Off Canvas sidebar is empty

ΑΙΓΥΠΤΟΣ

Σύντομη ιστορική αναδρομή

Η παρουσία σημαντικού αριθμητικά ελληνισμού στην Αίγυπτο, ξεκινά ουσιαστικά κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα και φτάνει στο αποκορύφωμα της κατά το πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα, μετά από το οποίο αρχίζει η φθίνουσα πορεία του.

Πριν από τον 19ο αιώ., η μετανάστευση Ελλήνων προς την Αίγυπτο είναι σποραδική και μεμονωμένη, ενώ στη συνέχεια, αυτή η μετακίνηση τείνει να συγκεντρώνει τα χαρα­κτηριστικά εκείνα, που μπορούν να την εντάξουν στον ορισμό που δίνουν για τη μετανά­στευση οι J. J. Mangalamκαι Η. Schwartzellerο οποίος έχει ως εξής: «η σχετικά διαρ­κής μετακίνηση από ένα γεωγραφικό τόπο σε έναν άλλο, μιας σειράς ατόμων, της οποίας μετακίνησης προηγείται μια διαδικασία λήψης απόφασης εκ μέρους αυτών των ίδιων ατόμων, πάνω στη βάση μιας αξιολογικά δομημένης σειράς από αίτια και σκοπούς και απ' την οποία μετακίνηση προκύπτουν αλλαγές στο σύστημα αλληλεπίδρασης των ατόμων» [Mangalam-Schwartzeller 1969-70: 5-19].

Δυο είναι οι βασικοί λόγοι, που εξηγούν τη δημιουργία αυτού του «ρεύματος» μετανά­στευσης ελληνικού πληθυσμού προς την Αίγυπτο:

• Πρώτον (και όσον αφορά στον τόπο προέλευσης, δηλαδή την Ελλάδα), η κακή οικονο­μική κατάσταση της χώρας, κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, όταν ξεκινά την ιστορία της ως ανεξάρτητο κράτος, μετά από τέσσερις αιώνες οθωμανικής διοίκησης. Η κατάσταση αυτή έστρεψε τις αναζητήσεις για μια «καλύτερη μοίρα», σε έδαφος άλλο από αυτό της τότε ελληνικής επικράτειας, ενώ το στοιχείο της γεωγραφικής εγγύ­τητας καθιστούσε την απόφαση πιο «εφικτή» και πιο εύκολη για την εποχή.

Δεύτερον (και όσον αφορά στον τόπο προορισμού, δηλαδή την Αίγυπτο), τα ενθαρρυ­ντικά μέτρα του Μωχάμετ Άλι, -που διοίκησε την Αίγυπτο απ' το 1805 ως το 1848-, για την εγκατάσταση ξένων εμπόρων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση αρκετών Ελλήνων να κατευθυνθούν εκεί για την ανάπτυξη των εμπορικών και επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.

Εκτός όμως απ' την ευνοϊκή στάση που κράτησε ο Μωχάμετ Άλι, στο θέμα της εγκα­τάστασης ξένων στην Αίγυπτο, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το υφιστάμενο τότε καθεστώς των Διομολογήσεων. Οι Διομολογήσεις, καθεστώς το οποίο ίσχυσε μέχρι το 1937 οπότε και καταργήθηκε, αφορούσαν στην έκδοση «διαβατηρίων» -σειρά τροποποιήσεων των οθωμανικών νόμων περί μετακινήσεως πληθυσμών στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και περί της άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων-, και αποτέλεσαν έναν ευνοϊκό παράγο­ντα για τους τότε μεταναστεύοντες Έλληνες.

Τη σύγχρονη περίοδο εγκατάστασης των Ελλήνων στην Αίγυπτο, ο καθ. Ευθ. Σουλογιάννης τη χωρίζει σε τέσσερις περιόδους

ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1830-1881: καλύπτει την περίοδο απ' την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως την επανάσταση του Οράμπι στην Αίγυπτο και την αρχή της βρετανικής κα­τοχής. Την περίοδο αυτή, διαμορφώνεται ο ελληνισμός της Αιγύπτου, αρχίζει η οργάνω­ση του σε συλλόγους και κοινότητες ενώ συνάπτονται οι πρώτες διμερείς σχέσεις μετα­ξύ Ελλάδας και Αιγύπτου.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1882-1913: από την αρχή της βρετανικής κατοχής στην Αίγυ­πτο μέχρι την επίσημη ανακήρυξη της ως προτεκτοράτου και τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Έλληνες κυριαρχούν σε πολλούς τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων και συνεχίζουν την οργάνωση τους.

ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1914-1940: από την ανακήρυξη του προτεκτοράτου μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι η περίοδος της μεγάλης ακμής του εκεί Ελληνισμού εκεί σε όλους τους τομείς, οικονομικό, πνευματικό κλπ. Η Αίγυπτος αποκτά την ανεξαρτησία της και οι νέες πολιτικές συνθήκες αφήνουν να διαφανούν τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια για  το μέλλον της ελληνικής παροικίας.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1940 - σήμερα: από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τις μέρες μας. Είναι η περίοδος της μεγάλης διαρροής των Αιγυπτιωτών -σε Ελλάδα, Η ΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Ν. Αφρική-, σαν συνέπεια μιας σειράς θεσμικών αλλαγών στον τρό­πο άσκησης των οικονομικών δραστηριοτήτων τους, και γενικότερα, ριζικής αλλαγής του ζωτικού περιβάλλοντος της χώρας.

 

Η δεκαετία του '90 βρίσκει τον ελληνισμό της Αιγύπτου στο απόγειο της συρρίκνωσης του. Το υπουργείο Εξωτερικών υπολογίζει τους Έλληνες που παραμένουν στην Αίγυπτο σε 5.000. Ο αριθμός αυτός είναι μάλλον αισιόδοξος και δεν αντανακλά τη σημερινή πραγματικότητα. Σύμφωνα με άλλες πηγές, τύπος, Συνέδριο Αιγυπτιωτών κλπ, ο αριθμός των Ελλήνων που διαμένουν στην Αίγυπτο δεν ξεπερνά τους 1.000 συνο­λικά και από αυτούς οι περισσότεροι πηγαινοέρχονται μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου.

Ούτε η σύνθεση του πληθυσμού που έχει απομείνει αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδο­ξίας για το μέλλον. Η πλειοψηφία είναι άτομα ηλικιωμένα. Ελάχιστοι είναι αυτοί που ανή­κουν στις παραγωγικές ηλικίες, ενώ και τα παιδιά που έχουν απομείνει, μόλις τελειώσουν τη βασική εκπαίδευση, φεύγουν για την Ελλάδα ή κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα για να συνεχίσουν τις σπουδές τους και συνήθως δεν ξαναεπιστρέφουν πίσω στην Αίγυπτο

Η πλειοψηφία των Αιγυπτιωτών που εγκατέλειψαν την Αίγυπτο, την τελευταία τριακο­νταετία κατευθύνθηκαν είτε προς τον κυρίως ελλαδικό χώρο, είτε μετανάστευσαν σε κά­ποια από τις χώρες όπου υπάρχει ισχυρή ελληνική παρουσία όπως οι Η ΠΑ, η Αυστραλία, η Ν. Αφρική.

 

Η ελληνόγλωσση εκπαίδευση

 

Ήδη από το 17ο αιώνα, το Ελληνικό Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας λειτουργούσε τρία σχολεία για τα παιδιά των Ελλήνων. Η συστηματική ελληνόφωνη εκπαίδευση αρχίζει το 1854 στην Αλεξάνδρεια, και το 1860 επεκτείνεται στο Κάιρο. Την εποχή της ακμής και της μεγάλης αριθμητι­κής παρουσίας, η ελληνόφωνη εκπαίδευση επεκτείνεται και στις άλλες μικρότερες κοινό­τητες όπου υπάρχει ελληνικό στοιχείο. Από τη δεκαετία του '60 όμως, που αρχίζει η συρρίκνωση του ελληνισμού αρχίζουν να φθίνουν και τα ελληνικά σχολεία, όπως είναι φυσικό, ιδιαίτερα στις μικρότερες κοινότητες όπως π.χ. στη Μανσούρα, που ως το 1967 παρέχονταν ελληνική βασική και μέση εκπαίδευση.

