«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη. Δώσ' της κλώτσο να κυλήσει παραμύθι ν'αρχινήσει.»
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, υπήρχε μια φυλή, οι Γρεκόνοι, που κατοικούσαν σε μια γωνιά της Στενώπης την Γρεκονία. Ηταν έξυπνη φυλή, αλλά και εγωϊστές. Το άτομό τους ήταν «πάντων χρημάτων μέτρον». Αδέσμευτο , αυθαίρετο και ατίθασο , αλλα και αληθινά ελεύθερο ,
ορθώνονταν το «εγω» των Γρεκόνων. Αυτό τους έκανε να σκέφτονταν πρώτα αυτοί όλα για την φύση, την φιλοσοφία, τις τέχνες και τις επιστήμες. Χάρις σε αυτό η σχέση τους με το σύμπαν , με τα πράγματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιάτευε , αλλα ήταν πάντα νέα , δροσερή και το κάθε τι, χάρις σε αυτό το «εγω» αντιχτυπούσε σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή τους. Ολες οι άλλες φυλές, αν και καμώνονταν πως πρώτα αυτές τα βρήκανε, δεν βλέπανε μέσα από τα δικά τους μάτια αλλά μέσα από τα μάτια των Γρεκόνων.
Αυτό λοιπόν που ήταν χάρισμα των Γρεκόνων είχε και την κακή του την πλευρά. Αυτό που οικοδομεί, αυτό και γκρεμίζει. Ετσι ήρθανε καιροί όπου ο γρεκονικός εγωισμός ξέχασε την τέχνη που οικοδομεί τους ιδανικούς κόσμους, αλλά δεν ξέχασε την τέχνη που γκρεμίζει τις πραγματικές πολιτείες. Ευτυχώς για την Γρεκονία αυτή η αρρώστεια είχε πλήξει κυρίως την κάστα των λεγόμενων ηγεμόνων, η οποία για την πάρτη της καταδολίευε εύστροφα με σοφιστικούς διαλογισμούς την ευημερία της Γρεκονικής Πολιτείας. Ετσι οι πιο πολλοί ηγεμόνες είχαν καταφέρει να έχουν τους δικούς του χειροκροτητές στην Εκκλησία του Δήμου και να τους παραπλανούν με υποσχέσεις που ήξεραν πως δεν θα τις κάνουν ποτέ πράξη. Αυτό έχει γίνει έθος και παράδοση. Αλίμονο, όμως, στους λαούς όταν τις προσπάθειές τους τις ενσαρκώνουν μονάχα σε μεμονωμένα άτομα που περνούν και όχι σε ανθρώπινες κοινότητες, σε θεσμούς που αντέχουν στην ροή των πραγμάτων και σηκώνουν άνετα τον όγκο των πολύχρονων έργων.
Ετσι και κατ’ αυτό τον τρόπο ανέδειξαν οι Γρεκόνοι, αρκετούς από τους ηγεμόνες τους. Ο πλέον ανεκδιήγητος όμως ήταν ο περίφημος Γκαπάρας, ο επονομαζόμενος και πιστολέρο, αρχηγός της «Φατρίας των Πράσινων Αλόγων». Τότε στην Γρεκονία λειτουργούσαν πολλές φατρίες. Οι πιο μεγάλες ήταν αυτή των «των Πράσινων Αλόγων» και η «Φατρία των Γαλάζιων Δέντρων». Ακολουθούσε η «Φατρία των Κόκκινων Αμνών», η «Φατρία των Απελεύθερων», η «Φατρία των Ριζιτών» και η «Φατρία των Μεταλλαγμένων». Υπήρχαν και κάποιες μικρότερες, όπως η «Φατρία των κολοβών φιδιών» που καραδοκούσε στη γωνιά, κι όπου έβλεπε μελαψό τον μαχαίρωνε, ή έκανε τον χωροφύλακα και τον πλάκωνε στο ξύλο μέχρι θανάτου, όπως ο μεγάλος τους αρχηγός Χύστερ, αντεροβγάλτης και αιμοσταγής δολοφόνος πολλών Γρεκόνων αλλά και Στενώπων και Εσπερίων.
