές οι διαφορετικές θέσεις στην παραγωγή ακόμη και στον οικονομικό τομέα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Από τη μία πλευρά η «μικροϊδιοκτησία» και οι μισθωτοί, των οποίων η εκμετάλλευση πετυχαίνεται μόνο με τη μορφή του μισθού και του ανταγωνισμού έξω από την παραγωγική διαδικασία, παρουσιάζουν από την άλλη πλευρά και για διαφορετικούς οικονομικούς λόγους, εξίσου τα ίδια πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά: μικροαστικός ατομικισμός προσήλωση στο "Status quo" και φόβο μπροστά στην επανάσταση, μύθο της «κοινωνικής ανόδου» και τάση για αστικό Status, πιστοί στο ουδέτερο κράτος πάνω από τάξεις, η πολιτική αστάθεια, να υποστηρίζουν το «ισχυρό κράτος», καθώς επίσης τον βοναπαρτισμό και μορφές επανάστασης τύπου «εξέγερση των μικροαστών».
Αυτά τα κοινά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά, αυτές οι δύο οντότητες με τις διαφορετικές τους θέσης στην οικονομία αρκούν να υποθέσουμε πως συγκροτούν μία σχετικά ενοποιημένη τάξη, τη μικροαστική τάξη. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση τίποτε δεν μας εμποδίζει να διακρίνουμε συγκροτημένες ομάδες (φράξιες) μέσα στην ίδια αυτή τάξη. Βλέπει κανείς, πραγματικά, όσον αφορά στην αστική τάξη, ότι ο μαρξισμός αναφέρεται σε διακρίσεις μεταξύ μερίδων μιας τάξης. Αυτές διαφοροποιούνται από τα απλά στρώματα, επειδή συμπεριλαμβάνουν οικονομικές διαφοροποιήσεις και μπορούν μάλιστα, ως φράξιες, να αναλάβουν ένα βασικό ρόλο ως κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες είναι διαφορετικές από άλλες φράξιες της τάξης, από την οποία προέρχονται. Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ενδεχομένως ότι η μικροαστική μερίδα των μη παραγωγικών μισθωτών είναι πιο κοντά στην εργατική τάξη από την παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Θα μπορούσε κανείς αντίστοιχα και μάλιστα εκεί όπου πρόκειται για φράξιες, να θέσει σε ισχύ το στοιχείο της οικονομικής κατάστασης. Η μια ή η άλλη μερίδα θα ‘ταν λίγο η πολύ κοντά στην εργατική τάξη ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση (εδώ θα μπορούσε να αναφέρει κανείς τον σύγχρονο παράγοντα της «προλεταριοποίησης» των χειρωνακτών κλπ.). Τίποτα επίσης δεν εμποδίζει να εισάγει κανείς εδώ διαφοροποιήσεις μεταξύ μικροαστικών στρωμάτων, αναφερόμενος ειδικά σε ιδεολογικοπολιτικές αποκλίσεις, πέρα από την ιδεολογικοπολιτική θέση του συνόλου της μικροαστικής τάξης, δηλαδή αποκλίσεις που προέρχονται από την ειδική κατάσταση των διαφόρων μικροαστικών ολοτήτων κυρίως από την άποψη της αναπαραγωγής τους.
Σε αυτή την λύση δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι πρόκειται πάντα για μία και την ίδια τάξη, τη μικροαστική τάξη, και ότι θα ‘πρεπε ν’ αντιμετωπίζει ανάλογα αυτές τις μερίδες και στρώματα, στο ζήτημα των συμμαχιών και πρόβλεψης της πολιτικής τους συμπεριφοράς (ιδιαίτερα της αστάθειας τους), αυτό φαίνεται να είναι και η πιο σωστή λύση.
3.3.2.2 Δεύτερη λύση, σε δύο μορφές
α. Να κρατήσουμε την έκφραση μικροαστική τάξη για την παραδοσιακή μικροαστική τάξη και όσον αφορά στους μη παραγωγικού μισθωτούς να μιλάμε για μία νέα κοινωνική τάξη. Αυτό όμως βάζει δύσκολα θεωρητικά και πραγματικά προβλήματα, αν δεν υποθέσει κανείς, ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ξεπερασμένος κι ότι ζει σε κάποια «μεταβιομηχανική» η «τεχνοκρατική κοινωνία», η οποία θα παρήγαγε αυτήν την νέα τάξη, δηλ. ο καπιταλισμός στην εξέλιξή του θα παρήγαγε μια νέα τάξη; Ο,τι για τους ιδεολόγους της «ταξικής διευθέτησης» ή τους τεχνοκράτες φαίνεται δυνατό, για την μαρξιστική θεωρία είναι αδιανόητο.
β. Να μην κατατάξουμε τους μη παραγωγικούς μισθωτούς στην μικροαστική τάξη κατά το πρόγραμμα του γαλλικού Κομμουνιστικού κόμματος, αλλά στα ενδιάμεσα στρώματα. Αυτό είναι, όπως ήδη είδαμε, επίσης λάθος, για ένα παραπάνω λόγο. Όταν ο μαρξισμός μιλά - και με το δίκιο του - για στρώματα, μερίδες και κατηγορίες, για να χαρακτηρίσει ειδικές ολότητες, αυτό γίνεται επειδή αυτά τα στρώματα, μερίδες ή κατηγορίες κατέχουν πάντα μία ταξική υπηκοότητα. Η εργατική αριστοκρατία είναι ένα ειδικό στρώμα, αλλά ένα ειδικό στρώμα της εργατικής τάξης. Η διανοούμενοι ή οι γραφειοκράτες είναι ειδικές κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες και θα επανέλθουμε, ανήκουν, όμως, στην αστική ή μικροαστική τάξη
Αυτό ξεχωρίζει, μεταξύ των άλλων, τον μαρξισμό από διάφορες αμερικανικές αντιλήψεις της κοινωνικής διαστρωμάτωσης (στρωματοποίησης). Ενώ αυτές οι αντιλήψεις προσδιορίζουν με συγκεχυμένο τρόπο διάφορες κοινωνικές ομάδες, με το να διαλύουν τις κοινωνικές τάξεις ή να μην τις παίρνουν υπ’ όψιν, ο μαρξισμός εισάγει διαφοροποιήσεις μέσα στο διαχωρισμό σε τάξεις. Οι μερίδες, στρώματα και κατηγορίες δεν είναι «έξω» η «πλάι» στις τάξεις της κοινωνίας αλλά είναι συστατικά στοιχεία των ίδιων των τάξεων
γ. Η αναφορά σε πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια είναι επίσης βασική για τον προσδιορισμό των μερίδων της αστικής τάξης. Πραγματικά η αστική τάξη είναι συστατικώς διαχωρισμένη σε ταξικές μερίδες. Μερικές απ αυτές τις μερίδες, αναγνωρίζονται ήδη στο οικονομικό πεδίο σχηματισμού και αναπαραγωγής του κεφαλαίου: βιομηχανική, εμπορική και χρηματιστική αστική τάξη, μεγάλο και μεσαίο κεφάλαιο στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμό (ιμπεριαλισμού). Αλλά ακριβώς το στάδιο του ιμπεριαλισμού γεννάται μία διαφορά που δεν αποδίδεται πια μόνο στο οικονομικό πεδίο. Η διαφορά μεταξύ μεταπρατικής (κομπραδόρικης) μπουρζουαζίας και εθνικής αστικής τάξης
Με τον όρο μεταπρατική (κομπραδόρικη) μπουρζουαζία αντιλαμβάνεται κανείς την μερίδα της αστικής τάξης της οποίας τα συμφέροντα συνδέονται στενά με το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, αυτό των ξένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και που αυτή η μερίδα είναι κυριολεκτικά υποταγμένη στο ξένο κεφάλαιο. Με τον όρο εθνική αστική τάξη καταλαβαίνει κάνεις εκείνη τη μερίδα της αστικής τάξης, της οποίας τα συμφέροντα συνδέονται με την εθνική οικονομική ανάπτυξη και η οποία αντιστέκεται στα συμφέροντα του ξένου κεφαλαίου. Ξέρουμε ότι αυτός ο διαχωρισμός, ακόμη και αν αυτό ισχύει μελλοντικά αποκλειστικά για ορισμένες αποικιοκρατικές χώρες, είναι πολύ βασικός. Στην πράξη μπορούν ανάλογα με την περίοδο να ληφθούν υπ όψιν μορφές συμμαχιών της εργατικής τάξης με την εθνική αστική τάξη ενάντια στον ξένο ιμπεριαλισμό για την εθνική ανεξαρτησία (αυτό είναι γνωστό ως περίπτωση της Κίνας με τον Μάο). Αυτός ο διαχωρισμός σε μεταπρατική (κομπραδόρικη) μπουρζουαζία και σε εθνική αστική τάξη δεν συμπίπτει τελείως με τις οικονομικές θέσεις. Βάσει της αύξουσας διείσδυσης των κεφαλαίων στον ιμπεριαλισμό ξεθωριάζει ο διαχωρισμός των κεφαλαίων αυτών που είναι στενά συνδεδεμένα με το ξένο ιμπεριαλισμό από τα εθνικά κεφάλαια και αυτό πρέπει να συζητηθεί. Εκτός αυτού αυτός ο διαχωρισμός δεν αναφέρεται μεταξύ μεγάλου και μεσαίου κεφαλαίου. Μπορεί να υπάρχουν μεγάλα εθνικά μονοπώλια με συμφέροντα αντίθετα των ξένων μονοπωλίων, όπως επίσης μεσαίες επιχειρήσεις υποταγμένες μέσω πολλαπλών σχέσεων προμήθειας στο ξένο κεφάλαιο. Με τον όρο Εθνική αστική τάξη αντιλαμβάνεται κανείς εκείνη την μερίδα εκείνη της αστικής τάξης η οποία στην πράξη αντιστέκεται κάτω από ένα ιδεολογικό και πολιτικό πόρισμα στην υποταγή της χώρας στον ξένο ιμπεριαλισμό.
Φαίνεται, όμως, ότι, στην περίπτωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών στη σύγχρονη φάση, δεν μπορεί κανείς να μιλά για μία παγκοσμιοποίηση των κοινωνικών σχέσεων μιας εθνικής αστικής τάξης, η οποία να αντιστέκεται στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Κι αυτό εξαιτίας της αυξανόμενης διεθνοποίησης του κεφαλαίου, της μαζικής κυριαρχίας του αμερικανικού κεφαλαίου, της πολιτικής και οικονομικής παρακμής των αστικών τάξεων και της αυξανόμενης τάσης ασύμμετρης εξάρτησης των «παλιών κέντρων» του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα της Ευρώπης, σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (αυτό όμως δεν σημαίνει κατ’ ουδένα τρόπο ότι δεν μπορεί κανείς να μιλά, όσον αφορά σε αυτές τις χώρες, για μία εσωτερική αστική τάξη). Είναι αμφισβητήσιμο αν η γαλλική πολιτική μιας αρκετά σταθερής εθνικής ανεξαρτησίας αντιστοιχεί σε κάποια γαλλική εθνική αστική τάξη, πρόκειται πολύ περισσότερο για οικονομικές αποκλίσεις μεταξύ αμερικανικών και γαλλικών κεφαλαίων, για το εσωτερικό της πρόβλημα απο- και νεο- αποικιοποίησης και για μία πολιτική των αποφάσεων του λαού η οποία ζητά ένα στήριγμα στις μάζες του λαού.