Ως σταθμούς της ελληνόφωνης εκπαίδευσης στην Αίγυπτο μπορούμε να αναφέρουμε:

α) τη μετατροπή του Αβερώφειου Γυμνασίου Αγοριών σε εξατάξιο το 1912-13,

β) τη μετο­νομασία της Σαλβάγειου Σχολής σε Εμπορική Σχολή, και τη μετατροπή της το 1937 σε εξα­τάξια,

γ) την απόφαση για εισαγωγή της διδασκαλίας της αραβικής γλώσσας στην ελληνική εκπαίδευση,

δ) το χτίσιμο του πρώτου μικτού δημοτικού σχολείου το 1926 με το όνομα Φαμηλειάδειος Σχολή, και

ε) τη μετατροπή σε εξατάξιο του Γυμνασίου Κοριτσιών το 1939.

Σήμερα, στην περιοχή της Αλεξάνδρειας, λειτουργεί το Αβερώφειο Γυμνάσιο-Λύκειο, η Πρατσίκειος Δημοτική Σχολή, και ένας παιδικός σταθμός. Στην περιοχή του Καΐρου, λει­τουργεί η Αχιλοπούλειος Δημοτική Σχολή και η Αμπέτειος Σχολή.

Τα σχολεία της περιοχής Αλεξάνδρειας λειτουργούν σε πρωινή βάση και παρέχουν πλήρες πρόγραμμα ελληνικής εκπαίδευσης. Κύριος φορέας, υπεύθυνος για τη λειτουρ­γία τους, είναι η Ε.Κ.Α. και το ελληνικό υπουργείο Παιδείας. Τα ελληνικά σχολεία υπάγο­νται τόσο στους ελληνικούς, όσο και στους αιγυπτιακούς εκπαιδευτικούς νόμους. Το Αβερώφειο Γυμνάσιο-Λύκειο στεγάζει 35 μαθητές. Από αυτούς οι 18 είναι παιδιά προξενι­κών υπαλλήλων, εκπαιδευτικών, κυπρίων ή από μικτούς γάμους. Στην Πρατσίκειο δημοτι­κή σχολή φοιτούν 39 μαθητές από τους οποίους μόνο οι 12 είναι αμιγή παιδιά αιγυπτιω­τών. Στο νηπιαγωγείο η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, σε σύνολο 10 παιδιών μόνο τα 3 είναι παιδιά αιγυπτίωτών Ελλήνων.

Σε απογευματινή βάση λειτουργεί ακόμα το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών το οποίο απευθύνεται στους αλλοδαπούς που επιθυμούν να μάθουν την ελληνική γλώσσα. Την ευ­θύνη λειτουργίας του Κέντρου έχει το Γενικό Προξενείο.

Στο Κάιρο, τα σχολεία λειτουργούν και αυτά σε πρωινή βάση και υπάγονται στο ίδιο καθεστώς με αυτά της Αλεξάνδρειας. Στην Αχιλοπούλειο Δημοτική Σχολή, που διαθέτει και νηπιαγωγείο, φοιτούν 61 μαθητές (46 στο δημοτικό, 15 στο νηπιαγωγείο). Η Αμπέτειος Σχολή ανήκει στο ανεξάρτητο Ίδρυμα της Αμπετείου Σχολής και διαθέτει γυμνάσιο και λύκειο (γενικής και τεχνικής κατεύθυνσης). Στο γυμνάσιο φοιτούν 39 μαθητές και στο λύκειο 37, οι οποίοι είναι λίγοι, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με το αιγυπτιακό τμήμα της Σχο­λής στο οποίο φοιτούν 700 μαθητές [ΥΠΕΞ 1992: ]. Οι μισοί σχεδόν μαθητές στην Αχιλοπουλειο Σχολή και στο γυμνάσιο της Αμπετείου διαθέτουν τόσο την ελληνική, όσο και την αιγυπτιακή υπηκοότητα. Αντίθετα, ο αριθμός αυτός μειώνεται σημαντικά ανάμεσα στους μαθητές του λυκείου, όπου λιγότεροι από το 1/3 έχουν διπλή υπηκοότητα.

Οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν στα σχολεία προέρχονται κυρίως από την Ελλάδα, εκτός φυσικά από τους καθηγητές της αραβικής γλώσσας που προέρχονται από το αι­γυπτιακό υπουργείο παιδείας.