Με το που πάτησε, λοιπόν, ο Γκαπάρας το πόδι στο καπιτώλιο άρχισε να συκοφαντεί τους Γρεκόνους σ’ όλη την Στενωπία και σ’ όλη την οικουμένη. Ακαμάτηδες τους ανέβαζε, διεφθαρμένους τους κατέβαζε, άσε που κυκλοφορούσε και με μια πιστόλα στην κωλοτσέπη. Ονειρό του φαίνεται πως ήταν να γίνει ο γελωτοποιός της Στενωπίας και καθώς δεν ήξερε πώς πιστολίζουν, πιστόλισε τον πισινό του.
Ο Γκαπάρας, λοιπόν, έμπασε κρυφά στην χώρα ένα μεγάλο ληστή, που καταδυνάστευε και άλλες χώρες. Και σαν να μην έφτανε αυτό έφερε με την βοήθεια της φατρίας του και τρεις δράκοντες με κοφτερά δόντια και πύρινες ανάσες που κατακαίγανε πόλεις κι ανθρώπους και τους έβαλε να κάνουν αυτοί κουμάντο στην Γρεκονία. Τους έκανε τα μεγάλα αφεντικά της Γρεκονίας και ο Γκαπάρας παραίτησε την Γρεκονία «αμετάκλητα και άνευ όρων» από κάθε ασυλία που της παρείχε η εθνική της κυριαρχία, έναντι όλων των δράκων και δειναστών. Οι δεινάστες ήταν μια κλίκα δανειστών που δυνάστευε την Γρεκονία.
Ετσι ξεκίνησε το μεγάλο κακό, που όμοιο του οι Γρεκόνοι δεν είχαν ξαναδεί. Οι Γρεκόνοι και ειδικά οι καϋμένοι οπαδοί της φατρίας των Πράσινων Αλόγων τρίβαν τα μάτια τους, ένοιωθαν προδομένοι. Άλλα τους έλεγαν οι εκάστοτε αρχηγοί τους πριν την σύναξη στην Πνύκα και άλλα έκαναν όταν γίνονταν ηγεμόνες. «Η Γρεκωνία είναι δυνατή» και δώστου τα δάνεια από τους δεινάστες. Και δώστου οι σπατάλες για τους μεγάλους αγώνες που οι ξένοι τους αποκαλούσαν παιγνίδια. Όλοι οι εκπρόσωποί τους στην Σύναξη των Γερόντων τους εξαπάτησαν και δούλευαν με περισσό ζήλο να αλυσοδέσουν την Γρεκονία πιο δυνατά στα νύχια των δειναστών, ξεπληρώνοντας στους δεινάστες δικά τους συμβόλαια. Κάποιοι που αντιστάθηκαν στον Γκαπάρα, αυτός τους πέταξε έξω από την φατρία. Μαζί με τον μεγάλο Βεζύρη της Γρεκονίας συμφώνησαν οι γέροντες των Πράσινων Αλόγων του Γκαπάρα να υπογράψουν με τους δράκους το πρώτο ειδικό κοντράτο αρπαγής και λεηλασίας του πλούτου της Γρεκονίας και για να μην το ξεχνάει κανείς το ονόμασαν «Μνημόσυνο». Ολες οι φατρίες ξεσηκώθηκαν κατά των Πράσινων Αλόγων, καθώς η φτώχεια και δυστυχία έκανε γιουρούσι στην Γρεκονία. Ακόμη και η φατρία των Γαλάζιων Δένδρων, τα αλλάδερφα των Πράσινων Αλόγων, δυσανασχετούσε, κυρίως για το κόλπο του Γκαπάρα να εξαπατήσει τους Γρεκόνους στην Πνύκα και να γίνει ηγεμόνας της Γρεκονίας. Οχι πως κι εκείνοι δεν έκαναν τις ίδιες απατεωνιές – παλιά μου τέχνη κόσκινο και για τις δυο αυτές φατρίες - , αλλά να, κάτι έκαναν στραβά και δεν έπιασε. Και σαν έμαθαν καλά το μάθημα, άρχισαν να τάζουν στους Γρεκόνους λαγούς με πετραχήλια. Εκαναν πως τάχα δεν συμφωνούσαν με τα καπρίτσια του Γκαπάρα και τα μνημόσυνα που υπέγραψαν τα Πράσινα Άλογα, αλλά κρυφά ετοίμαζαν τα δικά τους μνημόσυνα για την Γρεκονία.