IV. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
4.1.Ο μαρξισμός ξεχωρίζει, εκτός των ταξικών μερίδων και στρωμάτων, στον ίδιο βαθμό και κοινωνικές κατηγορίες. Το αποφασιστικό γνώρισμα των κοινωνικών κατηγοριών σε σχέση με τις μερίδες και στρώματα είναι το ακόλουθο: Ενώ τα πολιτικά και ιδεολογικά κριτήρια υπεισέρχονται κατά ένα λίγο-πολύ βασικό τρόπο για τον προσδιορισμό των τελευταίων, έχουν αυτά τα κριτήρια στον προσδιορισμό των κοινωνικών κατηγοριών πάντα τον κυρίαρχο ρόλο. Χαρακτηρίζει λοιπόν κανείς ως κοινωνικές κατηγορίες σύνολα ατόμων, των οποίων ο κύριος ρόλος είναι να κρατούν σε λειτουργία τους μηχανισμούς και την ιδεολογία του κράτους. Αυτό ισχύει για παράδειγμα για την διοικητική γραφειοκρατία, η οποία ανήκει στις ομάδες των κρατικών παραγόντων. Αυτό ισχύει στον ίδιο βαθμό και για την ομάδα, η οποία συνήθως αναφέρεται με το χαρακτηρισμό διανόηση και της οποίας ο κύριος κοινωνικός τους ρόλος είναι να αναλάβει την λειτουργία της ιδεολογίας. Πρέπει κανείς όμως εδώ να επαναλάβει την προαναφερόμενη παρατήρηση. Οι κοινωνικές κατηγορίες έχουν οι ίδιες μία ταξική υπηκοότητα. Αυτές οι κατηγορίες δεν είναι ομάδες έξω ή πλάι στην τάξη ούτε ακόμη είναι σαν τέτοιες τάξεις της κοινωνίας. Οι κοινωνικές κατηγορίες δεν έχουν μία κοινή ταξική υπηκοότητα, αλλά τα μέλη τους ανήκουν γενικά σε διάφορες κοινωνικές τάξεις. Έτσι οι «κορυφές» και το ανώτερο προσωπικό της διοικητικής γραφειοκρατίας ανήκουν, βάση του τρόπου ζωής τους του πολιτικού τους ρόλου κλπ., στην αστική τάξη, τα μεσαία στελέχη και η βάση της γραφειοκρατίας ανήκουν ή στην αστική τάξη ή στη μικροαστική τάξη. Αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες έχουν λοιπόν μία ταξική υπηκοότητα, αλλά από μόνες τους δεν σχηματίζουν τις τάξεις, δεν έχουν κανένα δικό τους και ειδικό ρόλο στην παραγωγή. Πρέπει αυτό να τονισθεί γιατί πολλοί κοινωνιολόγοι και πολιτειολόγοι θεωρούν αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες σαν πραγματικές τάξεις, αυτό ήταν η περίπτωση της «γραφειοκρατίας», η οποία συχνά θεωρήθηκε ως τάξη. Ας σημειώσουμε εδώ, πως ότι ο Τρότσκι, ο οποίος απέδιδε στη σοβιετική γραφειοκρατία ένα βασικό ρόλο στην εξήγηση της ανάπτυξης της Σοβιετικής Ένωσης, δεν θεώρησε ποτέ ότι οι γραφειοκράτες σχηματίζουν μία τάξη. Από την άλλη πλευρά υποθέτουν πολυάριθμοι κοινωνιολόγοι ότι οι διανοούμενοι σχηματίζουν μία ξεχωριστή τάξη, και αυτό στην βάση φανταστικών συλλογισμών αναφορικά με το ρόλο της επιστήμης σαν παραγωγική δύναμη και των διανοουμένων σαν φορείς της επιστήμης. Η ιδεολογική λειτουργία αυτής της αντίληψης είναι σαφής. Συνδέονται αναπόφευκτα από την άρνηση της πάλης των τάξεων (αστική τάξη, προλεταριάτο) σαν κύρια μηχανή της ιστορικής διαδικασίας (αυτό αφορά την θεώρηση των γραφειοκρατών ως τάξη), η από την άρνηση του βασικού πρωτοποριακό ρόλου της εργατικής τάξης, αυτό αφορά στην θεώρηση των διανοουμένων ως τάξη, στους οποίους τώρα πια θα απεδίδετο ο ρόλος της πρωτοπορίας.
Αλλά αφού οι κοινωνικές κατηγορίες δεν είναι τάξεις και αφού έχουν μία ταξική υπηκοότητα γιατί προσπαθεί κανείς λοιπόν να τις διαχωρίσει. Οι κοινωνικές κατηγορίες μπορούν συχνά, βάσει των σχέσεων τους με τους κρατικούς μηχανισμούς και την ιδεολογία, να συγκροτούν μία δική τους ενότητα, παρά το γεγονός ότι ανήκουν σε διάφορες τάξεις. Μπορούν, εκτός αυτού, να παρουσιάζουν στην πολιτική τους λειτουργία μία σχετική αυτονομία σε σχέση με τις τάξεις, στις οποίες ανήκουν τα μέλη τους. Έτσι για την διοικητική γραφειοκρατία ισχύει, ότι αυτή, δυνάμει της εσωτερικής ιεραρχίας, η οποία στηρίζεται στην αντιπροσώπευση της αυθεντίας , η οποία χαρακτηρίζει τους κρατικούς μηχανισμούς, δυνάμει του ειδικού Status, το οποίο έχει αποδοθεί στα διοικητικά στελέχη και της ιδιαίτερης αστικής ιδεολογίας που ενυπάρχει μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς (το «ουδέτερο» κράτος και το «κράτος δικαίου» πάνω από τις τάξεις η «υπηρεσία στο έθνος» και τα γενικά συμφέροντα κλπ.) μπορεί να σχηματίζει σε συγκεκριμένες οικονομικές καταστάσεις μία ιδιαίτερη ενότητα, η οποία συγκολλεί την ολότητα των μελών της αστικής και μικροαστικής τάξης.
Η γραφειοκρατία μπορεί έτσι στο σύνολό της να υπηρετεί τα συμφέροντα εκείνα, τα οποία διαφορίζονται από τα συμφέροντα των τάξεων στις οποίες ανήκουν τα μέλη της. Ανάλογα με τις σχέσεις της κρατικής εξουσίας, στην Αγγλία π.χ. ανήκαν - όπως τόνισε ο Μαρξ οι «κορυφές» της γραφειοκρατίας στην αριστοκρατία, ενώ το σύνολο της γραφειοκρατίας εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Οι μικροαστοί αντιπρόσωποι της γραφειοκρατίας εξυπηρετούν συχνά τα συμφέροντα του «κράτους», αν και αυτά αντιτίθενται στα συμφέροντα της μικροαστικής τάξης.
Όλα αυτά έχουν, εκτός αυτού, σαν αποτέλεσμα, όπως αναγνώρισε ο Λένιν, ότι μερικές φορές αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες μπορούν να λειτουργούν σαν πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις, δηλαδή μπορούν να έχουν ένα ιδιαίτερο και βασικό ρόλο σε μία δεδομένη οικονομική κατάσταση. Ένα ρόλο που δεν ανάγεται απλά στο «σύρσιμο» των κοινωνικών τάξεων, στις οποίες ανήκουν τα μέλη τους, ή επίσης των δύο βασικών κοινωνικών δυνάμεων, της αστικής τάξης και του προλεταριάτου. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα την πολιτική πρακτική του συνόλου της γραφειοκρατίας την περίπτωση του βοναπαρτισμού και των φασισμών.
4.2 Αυτές οι παρατηρήσεις είναι βασικές, διότι οδηγούν σε δύο συμπεράσματα, τα οποία αφορούν στο ζήτημα των συμμαχιών της εργατικής τάξης.
4.2.1 Στην απαραίτητη για την εργατική τάξη συμμαχία με τους διανοούμενους και τους κατώτερους υπαλλήλους και στελέχη και τα ενδιάμεσα στρώματα τους πρέπει αυτές να διερευνηθούν κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο. Παρουσιάζουν συχνά ειδικά συμφέροντα, που για παράδειγμα δεν ανάγονται στα γενικά συμφέροντα της μικροαστικής τάξης στην οποία ανήκουν. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη σημασία που έχει για τους «διανοούμενους» ο παράγοντας να είναι κατοχυρωμένες η ελευθερία της διανοητικής και επιστημονικής παραγωγής, η ελευθερία έκφρασης και κυκλοφορίας, πληροφοριών.
4.2.2 Δεν επιτρέπεται επίσης να ξεχνάμε ποτέ την σχέση των κοινωνικών κατηγοριών με τις κοινωνικές τάξεις.
Από τη μία πλευρά εξαιτίας της ταξικής υπηκοότητας των κοινωνικών κατηγοριών. Στην πράξη είναι σαφές ότι παρά την εσωτερική τους ενότητα εκδηλώνονται μέσα στις κοινωνικές κατηγορίες ρωγμές και αντιθέσεις που συχνά συμπίπτουν με τις διαφορετικές ταξικές υπηκοότητες. Ρωγμές, οι οποίες στο διοικητικό μηχανισμό παίρνουν την μορφή αντιθέσεων μεταξύ ανώτερων κλιμακίων (αστών) και χαμηλότερων κλιμακίων (μικροαστών). Ρωγμές, οι οποίες ανάγονται στις διαφορετικές ιδεολογίες που εκπροσωπούν, όπως αυτό φάνηκε καθαρά στην περίπτωση των διανοουμένων. Ας αναλογιστούμε απλώς τις αντιθέσεις που δραστικά εμφανίστηκαν τελευταία στη Γαλλία μέσα στο εκπαιδευτικό σώμα.
Από την άλλη πλευρά θα έπρεπε να μην ξεχνά κανείς εν όψει των συμμαχιών, ότι τα μέρη του κρατικού μηχανισμού ή οι διανοούμενοι, που στρέφονται στην πλευρά της εργατικής τάξης, παραμένουν, συγχρόνως, στο σύνολο τους και από την άποψη της ταξικής τους υπηκοότητας μικροαστοί. Αυτό όμως δεν επιτρέπεται να μας οδηγήσει σε σεχταρισμό. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των «διανοουμένων», οι οποίοι πολιτικά και ιδεολογικά εντάσσονται στο κόμμα της εργατικής τάξης και αγωνίζονται ενεργά μέσα από τις οργανώσεις της εργατικής τάξης και για τους οποίους το κριτήριο της ταξικής υποταγής ατονεί και μάλιστα. Αλλά αυτό το ζήτημα είναι άλλο. Αφορά στο ζήτημα της οργάνωσης της εργατικής τάξης. Σίγουρα όμως, οι διανοούμενοι, ακόμη και όταν συμμαχούν με την εργατική τάξη, παραμένουν στο σύνολό τους μικροαστοί. Παρουσιάζουν βασικά χαρακτηριστικά της μικροαστικής τάξης, πολιτική αστάθεια, αριστερός εξτρεμισμός σε συνδυασμό με δεξιό οπορτουνισμό κλπ.. Πρέπει κανείς εδώ να προφυλαχτεί από δύο άκρα που είναι εξίσου λαθεμένα και επικίνδυνα.
4.2.2.1 Το ζήτημα υποτίμησης της ταξικής υπαγωγής, έπ’ ευκαιρία των κοινωνικών κατηγοριών. Αυτό οδηγεί στην επιθυμία να στείλει κανείς στην κόλαση μια για πάντα έναν διανοούμενο τέκνο της μπουρζουαζίας η της μικροαστικής τάξης, παραγνωρίζοντας τη σημασία που έχει η πρακτική του συμπεριφορά και οι πολιτικές και ιδεολογικές του αποφάσεις.
4.2.2.2 Το πρόβλημα να υποτιμήσει κανείς την ταξική υπαγωγή ενώ μεταχειρίζεται κανείς τις κοινωνικές κατηγορίες σαν αδιαφοροποίητες ενότητες πλάι ή πάνω από τις τάξεις.
Ακόμη περισσότερο, μπορεί κανείς να παίρνει και τις δύο λαθεμένες κατευθύνσεις. Αυτό ισχύει για τη σημερινή θέση του γαλλικού Κομμουνιστικού κόμματος και C.G.T., ιδιαίτερα για τον σημερινό κύκλο μαθημάτων του συνδικάτου των πανεπιστημιακών.
4.2.2.2.1 Όσον αφορά στο πρόβλημα υπερτίμησης της ταξικής υπηκοότητας των διανοουμένων, αρκεί να θυμηθούμε τις θέσεις «φοιτητές / τέκνα αστών / αριστεριστές = Marcelin[1]» που αντιπροσωπεύει το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
4.2.2.2.2.1. Τις κοινωνικές κατηγορίες μεταχειρίζεται κανείς (παρά τις διακηρύξεις) ως ενιαίες οντότητες πέρα και έξω από τις τάξεις ενώ παραβλέπουν τα ταξικά σχίσματα που εκδηλώνονται σε αυτές. Έτσι για παράδειγμα απευθύνονται εκκλήσεις στα διοικητικά όργανα του κράτους, από τις τεχνοκρατικές κορυφές ως τις κατώτερες βαθμίδες. Σαν να ήταν η κοινωνική αυτή κατηγορία, με εξαίρεση τους άμεσους εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου (Pombidou = τραπεζίτης), ενιαία, ενώ γίνεται σύντομη και μόνο αναφορά στην τεχνοκρατική ιδεολογία του ανώτερου προσωπικού και παραμένει κανείς διακριτικά στην αστική τάξη. Μία θέση που γίνεται πιο σαφής απέναντι στο διδακτικό πανεπιστημιακό προσωπικό που από τους τακτικούς καθηγητές πανεπιστημίων ως τους βοηθούς με χρονική σύμβαση θεωρείται σαν μία αμετάβλητη ενότητα και σαν τέτοια κάτω απ τον γενικό χαρακτηρισμό «διανοούμενοι» σαν ένας πιθανός σύμμαχος της εργατικής τάξης
4.2.2.2.2.2 Οι κοινωνικές κατηγορίες εντάσσονται στα περίφημα ενδιάμεσα στρώματα και εδώ συναντάμε πάλι τις παρατηρήσεις που κάναμε πολύ πριν. Έτσι οι διανοούμενοι βρίσκονται σαν κατηγορία στα ενδιάμεσα στρώματα, πλάι ή έξω από τις τάξεις. Στην έκκληση για μία πλατιά συμμαχία μεταξύ της εργατικής τάξης και τον διανοουμένων το ζήτημα που θέτει η ταξική υπηκοότητα χωρίς διάκριση καθίσταται δημαγωγικό. Σ’ αυτούς όμως θα αποδοθεί, στην παραμικρή απόκλιση μεταξύ διανοουμένων που παίρνουν το μέρος της εργατικής τάξης και της ηγεσίας του Γαλλικού Κομμουνισμού Κόμματος, αυτόματα η λέξη «μικροαστοί», σαν μία αναμφισβήτητη απόδειξη της ρίζας αυτών των αποκλίσεων.
4.2.2.2.2.3 Αυτό σημαίνει ότι το ζήτημα της συμμαχίας εργατικής τάξης / διανοουμένων τίθεται σήμερα, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, κατά ένα ιδιαίτερα οξύ τρόπο. Κι αυτό βάσει της σημαντικής διεύρυνσης αυτής της με την ευρεία της έννοια καταληπτής κατηγορίας, πριν απ όλα βάση της ιδεολογικής κρίσης, που προηγείται ή συνοδεύει την πολιτική κρίση της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας. Συνεχώς απελευθερώνονται περισσότεροι διανοούμενοι απ την επιρροή της αστικής ιδεολογίας και βρίσκονται σε μία θέση, στην οποία μπορούν να κερδηθούν για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Είναι επίσης δυνατό, η μορφή της παραδοσιακής συμμαχίας «εργατική τάξη – διανοούμενοι», που βασίζεται αποκλειστικά στην ταξική υπαγωγή του διανοούμενου κι αναφέρεται στη συμμαχία «εργατική τάξη / μικροαστική τάξη», να μην αρκεί πλέον να λύσει τα ζήτημα, με το να αγνοεί το πρόβλημα των διανοουμένων σαν κοινωνική κατηγορία.
Έχουν προταθεί διάφορες λύσεις. Φθάνουν από την αντίληψη του «ιστορικού μπλοκ» του Γκαροντί, που επανέρχεται στις αναμνήσεις του Γκράμσι, ως τις «θέσεις» της ιταλικής ομάδας του μανιφέστου.
Οι λύσεις έχουν κοινά σημεία και θέτουν ταυτόχρονα μία σειρά κοινών προβλημάτων.
α. Γενικά υποθέτουν αυτές οι λύσεις (και αυτή είναι επίσης η περίπτωση για το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα) ότι η συμμαχία της εργατικής τάξης – διανοουμένων, στην πλατιά της έννοια, έχει την προτεραιότητα απέναντι στην παραδοσιακή συμμαχία εργατικής τάξης - στρατού και μεσαίας αγροτιάς. Κι οι δύο στοχοθετήσεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη, αλλά πρόκειται ως ένα βαθμό για μία αναπροσαρμογή στο παλιό σχήμα της τρίτης διεθνούς, πρώτα να γίνει ένα εργατικό μέτωπο (μέσα στην εργατική τάξη) και μετά σ’ αυτή την βάση, το λαϊκό μέτωπο (συμμαχία της εργατικής τάξης με τις άλλες τάξεις). Εδώ υπάρχει βεβαίως η βασική συμμαχία του μπλοκ των εργατών και διανοουμένων, πάνω στο οποίο οικοδομείται η συμμαχία αυτού του μπλοκ με την αγροτιά. Μία αμφισβητήσιμη θέση, ακόμη και με την «αστυφιλία» και τον αριθμητικό περιορισμό της αγροτιάς, αξιοπρόσεκτη είναι η θέση η οποία διαδίδει μία σειρά από ιδεολογίες για τους διανοουμένους σαν σχεδόν εργάτες (επιστήμη = παραγωγική δύναμη). Τονίζουμε ότι ο Γκράμσι είδε τη βασική σχέση εργάτες - αγρότες σαν το βασικό «ιστορικό μπλοκ».
β.. Το «ιστορικό μπλοκ» εργάτες / διανοούμενοι – και εδώ ακριβώς βρίσκεται η σημασία της έκφρασης ιστορικό μπλοκ - ξεχωρίζει από μιαν απλή συμμαχία από το γεγονός ότι, ενώ η «συμμαχία» εμπεριέχει μια διάκριση και μια ιδιαίτερη αυτονομία των μελών της με ειδικά συμφέροντα και δική τους οργάνωσης, το ιστορικό μπλοκ σημαίνει μία σύνδεση και οργανική Ένωση μελών με μακροπρόθεσμα ίδια συμφέροντα.
Από τη μία δεν αποδεικνύεται καθόλου ότι σήμερα οι διανοούμενοι των μικροαστών ταυτίζουν τα δικά τους συμφέροντα με αυτά της εργατικής τάξης, παρά το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι είναι διατεθειμένοι να πάρουν το μέρος της εργατικής τάξης. Μολονότι από την άλλη αληθεύει, ότι αυτή η λύση προσπαθεί να ξεπεράσει την αναπαραγόμενη διάκριση εργατών - διανοουμένων μέσα στις πολιτικές οργανώσεις, δεν αληθεύει λιγότερο ότι αυτή παραμένει και μόνο στα λόγια. Η συζήτηση για τις μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης παραμένει ανοιχτή.
V. ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Είναι επίσης αναγκαίες μερικές παρατηρήσεις, οι οποίες αναφέρονται αυτή τη φορά στις κυρίαρχες τάξεις, κυρίως την αστική τάξη. Και σε αυτό το πεδίο ο μαρξισμός έχει κάνει μερικές διακρίσεις που αποτρέπουν σχηματικές αναλύσεις.
5.1 Το βασικό πρόβλημα αφορά εδώ στο διαχωρισμό σε βιομηχανική, εμπορική και χρηματιστική αστική τάξη, η οποία, εκτός των άλλων, χωρίς να υπεισέρχεται κανείς διεξοδικά, προσαρμόζεται στο μεγάλο και μεσαίο κεφάλαιο και στον μονοπωλιακό καπιταλισμό. Έτσι αν λοιπόν κανείς μιλά για την μπουρζουαζία σαν κυρίαρχη τάξη, δεν πρέπει να ξεχνά ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μία συμμαχία μεταξύ περισσοτέρων κυρίαρχων αστικών μερίδων, οι οποίες παίρνουν μέρος στην πολιτική κυριαρχία. Στην αρχή του καπιταλισμού περιελάμβανε συχνά αυτή η συμμαχία εξουσίας, αυτό που κάνεις χαρακτηρίζει ως «μπλοκ εξουσίας», πλάι στην μπουρζουαζία και άλλες τάξεις, ιδιαίτερα τους ευπατρίδες.
Το αποφασιστικό, όμως, ζήτημα είναι ότι αυτή η συμμαχία πολλών τάξεων και μερίδων, που όλες είναι κυρίαρχες, μπορεί κατά κανόνα να λειτουργεί μόνο κάτω από την ηγεσία μιας μερίδας ή τάξης, της ηγεμονικής μερίδας, που κάτω από την ηγεσία της ενώνει το μπλοκ εξουσίας, εξασφαλίζοντας τα γενικά συμφέροντα της συμμαχίας και τα ειδικά συμφέροντα μέσω του κράτους.