Για να κατευνάσει η φατρία των Πράσινων Αλόγων την οργή των Γρεκόνων, παραιτούν στην σύναξη των εκπροσώπων της φατρίας τους τον Γκαπάρα και ο Μπενίλος, το πρωτοπαλλήκαρο του Γκαπάρα, που καιροφυλακτούσε από καιρό να γίνει χαλίφης στην θέση του χαλίφη, γίνεται αρχηγός της φατρίας των «Πράσινων Αλόγων». Όμως, ούτε η εκθρόνιση του Γκαπάρα, λιγόστεψε την οργή των Γρεκόνων, καθώς τα Μνημόσυνα και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι προξενούσαν βαθειές πληγές στα σώματα των Γρεκόνων, οι οποίοι κατέβηκαν στους δρόμους σε πορείες και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και αντιμετώπιζαν, όπως ήταν συνήθεια στην Γρεκονία, τις δυνάμεις των πραιτωριανών και των κουκουλοφόρων χυστερικών τεράτων της φατρίας των κολοβών φιδιών. Μέχρι τότε δεν είχαν εισακουσθεί οι προειδοποιήσεις των Ριζιτών πως η Γρεκονία έγινε το πειραματόζωο των δειναστών της Στενωπίας και όλης της οικουμένης και πως τα καμώματα και οι απάτες των Πράσινων Αλόγων και των Γαλάζιων Δένδρων βάλανε την Γρεκονία στο στόμα των δράκων. Ασε που οι δυό αυτές φατρίες ειδικεύονταν στην μαγειρική των αριθμών. Φθάσαν δε σε σημείο να καταργήσουν τον Ευκλείδη, τον Πυθαγόρα, τον Θαλή και πολλούς άλλους. Και σαν να μην έφθανε αυτό κατηγόρησαν τους Ριζίτες πως αυτοί φταίγανε που οι υδρατμοί στην ατμόσφαιρα γίνονται βροχή, χιόνι και χαλάζι και όχι μάννα εξ ουρανού για τους πεινασμένους Γρεκόνους. Οι δυο κυρίαρχες φατρίες είχαν θητεύσει για πολλά – πολλά χρόνια στην υποκριτική και την δημαγωγία. Ασε που είχαν γίνει και μερκελοτσολιάδες.
Ο καυγάς μεταξύ των Πράσινων Αλόγων και των Γαλάζιων Δένδρων έδινε κι έπαιρνε. Η υποκριτική και το ψέμμα κυριαρχούσαν στα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης. Οι μειδιάρχες, μειδιώντας κάτω από το μουστάκια τους, προσδοκούσαν μερίδιο από την λεηλασία της Γρεκονίας και σ’ αντάλλαγμα παρείχαν κάλυψη στους ηγεμόνες της Γρεκονίας και συκοφαντούσαν όσους καταγγέλλανε τις απάτες τους. Μαζί με τις Βδέλλες και το γκουβέρνο είχαν σχηματίσει το περίφημο τρίγωνο της αθλιότητας και διαφθοράς. Οι βδέλλες ήταν παράσιτα, που ζούσαν σε κάποια ειδικά παγκάκια και ρουφούσαν το αίμα των Γρεκόνων, αφού πρώτα τους παγίδευαν με δάνεια.
Πάνω στον υποκριτικό καυγά λοιπόν και αφού δώσανε τα χέρια, – σαν αλλάδερφα που ήταν - αποφάσισαν να ρωτήσουν τους Γρεκόνους ποιον από τους δυο προτιμούν για φοροεισπράκτορα. Τον Μπενίλο, ή τον Σελά, τον αρχηγό των Γαλάζιων Δένδρων.