Οι εσωτερικές αντιθέσεις των κυρίαρχων μερίδων και οι αγώνες τους για την ηγεμονική θέση έχουν σίγουρα δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με τις κύριες αντιθέσεις μπουρζουαζία/ προλεταριάτο, αλλά αυτός ο ρόλος παραμένει βασικός. Οι διάφορες μορφές κράτους και κυβέρνησης χαρακτηρίζεται, πράγματι - όπως ανέφερε ο Μαρξ « 18η Brumaire» από την εναλλαγή της ηγεμονίας μεταξύ των διαφόρων αστικών μερίδων. Έτσι οικονομική κυριαρχία και πολιτική ηγεμονία δεν συμπίπτουν αναγκαστικά και με μηχανιστικό τρόπο μεταξύ τους. Μια αστική φράξια μπορεί να έχει τον πρωτεύοντα ρόλο στην οικονομία, χωρίς να έχει γι αυτό και την πολιτική ηγεμονία. Αυτό ιδιαίτερα ήταν η περίπτωση του μονοπωλιακού μεγάλου κεφαλαίου που κυριαρχούσε στην οικονομία, ενώ η πολιτική ηγεμονία ανήκε σε αυτήν ή εκείνη τη μερίδα του μεσαίου κεφαλαίου. Η σπουδαιότητα αυτών των παρατηρήσεων γίνεται καταφανής κατά την εξέταση του Γκολισμού.
Πρέπει να τονίσει κανείς ξεκάθαρα ότι η συμμαχία εξουσίας μεταξύ κυρίαρχων τάξεων και μερίδων κάτω από την ηγεσία μιας ηγεμονικής ημερίδας, στων οποίων τα συμφέροντα τους ανταποκρίνεται ο κρατικός μηχανισμός, είναι μία διαρκής συντεταγμένη της μορφής αστικής εξουσίας. Όταν μιλά κανείς για την ηγεμονική μερίδα, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι αυτή δεν είναι η μοναδική κυρίαρχη δύναμη, αλλά μόνον η ηγεμονική δύναμη ενός συνόλου μερίδων, οι οποίες όλες επίσης κυριαρχούν. Όταν για παράδειγμα ο Μαρξ χαρακτήριζε σαν οικονομική φράξια κάτω από τον Louis Bonaparte την βιομηχανική μπουρζουαζία, τόνιζε αμέσως ότι η πολιτική κυριαρχία περιελάμβανε και τις άλλες μερίδες της μπουρζουαζίας. Αυτό ισχύει στον ίδιο βαθμό στις σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες και τη σχέση κυρίως μεταξύ μεγάλου και μεσαίου κεφαλαίου. Σε αυτές τις κοινωνίες είναι τώρα πλέον το μεγάλο κεφάλαιο ηγεμονική φράξια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το μέσο κεφάλαιο αποκλείεται από την πολιτική εξουσία. Σε αυτήν παίρνουν μέρος όλες οι κυρίαρχες φράξιες κάτω από την ηγεμονία του μεγάλου κεφαλαίου. Η αντίθεση μεταξύ μεγάλου και μεσαίου κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο από τη σημερινή μορφή των αντιθέσεων μεταξύ των κυρίαρχων αστικών μερίδων.
Αυτό το στοιχείο είναι ιδιαίτερη ανάγκη να το υπογραμμίσουμε εν όψει μερικών σύγχρονων αναλύσεων που αφορούν στον «κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό» και την «αντιμονοπωλιακή συμμαχία». Οι αναλύσεις αυτές αποσιωπούν πράγματι τις άλλες κυρίαρχες αστικές φράξιες και μιλούν μόνο για την ηγεμονική μερίδα, το μεγάλο κεφάλαιο. Όταν λοιπόν δεν υπάρχει πια ο χωρισμός σε ηγεμονικές μερίδες και κυριαρχίας μερίδες, φτάνει κανείς στο ακόλουθο: Υποθέτει κανείς ως ένα βαθμό, ότι η θέση της πολιτικής κυριαρχίας κατέχεται μόνον από το μεγάλο κεφάλαιο και ότι οι άλλες αστικές φράξιες είναι από αυτήν αποκλεισμένες.
Το ζήτημα είναι σημαντικό και βλέπει κανείς πολύ καλά τις πολιτικές συνέπειες που πηγάζουν από αυτό. Η προπαγάνδιση μιας πλατιάς «αντιμονοπωλιακής συμμαχίας» που φθάνει ως το μεσαίο κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους, που από αυτήν την αιτία βαφτίζεται με το όνομα «φιλελεύθερη μπουρζουαζία», «ειλικρινείς δημοκράτες» σε αντιδιαστολή με τη δύναμη των εκατό οικογενειών που χαρακτηρίζονται σαν κυρίαρχη μερίδα. Με αφετηρία αυτό το γεγονός επεκτείνονται οι στρατηγικές συμμαχίες - μία εντελώς διαφορετική υπόθεση από αυτή των τακτικών συμβιβασμών - της εργατικής τάξης ως τις κυρίαρχες αστικές μερίδες, το μεσαίο κεφάλαιο. Γνωρίζει κανείς, ότι λίγο πολύ αυτός είναι ο δρόμος για μία Προοδευτική Δημοκρατία, η οποία προπαγανδίζεται από τα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα. Τα πράγματα δεν παριστάνονται σίγουρα με έναν τέτοιο κτηνώδη τρόπο. Το βρίσκει κανείς ωστόσο στην έκδοση που προαναφέραμε του γαλλικού Κομμουνιστικού κόμματος «Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός». Κάθε φορά όταν πρόκειται πραγματικά για το θέμα της πολιτικής κυριαρχίας, αναφέρει κανείς μόνο τα μεγάλα μονοπώλια. Από την άλλη πλευρά κάθε φορά, όταν πρόκειται για ένα άλλο «κεφάλαιο» και όχι για το «μεγάλο κεφάλαιο», αναφέρει κανείς σχεδόν μόνο «μικρό κεφάλαιο» με το οποίο αναζητεί συμμαχίες. Πρέπει λοιπόν να ξεκαθαριστούν οι όροι. Όταν κανείς με τον όρο «μικρό κεφάλαιο» εννοεί του βιοτέχνη, τη βιοτεχνική μικροαστική τάξη κι αυτή των τεχνουργών και του εμπορίου, για να συζητήσει για μία τέτοια συμμαχία, τότε αυτό είναι σωστό, αυτό το «μικρό κεφάλαιο», η μικροαστική τάξη, δεν ανήκει πραγματικά στο κεφάλαιο σαν τέτοιο δηλαδή στις μερίδες της μπουρζουαζίας. Αλλά η χρησιμοποίηση της έκφρασης «μικρό κεφάλαιο» στην έκδοση του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος έχει μία εντελώς διαφορετική λειτουργία. Μιλώντας μόνο για τα «μεγάλα μονοπώλια» και το «μικρό κεφαλαίο» και σιωπώντας το μεσαίο κεφάλαιο, αφήνει να εννοηθεί πως ό,τι δεν ανήκει στα μεγάλα μονοπώλια, στη μοναδική κυρίαρχη μερίδα, αποτελεί αυτόματα τμήμα του μικρού κεφαλαίου, με το οποίο μπορεί να συμμαχεί η εργατική τάξη, συμπεριλαμβάνοντας έτσι το μεσαίο στο μικρό κεφάλαιο. Στις σπάνιες, τέλος, θέσεις της έκδοσης του γαλλικού Κομμουνιστικού κόμματος, όπου μιλά για μεσαίο κεφάλαιο, αυτό συμβαίνει, για να το τοποθετήσει ρητά στην ίδια πλευρά με αυτήν του μικρού κεφαλαίου, αφού και τα δύο μαζί οφείλουν να βρίσκονται σε αντίθεση με το μεγάλο κεφάλαιο.
5.2. Ο ακριβής εντοπισμός της ηγεμονικής λειτουργίας του μπλοκ εξουσίας θέτει δύσκολα προβλήματα, και μάλιστα περισσότερα, όταν η ηγεμονική τάξη ή μερίδα διαχωρίζεται από την κυβερνητική τάξη ή μερίδα. Με τον όρο κυβερνητική μερίδα η τάξη νοείται πραγματική εκείνη από την οποία στρατολογείται το ανωτέρω προσωπικό του κρατικού μηχανισμού, οι πολιτικοί υπάλληλοι στην ευρεία τους έννοια. Αυτή η τάξη μπορεί να διαχωρίζεται από την ηγεμονική τάξη ή μερίδα. Ο Μαρξ μας δίνει για παράδειγμα την περίπτωση της μεγάλης Βρετανίας στα τέλη του περασμένου αιώνα. Ενώ η χρηματιστηριακή μπουρζουαζία - οι τράπεζες - είναι ηγεμονική μερίδα της τάξης, στρατολογείται το «ανώτερο» προσωπικό της διοίκησης, του στρατού και της διπλωματίας από την αριστοκρατία, η οποία παίρνει έτσι τη θέση της κυβερνητικής τάξης. Το ίδιο μπορεί να συμβεί κάτω από την ηγεμονία του μονοπωλιακού μεγάλου κεφαλαίου. Σε αυτήν την περίπτωση στρατολογείται το ανώτερο προσωπικό του κράτους από το μεσαίο κεφάλαιο, από τη μεσαία αστική τάξη. Σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις στρατολογείται αυτό το ανωτέρω προσωπικό από μία τάξη, η οποία δεν αποτελεί τμήμα του μπλοκ εξουσίας. Αυτό ισχύει ειδικά στην περίπτωση του φασισμού όπου η μικροαστική τάξη ήταν η «κυβερνητική τάξη» κάτω από την ηγεμονία του μεγάλου κεφαλαίου, η οποία μέσω του φασιστικού κόμματος τοποθετούσε τα ανώτερα στελέχη των κρατικών μηχανισμών. Αυτή η διάκριση μεταξύ ηγεμονικής τάξης ή μερίδας από τη μία πλευρά και κυβερνητικής τάξης ή μερίδας από την άλλη είναι τελικά σημαντική για την στρατηγική των συμμαχιών και συνεργασιών που είναι αναγκαία για την εγκαθίδρυση της ηγεμονίας. Αν κανείς το παραβλέψει οδηγείται σε δύο αποτελέσματα.:
5.2.1. Κάτω από τα διαδραματιζόμενα στην πολιτική σκηνή να μην μπορεί να αποδείξει την πραγματική ηγεμονία. Να συμπεραίνει, πως η τάξη που καταλαμβάνει τις κορυφές του κρατικού προσωπικού είναι η ηγεμονική τάξη ή μερίδα. Έτσι στην προαναφερόμενη περίπτωση του φασισμού που αναφέραμε έφτασαν αρκετοί σοσιαλδημοκράτες, συγγραφείς και πολιτικοί να θεωρούν το φασισμό σαν τη δικτατορία της μικροαστικής τάξης. Θολωμένοι από την θέση της κυβερνητικής τάξης που έπαιρνε η μικροαστική τάξη, ταύτισαν αυτή την θέση με την πραγματική ηγεμονία, που κατείχε το μεγάλο κεφάλαιο. Αλλά και σε άλλες μορφές κράτους η θέση της κυβερνητικής φράξιας,, που καταλάμβανε το μεσαίο κεφάλαιο, έχει αποκρύψει το γεγονός ότι η κυβέρνηση κάλυπτε την πολιτική ηγεμονία του μεγάλου κεφαλαίου. Συναφής περίπτωση είναι η "New Deal" στην περίοδο του Ρούσβελτ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
5.2.2. Να θέλει κανείς με κάθε τρόπο να ανακαλύψει την πολιτική ηγεμονία στο γεγονός ότι η ηγεμονική ημερίδα η ίδια αυτόματα από το κέντρο της θα πρέπει να θέτει τις κορυφές του κρατικού μηχανισμού. Βρίσκει κανείς σήμερα αυτή την τάση στις διατυπώσεις για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, οι οποίες λένε ότι παριστάνει τη συγχώνευση του κράτους και των μονοπωλίων σε έναν ενιαίο μηχανισμό. Οι επιστημονικές αποδείξεις που φέρνει κανείς είναι μυστηριώδης σχέσεις συγγένειας εξαδελφοσύνης από το παρελθόν και λοιπά μεταξύ των μεγάλων μονοπωλίων και των κορυφών του κρατικού μηχανισμού και του πολιτικού προσωπικού. Το τυπικό επιχείρημα ενός τέτοιου συλλογισμού είναι «Pompidou = Bankier από το Rothschild».
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι σήμερα επιτυγχάνεται μία ορισμένη τάση κατάληψης των κορυφών του μηχανισμό από εκπροσώπους των μεγάλων μονοπωλίων. Αλλά αυτή η τάση απέχει πολύ από το να είναι γενικευμένη και μάλιστα κυρίαρχη. Αρκεί κανείς να σκεφθεί την πολιτική ηγεμονία των μεγάλων μονοπωλίων, που πραγματοποιείται σήμερα συχνά από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις (Αυστρία, Δυτική Γερμανία, Σουηδία, μεγάλη Βρετανία στην περίοδο του Ουίλσον), δηλαδή με ένα πολιτικό προσωπικό που προέρχεται κατά το μεγαλύτερο του μέρος απ τη μεσαία και μάλιστα που τον μικροαστική τάξη, για να μην πούμε από την εργατική αριστοκρατία. Είναι γνωστό ότι στην ίδια την Γαλλία, βάσει της ειδικής σύστασης της γραφειοκρατίας και του κράτους-σώματος, καθώς και του συμβιβασμού ιακωβινικού τύπου μεταξύ μπουρζουαζίας και μικροαστικής τάξης, καταλαμβάνονται οι κορυφές του κρατικού μηχανισμού από εκπροσώπους μεσαίας και ακόμη μικροαστικής προέλευσης.
Σημαντικό, όμως, είναι, ότι αυτό το γεγονός, που είναι ανώφελο να το αρνούμαστε, δεν εμποδίζει την εγκαθίδρυση της πολιτικής ηγεμονίας του μεγάλου κεφαλαίου. Αν διαψεύδει κανείς αυτό το γεγονός, νομίζοντας ότι η πολιτική ηγεμονία μπορεί να ταυτίζεται μόνο με την θέση της κυρίαρχης φράξιας ή τάξης, απορρίπτει ως άχρηστες τις κριτικές. Η αντιστοιχία μεταξύ των συμφερόντων της ηγεμονικής φράξιας, σ’ αυτήν την περίπτωση των μεγάλων μονοπωλίων, και αυτής της πολιτικής του κράτους δεν βασίζεται στην πραγματικότητα σε μία υπόθεση σύνδεσης προσώπων. Εξαρτάται βασικά από μία σειρά αντικειμενικών συντεταγμένων, που αφορούν στο σύνολο της οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας κάτω από την δράση των μεγάλων μονοπωλίων και, συναφές με αυτό, του αντικειμενικού ρόλου του κράτους. Το κράτος δεν είναι ένα απλό «όργανο» που θα μπορούσε να προσαρμόσει τα συμφέροντα της ηγεμονικής μερίδας με το να το έχει – με την φυσική έννοια- «προσωπικά» στο χέρι. Η αιτία για την αντικειμενική του λειτουργία σε σχέση με το σύστημα στο σύνολο του είναι, ότι το κράτος, σε μία κοινωνία οργανωμένη κάτω από την δράση των μονοπωλίων, μόνο τα συμφέροντα αυτών μπορεί να εξυπηρετεί. Έτσι παραπέμπει κανείς το πρόβλημα μιας πιθανής διαφοροποίησης μεταξύ κυβερνητικής τάξης ή φράξιας και της ηγεμονίας τους στο ερώτημα, που αναφέρθηκε με αφορμή τις κοινωνικές κατηγορίες, όπως της διοικητικής γραφειοκρατίας, της σχετικής τους αυτονομίας απέναντι στις τάξεις και μερίδες στις οποίες ανήκουν οι εκπρόσωποί τους. Δυνάμει του αντικειμενικού ρόλου του κράτους υπηρετούν αυτές οι κατηγορίες, λοιπόν, τα ηγεμονικά συμφέροντα, συχνά σε αντίθεση με τα συμφέροντα των δικών τους τάξεων ή μερίδων.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι το γεγονός, ότι το ανώτέρο προσωπικό του κράτους έχει αυτή ή εκείνη την ταξική υπηκοότητα,, θα ‘ταν εντελώς ασήμαντο. Είναι για παράδειγμα ξεκάθαρο, ότι η σήμερα αυξανόμενη σύμπλεξη των αντιπροσώπων και των άμεσων εκπροσώπων των μονοπωλίων με το προσωπικό του κράτους έχει τόσες τις αιτίες της. Ευνοεί την άλωση του κράτους από το μονοπώλια. Όμως πρέπει να δει κανείς ότι αυτό το ερώτημα δεν είναι το πιο σημαντικό. Δεν θα μπορούσε, δηλαδή, για παράδειγμα, να περιοριστεί μία «λαϊκή κυβέρνηση» σε απλές αλλαγές στο ανώτερο προσωπικό του κράτους και έτσι να πιστεύει ότι θα αρκούσαν απλά οι καλές προθέσεις για να αλλάξουν τα πράγματα. Πρόκειται για την αλλαγή των δομών του ίδιου του κράτους και της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά είναι επίσης σαφές ότι αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν θα μπορούσα να γίνουν σωστά αν παραμένει άθικτος ο κρατικός μηχανισμός και το προσωπικό του κράτους. Γνωρίζει κανείς ότι οι μετασχηματισμοί των δομών σκοντάφτουν στις αντιδράσεις του κρατικού προσωπικού, μπορούν να παραμείνουν τελείως αδρανείς. Μπορεί κανείς να δει τη σπουδαιότητα του προβλήματος, αν ξαναδιαβάσει τα κείμενα του Λένιν, που αφορούν στη χρησιμοποίηση από την εργατική τάξη των αστών «ειδικών» στον μηχανισμό του κράτους.
5.2.3 Μερικές τελευταίες παρατηρήσεις αφορούν τελικά στην μορφή έκφρασης των αντιθέσεων μεταξύ κυρίαρχων, ηγεμονικών και κυβερνητικών τάξεων και μερίδων μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Πρόκειται μόνο για παραπεμπτικές παρατηρήσεις, αφού δεν είναι δυνατόν σε αυτό το κείμενο για τις κοινωνικές τάξεις να διερευνηθεί το πρόβλημα του κράτους. Θα αναφερθούμε με συντομία στον ρόλο του στην αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων
Πρέπει κανείς να έχει υπ όψιν του ότι το κράτος συγκροτείται από πολλούς μηχανισμούς. Από τον κατασταλτικό μηχανισμό και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς. Ο καταστατικός μηχανισμός έχει ως κύριο ρόλο αυτόν της καταπίεσης. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί αυτών της ιδεολογικής επεξεργασίας και επιβολής. Ιδεολογικοί μηχανισμοί είναι η Εκκλησία, το σχολικό σύστημα, τα αστικά και μικροαστικά κόμματα, ο τύπος, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, η έντυπες εκδόσεις κλπ.. Αυτοί οι μηχανισμοί ανήκουν στο κρατικό σύστημα, βάσει της αντικειμενικής της λειτουργίας της ιδεολογικής επεξεργασίας και επιβολής, ανεξάρτητα από το γεγονός, αν αυτοί από τυπική νομική άποψη είναι κρατικοποιημένα ή δημόσια, η διατηρούν έναν ιδιωτικό χαρακτήρα.
Ο κατασταλτικός μηχανισμός περιέχει πολλά ειδικά τμήματα, το στρατό, την αστυνομία. την διοίκηση, τα δικαστήρια κλπ.
Συμπεραίνει κανείς, λοιπόν, ότι το πεδίο της πολιτικής κυριαρχίας δεν κατέχετε μόνο από την ηγεμονική τάξη ή μερίδα και μόνο, αλλά από ένα σύνολο κυρίαρχων τάξεων και μερίδων. Απ αυτό το γεγονός προκύπτει ότι οι αντιθετικές σχέσεις μεταξύ αυτών των τάξεων και μερίδων εκφράζονται σαν σχέσεις εξουσίας μέσα στούς μηχανισμούς και τα τμήματά του. Δηλαδή ότι αυτοί μηχανισμοί και τμήματα δεν ενσαρκώνουν όλη την εξουσία της ηγεμονικής τάξης η μερίδας, άρα μπορούν να εκφράζουν την εξουσία και τα συμφέροντα και άλλων κυρίαρχων τάξεων και μερίδων. Με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να μιλά για μία σχετική αυτονομία των διάφορων μηχανισμών και τμημάτων μεταξύ τους μέσα στο κρατικό σύστημα, και για μια σχετική αυτονομία του συνόλου του κράτους αναφορικά με την ηγεμονική τάξη ή μερίδα.
Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα. Στην περίπτωση μιας συμμαχίας οι συμβιβασμού μεταξύ αστικής τάξης και των ευγενών στις αρχές του καπιταλισμού, ήταν η κεντρική γραφειοκρατική διοίκηση η έδρα εξουσίας της αστικής τάξης, ενώ η Εκκλησία, ιδιαίτερα η καθολική Εκκλησία, ήταν η έδρα εξουσίας των ευγενών. Παρόμοιες διαβαθμίσεις αναφέρονται μεταξύ των ίδιων των τμημάτων του κατασταλτικού μηχανισμού. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, στην μεσοπόλεμο περίοδο και πριν την άνοδο του ναζισμού, ήταν ο στρατός η έδρα εξουσίας των μεγαλογαιοκτημόνων , τα δικαστήρια η έδρα εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ η διοίκηση ήταν μοιρασμένη στο μεγάλο και μεσαίο κεφάλαιο. Στις περιπτώσεις μετάβασης του μεγάλου κεφαλαίου στην ηγεμονία είναι συχνά η διοίκηση και ο στρατός αυτά που σχηματίζουν την έδρα εξουσίας του (το στρατιωτικό - βιομηχανικό σύμπλεγμα), ενώ το Κοινοβούλιο σχηματίζει την έδρα εξουσίας του μεσαίου κεφαλαίου, αυτό είναι επίσης και μία των αιτίων παρακμής του Κοινοβουλίου στο μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, οι οποίοι δυνάμει της λειτουργίας τους κατέχουν μία σχετική αυτονομία πιο διευρυμένη απ αυτήν του κατασταλτικού μηχανισμού, συμπεραίνει κανείς ότι μερικές φορές μπορούν να είναι έδρες εξουσίας τάξεων, οι οποίες δεν συγκαταλέγονται στις κυρίαρχες τάξεις. Αυτό συμβαίνει, μερικές φορές, με την μικροαστική τάξη και μάλιστα βάσει των συμμαχιών και συμβιβασμών μεταξύ αυτής και του κυρίαρχου συνασπισμού. Στην Γαλλία, για παράδειγμα, στην οποία αυτοί οι συμβιβασμοί είχαν για ιστορικούς λόγους μεγάλη σημασία, ήταν για αρκετό καιρό το σχολικό σύστημα ένας κρατικός μηχανισμός που είχε παραχωρηθεί ως ένα βαθμό στην μικροαστική τάξη. Αυτή αναδείχθηκε έτσι για αρκετό καιρό σε τάξη προστασίας του συστήματος.