Πάνε στην Πνύκα, λοιπόν, οι Γρεκόνοι να αναδείξουν τον νέον ηγεμόνα της Γρεκονίας και μέσα στην δυστυχία τους κάποιοι Γρεκόνοι θυμούνται τα λόγια των Ριζιτών και του νεαρού αρχηγού τους, του Ριζοκόπου, που τους καλούσε να πάψουν να είναι καρπαζοεισπράκτορες, τους καλούσε σε αγώνα για ανάκτηση της αξιοπρέπειάς τους και απελευθέρωση της Γρεκονίας από το «Μνημόσυνο», τους δράκους και τους δεινάστες. Ετσι, στην πρώτη σύναξη στην Πνύκα σταμάτησαν κάποιοι να είναι κολαούζοι του Μπενίλου και του Σελά και προτίμησαν την αξιοπρέπεια των Ριζιτών και συντάχτηκαν μαζί τους. Οι δυο φατρίες, των Πράσινων Αλόγων και των Γαλάζιων Δένδρων τρίβαν τα μάτια τους από την έκπληξη. Ετσι, όπως είχαν έρθει τα πράγματα, δεν έβγαινε ηγεμόνας της Γρεκονίας και οι Γρεκόνοι καλούνται για δεύτερη φορά στην Πνύκα να βγάλουν τον ηγεμόνα τους. Ενας νέος άνεμος, όμως, είχε αρχίσει να πνέει στην Γρεκονία και το ποτάμι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Οι Γρεκόνοι εγκατέλειπαν σιγά-σιγά αυτούς που τους είχαν εξαπατήσει, τους είχαν κλέψει τα όνειρά τους και τις ελπίδες τους και συντάσσονταν με τους ελεύθερους πολίτες των Ριζιτών. Ετσι στην δεύτερη αναμέτρηση δεν βγήκε ο ηγεμόνας που ποθούσαν οι δυο μέχρι τότε μεγάλες φατρίες, που φυλλορροούσαν συνεχώς και τους είχε πιάσει μαύρη απελπισία, καθώς ξέρανε πως αν δεν αναδείκνυαν αυτοί τον δικό τους ηγεμόνα για την Γρεκονία θα κατέληγαν σε κάποια φυλακή για τις απάτες και τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει σε βάρος της Γρεκονίας.
Σαν από μηχανής θεός κι από εμπάθεια για τους Ριζίτες προστρέχει σε βοήθεια των Σελά και Μπενίλου ο αρχηγός της Φατρίας των Μεταλλαγμένων, ο Δημάρης. Οι Μεταλλαγμένοι, ήταν κι αυτοί πριν λίγα χρόνια Ριζίτες. Στην μεγάλη, όμως, σύναξη των Ριζιτών για την ανάδειξη του αρχηγού τους, δεν βγήκε ο ίδιος αρχηγός, γι’ αυτό ο Δημάρης πήρε τους δικούς του οπαδούς και συγκρότησε την δική του φατρία εφαρμόζοντας την τέχνη που γκρεμίζει τις γρεκονικές πολιτείες. Συντάσσεται λοιπόν και ο Δημάρης με τον Μπενίλο και τον Σελά κι έτσι ως νέος ηγεμόνας της Γρεκονίας αναδεικνύεται ένα τρικέφαλο τέρας ο Κουσαμαζέλος.
Ξεχύθηκε, λοιπόν, ο Κουσαμαζέλος σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γρεκονίας να απομυζήσει τον κόπο και τον ιδρώτα των Γρεκόνων. Ο Κουσαμαζέλος που καταδυνάστευε τη χώρα, ξεπουλούσε το βιος της χώρας κοψοχρονιάς στους δεινάστες της χώρας. Οι νόμοι κόβονταν και ράβονταν στα μέτρα τους, δίκαια και θεσμοί καταπατούνταν χωρίς ντροπή. Κι εκεί στην μοιρασιά της εξουσίας στα τρία κεφάλια του δράκοντα, φεύγει με την ουρά κάτω από τα σκέλια του το ένα, κι έγινε ο Κουσαμαζέλος, …. Σαμαζέλος και ο Δημάρης να βολοδέρνει στην ορφάνια των Μεταλλαγμένων.