Αλλά αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι ένα σύνολο μεμονωμένων τμημάτων, που παριστάνει μία μοιρασιά της πολιτικής εξουσίας μεταξύ διαφόρων τάξεων και μερίδων. Ακριβώς το αντίθετο, το καπιταλιστικό κράτος εκφράζει πάντα, πέρα από τις αντιθέσεις μέσα στούς μηχανισμούς του, μία δική τους εσωτερική ενότητα, που είναι μία ενότητα της εξουσίας της τάξης εξουσίας, της ηγεμονικής τάξης ή μερίδας. Αυτό συμβαίνει όμως κατά ένα σύνθετο τρόπο. Η λειτουργία του κρατικού μηχανισμού διασφαλίζεται από την υπεροχή ορισμένων μηχανισμών και τμημάτων του πάνω σε άλλους, και το τμήμα η ο μηχανισμός που επικρατεί είναι γενικά αυτός που συγκροτεί την έδρα εξουσίας της ηγεμονικής τάξης ή μερίδας Αυτό ενεργεί έτσι, που στην περίπτωση μιας αλλαγής στην ηγεμονία, να παρουσιάζονται αλλαγές και μετατοπίσεις ορισμένων μηχανισμών και τμημάτων απέναντι άλλων, αυτές οι μετατοπίσεις ορίζουν επίσης και την αλλαγή των μορφών κράτους και καθεστώτων.
Βλέπει, λοιπόν, κανείς, ότι κάθε συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης πρέπει συγχρόνως να παίρνει υπόψη της τις σχέσεις της ταξικής πάλης και τις πραγματικές σχέσεις μέσα στους μηχανισμούς του κράτους, τις πραγματικές σχέσεις που καλύπτονται γενικά πίσω από τα τυπικά θεσμικά φαινόμενα. Η ακριβής ανάλυση των σχέσεων εξουσίας μέσα στους μηχανισμούς μπορεί να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε κατά ακριβή τρόπο την ηγεμονική μερίδα. Αν, για παράδειγμα, εξακριβώσει κανείς την επικυριαρχία ενός μηχανισμού η άλλου τμήματος πάνω στους άλλους και συγχρόνως τα ειδικά συμφέροντα που κυρίως εξυπηρετεί, μπορεί να βγάλει συμπεράσματα για την ηγεμονική μερίδα. Αλλά εδώ πρόκειται πάντα για μία διαλεκτική μέθοδο. Από την άλλη όμως μπορεί κανείς, εντοπίζοντας στο σύνολο των σχέσεων μιας κοινωνίας την ηγεμονική ημερίδα και τις προνομιούχες σχέσεις της με έναν μηχανισμό η τμήμα, να πάρει την απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι ο κυρίαρχος μηχανισμός στο κράτος, δηλαδή ο μηχανισμός μέσω του οποίου η ηγεμονική μερίδα κρατά στο χέρι της τον πραγματικό μοχλό εξουσίας του κράτους.
Αλλά είναι επίσης σαφές ότι στο σύμπλεγμα σχέσεων ταξική πάλη / μηχανισμός, η ταξική πάλη παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Δεν είναι οι θεσμικές αλλαγές που έχουν σαν επακόλουθο κοινωνικά κινήματα όπως πιστεύει μία σειρά θεσμικών κοινωνιολόγων,αλλά είναι η ταξική πάλη αυτή που ορίζει τις αλλαγές των μηχανισμών.
VI. Η ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
Η τελευταία αυτή παρατήρηση, που είναι εξαιρετικά σημαντική, γίνεται πιο σαφής αν ξεκινά κανείς από την οπτική της διευρυμένης αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων. Πραγματικά οι κοινωνικές τάξεις υπάρχουν μόνο στην πάλη των τάξεων, η οποία έχει μία ιστορική και δυναμική διάσταση. Ο σχηματισμός, κι ακόμη η οριοθέτηση των τάξεων μερίδων, στρωμάτων και κατηγοριών, μπορεί τότε μόνο να προκύψει, όταν ληφθεί υπ όψιν αυτή η ιστορική προοπτική της ταξικής πάλης, η οποία βάζει την προβληματική της αναπαραγωγής τους. Αυτό πρέπει να το υπογραμμίσουμε.
Αφού αναλύσαμε με μία σειρά ζητημάτων, προκύπτει το σημαντικό εδώ και λίγό καιρό ζήτημα της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων. Ένα ζήτημα, που μπορεί να γίνει ορθά καταληπτό σε όλη του την έκταση - ο αναγνώστης θα έπρεπε να το φέρει ζωηρά στη μνήμη του - μόνο μέσα στα πλαίσια της προαναφερθείσης προβληματικής των κοινωνικών τάξεων και της πάλης των τάξεων. Παράλληλα για την ανάλυση των προβλημάτων της κρατικής εξουσίας είχε αποδώσει κανείς ιδιαίτερη σημασία σε έναν εκ των αποφασιστικότερων ρόλων όλων των μηχανισμών του κράτους και ειδικά των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, σε ένα ρόλο που διαδραματίζουν οι μηχανισμοί στην αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων. Δεν είναι λοιπόν πρόθεση μου σ’ αυτές τις τελικές διαπιστώσεις να επανέλθω στο σύνολο αυτού του προβλήματος. Θα προσπαθήσω, περισσότερο, να φωτίσω μερικές πλευρές του, αποφεύγοντας ορισμένες λαθεμένες ερμηνείες και διαλέγοντας σαν παράδειγμα τον ρόλο του εκπαιδευτικού μηχανισμού σ’ αυτήν την αναπαραγωγή, ένα παράδειγμα στο οποίο στρέφεται τελευταία η προσοχή των μαρξιστικών αναλύσεων
6.1. Οι μηχανισμοί του κράτους, μεταξύ των οποίων και η εκπαίδευση, σαν ιδεολογικός μηχανισμός, δεν δημιουργούν το διαχωρισμό σε τάξεις αλλά συμβάλουν σε αυτό τον διαχωρισμό και έτσι στη διευρυμένη αναπαραγωγή τους.
Όλες οι εμπλοκές αυτές της πρότασης είναι για να επιλυθούν. Έτσι που να μην είναι μόνο οι παραγωγικές σχέσεις αυτές που ορίζουν τους μηχανισμούς, αλλά και να μην είναι οι μηχανισμοί του κράτους αυτοί που διευθύνουν την ταξική πάλη, όπως θεωρεί μία τελείως θεσμική παράδοση, αλλά να είναι η πάλη των τάξεων αυτή που προσδιορίζει τους μηχανισμούς σε όλα τα επίπεδα.
Στην πράξη πρέπει να δώσει κανείς ιδιαίτερη προσοχή στον ακριβή ρόλο των ιδεολογικών μηχανισμών στην αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, διότι αυτή η αναπαραγωγή κυριαρχεί στο σύνολο της αναπαραγωγής, ιδιαίτερα της εργατικής δύναμης και των μέσων εργασίας. Αυτό είναι μία συνέπεια του γεγονότος ότι οι παραγωγικές σχέσεις στην βασική τους αναφορά στις σχέσεις πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας / υποταγής είναι αυτές που κυριαρχούν την διαδικασία εργασίας μέσα στην παραγωγική διαδικασία.
6.1.1. Η διευρυνόμενη αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων (των κοινωνικών σχέσεων) περιέχει δύο οπτικές, οι οποίες υπάρχουν μόνο στην ενότητα της.
- Η διευρυμένη αναπαραγωγή των θέσεων, που κατέχονται από τα πρόσωπα. Αυτές οι θέσεις χαρακτηρίζουν τον δομικό προσδιορισμό των τάξεων, δηλαδή το πραγματικό τρόπο προσδιορισμού μέσω των δομής - παραγωγικών σχέσεις, ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία / υποταγή - στους τρόπους πρακτικής των τάξεων. Αυτός ο προσδιορισμός των τάξεων διευθύνει εξάλλου την αναπαραγωγή τους. Διαφορετικά ειπωμένο, ο Μαρξ υπογράμμισε - πρέπει να το θυμηθεί κανείς - ότι είναι ακριβώς η ύπαρξη ενός τρόπου παραγωγής που περιέχει μπουρζουαζία και προλεταριάτο, και που προκαλεί την διευρυμένη αναπαραγωγή της αστικής τάξης και του προλεταριάτου.
- Η αναπαραγωγή / κατανομή των φορέων σε αυτές τις θέσεις. Αυτή η δεύτερη άποψη της αναπαραγωγής που θέτει την ερώτηση : ποιος κατέχει πως και σε ποια στιγμή αυτήν η εκείνη τη θέση κλπ., ποιος είναι ή θα γίνει αστός, προλετάριος, μικροαστός, φτωχός αγρότης κλπ. υποτάσσεται στην πρώτη άποψη δηλαδή στην αναπαραγωγή των ίδιων των θέσεων των κοινωνικών τάξεων. (Στο γεγονός ότι ο καπιταλισμός αναπαράγει στη διευρυμένη του αναπαραγωγή την μπουρζουαζία, το προλεταριάτο και την μικροαστική τάξη σε νέα μορφή στη διάρκεια της σύγχρονης φάσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ή επίσης ότι αυτός ο καπιταλισμός εξαφανίζει μονομερώς ορισμένες τάξεις ή μερίδες τάξεων μέσα στους κοινωνικούς σχηματισμούς στους οποίους λαμβάνει χώρα η διευρυμένη αναπαραγωγή τους – οι μικροαγρότες, η παραδοσιακή μικροαστική τάξη κλπ.). Διαφορετικά ειπωμένο, αν είναι σωστό, ότι οι φορείς οι ίδιοι πρέπει να αναπαραχθούν - " ειδικευμένοι - υποταγμένοι» - για να καταλάβουν συγκεκριμένες θέσεις, έτσι είναι εξίσου σωστό ότι αυτή η κατανομή των φορέων δεν ρυθμίζεται κατά τη δική τους εκλογή ή επιθυμία, αλλά βάσει της αναπαραγωγής αυτόν των ίδιων των θέσεων.
6.1.2. Είναι επίσης απαραίτητο να τονίσουμε, ότι ο διαχωρισμός των δύο αυτών απόψεων της αναπαραγωγής, αυτής των θέσεων και αυτής των φορέων, δεν συμπίπτει με την διαφορά μεταξύ αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων από τη μία μεριά και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης από την άλλη. Αυτές οι δύο απόψεις χαρακτηρίζουν το σύνολο της αναπαραγωγής μέσα στην οποία κυριαρχεί η αναπαραγωγή του κοινωνικών σχέσεων για την οποία εδώ γίνεται λόγος. Αλλά στο σύνολο της αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένης και αυτής των κοινωνικών σχέσεων, η αναπαραγωγή των θέσεων συγκροτεί την κύρια άποψη.
Ο ρόλος τώρα των μηχανισμών του κράτους, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης ως ιδεολογικός μηχανισμός, δεν είναι ο ίδιος αναφορικά με τις δύο όψεις της αναπαραγωγής..
6.2. Επειδή ο δομικός προσδιορισμός των τάξεων δεν περιορίζεται μόνο στις θέσεις στην παραγωγική διαδικασία - σε μία οικονομική κατάσταση των ίδιων των τάξεων -, αλλά επεκτείνεται σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, υπεισέρχονται αυτοί οι μηχανισμοί σαν ενσάρκωση των ιδεολογικών και πολιτικών σχέσεων - της ιδεολογικής και πολιτικής κυριαρχίας στον προσδιορισμό των τάξεων. Αυτοί μηχανισμοί επεμβαίνουν, δυνάμει του ρόλου τους στην αναπαραγωγή των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων, στην αναπαραγωγή των θέσεων, οι οποίες ορίζουν τις κοινωνικές τάξεις. Ας αναφέρουμε επίσης ότι ο ρόλος του εποικοδομήματος, όπως μερικές φορές νομίζει κανείς, δεν περιορίζεται μόνο στην αναπαραγωγή, στον ίδιο βαθμό που περιορίζεται ο ρόλος της βάσης μόνο στην παραγωγή ή αναπαραγωγή των προϊόντων και των μέσων της εργασίας (αλλά επεκτείνεται και στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων). Ο ρόλος των μηχανισμών στην αναπαραγωγή μπορεί να εξηγηθεί μόνο, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση αναπαραγωγής, βάσει του ρόλου στην συγκρότηση ενός τρόπου παραγωγής (και των παραγωγικών του σχέσεων), δηλαδή μέσω του ρόλου τους στην παραγωγή των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων.
Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους επεμβαίνουν, λοιπόν, ενεργά στην αναπαραγωγή των θέσεων των κοινωνικών τάξεων. Αλλά αν κανείς δεν θέλει να παίξει σε μία ιδεαλιστική και θεσμική άποψη των κοινωνικών σχέσεων, στην άποψη που δέχεται τις κοινωνικές τάξεις και την ταξική πάλη σαν προϊόντα των μηχανισμών, πρέπει τότε να δει ότι αυτή η άποψη της αναπαραγωγής επεκτείνεται πέρα από τους μηχανισμούς και ξεφεύγει απ αυτούς, χαράζοντας τα όριά τους. Πραγματικά μπορεί κανείς να μιλά για μία πρωταρχική αναπαραγωγή για μία βασική αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων μέσα και μέσω της πάλης των τάξεων στην οποία διαδραματίζεται η διευρυμένη αναπαραγωγή της δομής - συμπεριλαμβανομένων και των σχέσεων παραγωγής - η οποία κατευθύνει την λειτουργία και τον ρόλο των θεσμών. Ας πάρουμε θελημένα ένα σχηματικό παράδειγμα. Δεν είναι η ύπαρξη ενός προλετάριου και νέων από ειδικά σχολεία μικροαστών αυτή που ορίζει την ύπαρξη και αναπαραγωγή - διεύρυνση, μείωση, ορισμένες μορφές κατηγοριοποίησης κλπ - της εργατικής τάξης και μιας μικροαστικής τάξης. Είναι, αντίθετα, η επίδραση των παραγωγικών σχέσεων, των σύνθετων μορφών της οικονομικής ιδιοκτησίας και ιδιοποίησης πάνω στην εργασιακή διαδικασία, ακριβώς πάνω στην παραγωγική διαδικασία στην σύνδεση της με τις πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις και έτσι πάνω στην οικονομική, πολιτική και ιδεολογικής πάλη των τάξεων, αυτό που δημιουργεί αυτό το σχολείο. Αυτό εξηγεί, γιατί δεν διεξάγεται η αναπαραγωγή μέσω των μηχανισμών χωρίς αγώνες, αντιφάσεις και διαρκείς τριβές στο εσωτερικό της. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς τελικά να καταλάβει την άλλη πλευρά του ζητήματος. Όπως η διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων εξαρτάται από την ταξική πάλη, κατά τον ίδιο τρόπο εξαρτάται η επαναστατικότητα από αυτή την πάλη. Δεν αφορά λοιπόν αυτή η βασική αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων μόνο στις θέσεις στις σχέσεις παραγωγής δηλαδή στις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις. Δεν αφορά σε μία « οικονομική αυτοαναπαραγωγή » των τάξεων απέναντι σε μια ιδεολογική και πολιτική αναπαραγωγή μέσω των μηχανισμών. Πρόκειται ακριβώς για μία πρωταρχική αναπαραγωγή στην και μέσω της ταξικής πάλης σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Όπως ο δομικός τους προσδιορισμός αφορά στην αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων, στον ίδιο βαθμό αφορά στις πολιτικές (κοινωνικές) και ιδεολογικές (κοινωνικές) σχέσεις του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, οι οποίες παίρνουν ένα αποφασιστικό ρόλο αναφορικά με τις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις. Αυτό συμβαίνει, διότι ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας δεν αφορά μόνο στις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις, αλλά επίσης στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, μέσα στις οποίες κυριαρχεί της εργασίας ο «τεχνικός καταμερισμός». Αυτό είναι μία συνέπεια της κυριαρχίας των παραγωγικών σχέσεων πάνω στη εργασιακή διαδικασία μέσα στην παραγωγική διαδικασία.
Το να λέει κανείς ότι αυτή η πρωταρχική αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων εξαρτάται από την πάλη των τάξεων σημαίνει επίσης ότι οι συγκεκριμένες μορφές της εξαρτώνται από την ιστορία των κοινωνικών σχηματισμών. Αυτή ή εκείνη η αναπαραγωγή της μπουρζουαζίας ή της εργατικής τάξης, των αγροτικών τάξεων, της παλιάς και νέας μικροαστικής τάξης, εξαρτώνται από την ταξική πάλη σε αυτούς τους σχηματισμός. Κανείς χρειάζεται μόνο να αναφέρει την ειδική μορφή και τον ειδικό ρυθμό της αναπαραγωγής της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης και της αγροτιάς στη Γαλλία κάτω από τον καπιταλισμό, συγκρατώντας τις ειδικές μορφές των συμμαχιών της με την αστική τάξη. Ο ρόλος των μηχανισμών σε αυτή την αναπαραγωγή μπορεί να εξαχθεί από τις σχέσεις της με την ταξική πάλη. Ο ιδιαίτερος ρόλος στη Γαλλία βρίσκεται ως γνωστόν στις σχέσεις της συμμαχίας αστική / μικροαστική τάξη, που έχει καθορίσει για αρκετό καιρό το γαλλικό κοινωνικό σχηματισμό.
Έτσι συγχρόνως ειπώθηκε, ότι, αν η διευρυμένη αναπαραγωγή των θέσεων των κοινωνικών τάξεων αλλάζει κυρίως σε ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο στούς ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, δεν περιορίζεται όμως εκεί.
6.3. Ας επανέλθουμε στην προαναφερόμενη περίπτωση του διαχωρισμού μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας: αυτός ο διαχωρισμός, ο οποίος είναι ίδιον του προσδιορισμού των θέσεων στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, δεν περιορίζεται σε καμιά περιπτώσεις στο οικονομικό και μόνο πεδίο, όπου – μόλις προαναφέρθηκε – ουσιαστικά δεν έχει έναν δικό του ρόλο αναφορικά με το διαχωρισμό των τάξεων - ο παραγωγικός εργάτης, το προλεταριάτο, το οποίο παράγει υπεραξία, εμπόρευμα, δεν συμπίπτει σε καμιά περίπτωση με τη χειρωνακτική εργασία. Ο διαχωρισμός χειρωνακτικής / διανοητικής εργασίας μπορεί να κατανοηθεί στην προέκτασή του πάνω στις πολιτικές θέσεις και τις ιδεολογικές θέσεις του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας στις επιχειρήσεις – επίβλεψη και διεύθυνση της εργασίας, σε σύνδεση με διανοητική εργασία και το μυστικό της γνώσης - και συγχρόνως του συνόλου του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, πάνω σε σχέσεις, οι οποίες επεμβαίνουν στην οριοθέτηση των θέσεων των κοινωνικών τάξεων. Αλλά είναι σαφές, ότι δεν δημιουργεί το σχολείο ή άλλοι ιδεολογικοί μηχανισμοί αυτό τον διαχωρισμό, ή πως είναι οι πρώτοι και τελικοί παράγοντες της αναπαραγωγής του, αν και επεμβαίνουν σε αυτήν την αναπαραγωγή, εμφανιζόμενοι ταυτόχρονα κάτω από την καπιταλιστική τους μορφή, ως επίδραση αυτού του διαχωρισμού και της αναπαραγωγής του μέσα και μέσω της ταξικής πάλης. Δηλαδή, αν το σχολείο αναπαράγει στο εσωτερικό του αυτόν το διαχωρισμό σε χειρωνακτική και διανοητική εργασία, είναι ακριβώς, επειδή αυτό το σχολείο δυνάμει της καπιταλιστικής του φύσης προσδιορίζεται μέσω της σχέσης – και αναπαράγεται ως μηχανισμός από αυτήν την σχέση - διαχωρισμού χειρωνακτικής / πνευματικής εργασία - και σε μια αναπαραγωγή αυτού του διαχωρισμού -, η οποία ξεπερνά το σχολείο και του προσδίδει τον ρόλο του. (Διαχωρισμός της εκπαίδευσης από την παραγωγή, που συνδέεται με το διαχωρισμό και την αποξένωση των άμεσων παραγωγών και από τα μέσα παραγωγής).
6.4. Ακόμη περισσότερο: πρέπει να δει κανείς, όταν μιλάει για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, ότι αυτοί οι μηχανισμοί εξίσου ελάχιστα δημιουργούν ιδεολογία, όσο είναι και οι πρώτοι και τελικοί παράγοντες της αναπαραγωγής των σχέσεων ιδεολογικής κυριαρχίας / υποταγής. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί επεξεργάζεται μόνο την κυρίαρχη ιδεολογία και την εσωτερικοποιούν. Δεν είναι η εκκλησία - όπως θεωρούσε Max Weber - που δημιουργεί και συντηρεί τη θρησκεία, αλλά είναι θρησκεία που δημιουργεί και διατηρεί την Εκκλησία. Αναφορικά με τις καπιταλιστικές και ιδεολογικές σχέσεις προσφέρουν οι αναλύσεις του Μαρξ για τον φετιχισμό των εμπρευμάτων, ο οποίος αναφέρεται στην διαδικασία εκμετάλλευσης του κεφαλαίου, είναι ένα άριστο παράδειγμα για μία αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία επεκτείνεται πέραν των μηχανισμών: αυτό που παρατηρεί ο Μαρξ, όταν πολύ συχνά μιλά για μια «ανταπόκριση» και ως εκ τούτου για μια «δάκριση» των «θεσμών» και των «μορφών της κοινωνικής συνείδησης». Κοντολογίς, ο ρόλος της ιδεολογίας και του πολιτικού στην διευρυμένη αναπαραγωγή των θέσεων των κοινωνικών τάξεων δεν συμπίπτει κατ ευθείαν με την πάλη των τάξεων, η οποία εξουσιάζει τον μηχανισμό.
Από αυτό προκύπτει σαν συνέπεια, ότι η αναπαραγωγή των θέσεων στις σχέσεις ιδεολογικής και πολιτικής κυριαρχίας, εφ’ όσον απευθύνεται στους μηχανισμούς, απευθύνεται επίσης και σε άλλους μηχανισμούς εκτός από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, κυρίως στους ίδιους τους οικονομικούς μηχανισμούς: μια επιχείρηση, σαν παραγωγική μονάδα και κάτω από την καπιταλιστική της μορφή, συγκροτεί επίσης έναν μηχανισμό, με την έννοια μάλιστα, ότι αυτή, πέρα από τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας στο εσωτερικό της, - δεσποτική οργάνωση της εργασίας -, αναπαράγει και η ίδια τις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις, οι οποίες αφορούν στις θέσεις των κοινωνικών τάξεων. Δηλαδή, η αναπαραγωγή των ιδεολογικών σχέσεων, στους οποίους αποδίδεται ένας βασικός ρόλος, δεν είναι μόνο υπόθεση των ιδεολογικών μηχανισμών, σαν να αφορούσαν, ό,τι συμβαίνει στην παραγωγή, μόνο στο «Οικονομικό», ενώ στούς ιδεολογικούς μηχανισμούς αποδίδεται το μονοπώλιο της αναπαραγωγής των σχέσεων ιδεολογικής κυριαρχίας.
6.5. Ας επανέλθουμε, λοιπόν, τώρα στην δεύτερη άποψη της αναπαραγωγής, στην αναπαραγωγή των φορέων. Αυτή η αναπαραγωγή περιλαμβάνει, σαν στιγμές μιας ίδιας διαδικασίας, την ειδίκευση - υποταγή των ατόμων, έτσι που να μπορούν να καταλάβουν αυτές τις θέσεις, και την κατανομή των φορέων σε αυτές τις θέσεις: αν κανείς καταλάβει ακριβώς την συνάρθρωση των δύο όψεων της αναπαραγωγής, αυτή των θέσεων που κι αυτή των φορέων, μπορεί τότε να αντιληφθεί την αναποτελεσματικότητα της αστικής προβληματική της κοινωνικής κινητικότητας. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους και ειδικά τα σχολεία έχουν εδώ μία αποφασιστική λειτουργία. Θα πρέπει κανείς να κάνει μερικές ακόμη διαπιστώσεις.
6.5.1. Είναι σωστό, ότι η αναπαραγωγή των φορέων, ιδιαίτερα η περίφημη «εκπαίδευση» των φορέων της παραγωγής, δεν αφορά σε έναν απλό «τεχνικό καταμερισμό» της εργασίας – μια τεχνική εκπαίδευση, - αλλά συγκροτεί μία πραγματική ειδίκευση - υποταγή, που επεκτείνεται στις πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις: αποδεικνύει πραγματικά εδώ η διευρυμένη αναπαραγωγή των φορέων μία άποψη της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων, η οποία εκφράζει το περίγραμμα της αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αν αυτό δεν ενσωματώνει έναν ιδιαίτερο ρόλο όσον αφορά στο σχολείο, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά, ότι αυτή η ειδίκευση - υποταγή σαν τέτοια - κι όχι μόνο σε τεχνική εκπαίδευση στην εργασία - πως κι αυτή λαμβάνει χώρα μέσα στους ίδιους τους οικονομικούς μηχανισμούς, αφού η επιχείρηση δεν είναι μία απλή παραγωγική μονάδα. Αυτή ενσωματώνει επιπλέον των ιδιαίτερο ρόλο της επιχείρησης, επίσης ως μηχανισμός, κατά την κατανομή των φορέων στο εσωτερικό της. Αυτός ο ρόλος του οικονομικού μηχανισμού είναι κυρίαρχος αναφορικά με τους μετανάστες εργάτες, αλλά δεν αφορά μόνον σ’ αυτούς. Όποιος ξεχνά αυτό το ρόλο των οικονομικών μηχανισμών και νομίζει πως οι φορείς κατανέμονται αποκλειστικά στο σχολείο - δηλαδή πριν τον οικονομικό μηχανισμό, εξυπηρετεί μια ίδιου τύπου οπισθοδρομική και μονόπλευρη εξήγηση όπως εκείνου, ο οποίος θεωρεί, ότι αυτές οι δυνάμεις θα κατανεμηθούν από τώρα και αποκλειστικά στην οικογένεια – δηλ. πριν το σχολείο. Στον ίδιο μικρό βαθμό που έχουν αυτές κάστες καταγωγής ή κληρονομικότητας, έχουν και οι καπιταλιστικές τάξεις σχολικές κάστες. Στον ελάχιστο βαθμό που ισχύει τελικά αυτή η οπισθοδρομική εξήγηση για την σχέση οικογένεια-σχολείο, ισχύει και για την σχέση σχολείο-οικονομικός μηχανισμός, στον βαθμό που, όπως η οικογένεια ασκεί την επιρροή της δια μέσου του σχολείου, ασκεί το σχολείο την επιρροή του μέσω της οικονομικής δραστηριότητας των φορέων – αυτό καλείται κόσμια διαρκής εκπαίδευση.
6.5.2. Κανείς πρέπει να προσέξει, ότι η δεύτερη αυτή άποψη της αναπαραγωγής υποτάσσεται στην πρώτη – επειδή και στον βαθμό που υπάρχει διευρυμένη αναπαραγωγή των θέσεων, υπάρχει αυτή ή εκείνη αναπαραγωγή-κατανομή των φορέων πάνω σ’ αυτή – και ότι είναι άρρηκτα δεμένη με αυτή. Και δεν πρέπει να ξεχνά κανείς, ότι ο συγκεκριμένος ρόλος αναφορικά με την κατανομή των φορέων στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού αντιστοιχεί στην αγορά εργασίας, ως έκφραση της διευρυμένης αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων: και αυτό, εάν δεν αφορά στην κυριολεξία μια ενιαία αγορά εργασίας, δηλ. ακόμη και αν η αγορά εργασίας βάσει, μεταξύ άλλων, των επιρροών των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους ( δεν είναι ένας άνεργος φοιτητής, που καταλαμβάνει την θέση ενός άνεργου) ασκεί την ζήτησή του σ’ ένα ήδη κατανεμημένο πεδίο. Και αυτό επειδή κάτω από την οπτική αυτή υπάρχει επίσης μια ουσιαστική σχέση μεταξύ μηχανισμών κατανομής και παραγωγικών σχέσεων: μια σχέση, η οποία κάτω από τις επιρροές των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους θέτει τα όρια στην κατανομή αυτή της αγοράς εργασίας. Για παράδειγμα, δεν προκαλεί το σχολείο, το γεγονός ότι είναι αγρότες αυτοί που καταλαμβάνουν τις θέσεις των εργατών. Είναι η αστυφιλία, τουτέστιν η προκαλούμενη με την διευρυμένη αναπαραγωγή της εργατικής τάξης κατάργηση των θέσεων στην επαρχία, η οποία κατευθύνει το σχολείο σ’ αυτήν την άποψη.
6.5.3. Στον βαθμό, τελικά, που αυτή η άποψη της αναπαραγωγής υποτάσσεται στην πρώτη, και που πρόκειται για την διευρυμένη αναπαραγωγή, πρέπει να αποδώσει κανείς τις άμεσες επιδράσεις των θέσεων στους ίδιους τους φορείς, που δεν είναι τίποτε άλλο, από το να ξαναβρούμε τα πρωτεία της ταξικής πάλης πάνω στους μηχανισμούς. Δεν πρόκειται πραγματικά στην κυριολεξία για πρωταρχικά (προ- ή εξωσχολικούς) «ελεύθερους» και «κινητικούς» φορείς, οι οποίοι κυκλοφορούν μεταξύ αυτών των θέσεων σύμφωνα με τις εντολές των ιδεολογικών μηχανισμών και σύμφωνα με τις ιδεολογικές επιρροές ή της εκπαίδευσης, την οποία λαμβάνουν.. Είναι σωστό, ότι οι τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν είναι κάστες, , ότι η προέλευση των φορέων δεν συνδέεται με συγκεκριμένες θέσεις και ότι ο είναι πολύ σημαντικός ο ειδικός ρόλος του σχολείου και των άλλων μηχανισμών ως κατανομείς των φορέων σ’ αυτές τις θέσεις. Αλλά δεν είναι λιγότερο αλήθεια, ότι αυτές οι κατανομές εξηγούνται από το γεγονός ότι μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών, είναι οι αστοί, οι οποίοι παραμένουν συνήθως αστοί – και τα παιδιά τους που γίνονται αστοί – και οι προλετάριοι είναι αυτοί, οι οποίο συνήθως παραμένουν προλετάριοι – και τα παιδιά τους που γίνονται προλετάριοι. Αυτό δείχνει, ότι η κατανομή ούτε κύρια ούτε αποκλειστικά παίρνει λόγω του σχολείου αυτήν την μορφή, αλλά λόγω των θέσεων πάνω στους ίδιους τους φορείς, των θέσεων, οι οποίες μεταδίδονται στο σχολείο και εκτός αυτού στην οικογένεια. Δεν πρόκειται βασικά σ’ αυτήν την περίπτωση, όπως θέλουν να πιστεύουμε μερικές αναλύσεις, για ένα εναλλακτικό οικογένεια-σχολείο στην τάξη της αιτιολογίας: πρόκειται για ένα «ζεύγος» οικογένεια-σχολείο ως πρώτο ιδρυτή των επιρροών αυτών της κατανομής. Πρόκειται πολύ περισσότερο για μια σειρά σχέσεων μεταξύ μηχανισμών, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στην ταξική πάλη. Διαφορετικά ειπωμένο, πρόκειται για μια πρωταρχική κατανομή των φορέων, η οποία είναι συνδεδεμένη με την πρωταρχική αναπαραγωγή των θέσεων των κοινωνικών τάξεων: αποδίδει σ’ αυτόν ή εκείνον τον μηχανισμό, σ’ αυτήν η εκείνη την σειρά μηχανισμών τον ανάλογο δικό της ρόλο, τον οποίον αναλαμβάνουν στην αναπαραγωγή των φορέων.
Μετάφραση - επιμέλεια: Ι. Μότσης
[1] Marcellin = Γάλλος υπουργός εσωτερικών με συμπάθειες στην άκρα δεξιά