Σαν ύαινα περιφέρονταν ο Σαμαζέλος στα σοκκάκια της Γρεκονίας κατατρώγοντας τα σαπισμένα όνειρα και τις ελπίδες των Γρεκόνων. Σαν καραγκιόζηδες καμάρωναν πολλοί αυλικοί στα παράθυρα των Μέσων Μαζικής Εξαπάτησης διαλαλώντας την πραμάτεια του θανάτου, άλλοι της ίδιας συνομοταξίας Σαμαζέλου δούλευαν με περισσό ζήλο να καταγκρεμίσουν ό,τι είχε απομείνει όρθιο. Στο μυαλό και την ψυχή τους ένας ήταν ο εχθρός, ο λαός των Γρεκόνων. Από τα σπλάχνα τους αναδύονταν η μπόχα του χυστερισμού, βρώμαγε η ανάσα τους από την σαπίλα των νομοθετημάτων τους και καθώς έβλεπαν να μεγαλώνει μέρα τη μέρα η δύναμη των Ριζιτών ειχαν αναπτύξει ειδικές ικανότητες στην κοπτοραπτική. Ο,τι έλεγαν οι Ριζίτες το διαστρέβλωναν και έτσι αλλοιωμένο το παρουσίαζαν στα μέσα μαζικής εξαπάτησης. Το τρίγωνο της διαφθοράς είχε φθάσε στο απώγειο της καταστροφικής του εξουσίας.
Ο Σαμαζέλος είχε και την απροκάλυπτη προστασία των Μερκελάνων και των δειναστών αφού αυτών ήταν υπάκουος υπηρέτης και καθώς ζύγωναν οι μέρες που θα καλούνταν οι λαοί της Στενωπίας να αναδείξουν το δικό τους βουλευτήριο, τόσο μεγάλωνε ο τρόμος τους στο δικό τους γκρέμισμα. Κι όσο μεγάλωνε αυτός ο τρόμος, τόσο περισσότερο καταπατούσε ο Σαμαζέλος τα ήθη και την ηθική, νομίζοντας πως έτσι θα έρθει γι’ αυτόν η σωτηρία.
Κι ήρθε η μέρα της κρίσης. Ο λαός της Γρεκονίας με την ψήφο του ξεκίνησε να ξηλώνει έναν – έναν τους θήλακες της δυστυχίας του. Η μάχη του Μάη ανέδειξε τους Ριζίτες πρώτη δύναμη, ηγετική δύναμη της χώρας. Οι δεινάστες με τους υποτακτικούς τους και τα μέσα μαζικού χυστερισμού εισέπραξαν δυνατή γροθιά στο στομάχι, κι άρχισαν να ξερνούν χολή και δηλητήριο από το στόμα τους.
Η φατρία των πράσινων Αλόγων, ψαλιδισμένη στα απομισά της, έγινε φατρία των πράσινων γαϊδάρων, μιας και οι Γρεκόνοι τους υποβάθμισαν μέσα σε λίγα χρόνια από άλογα σε γαϊδούρια. Η φατρία των κολοβών φιδιών ανακάλεσε ένα μέρος των χυστερικών της που είχαν βρει καταφύγιο για πολλά χρόνια στην φατρία των Γαλάζιων δένδρων. Οι μεταλλαγμένοι αποδεκατίστηκαν. Από τα βάθη των σκοτεινών υδάτων ξεβράστηκε ένα νέο φρούτο, μια νέα φατρία, η Φατρία των βατράχων, μιας και ξέραν μόνον να κοάζουν, κουάκ - κουάκ η λαλιά τους κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε.
Η φατρία των κόκκινων αμνών κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, μιας και οι απώλειές της ήταν – καθώς οι ίδιοι το λέγανε - αποτέλεσμα της κρίσης που περνούσε η Γρεκονία και όπως όλες οι επιχειρήσεις του είδους της, έτσι κι αυτή είχε τις δικές της απώλειες.
Ο Σαμαζέλος, έχοντας το τρίτο μνημόσυνο στον κόρφο του, μαζεύτηκε στο σκοτεινό καβούκι του για να μην τον παραστρατεί το φως απ’ τους δόλιους λογισμούς του.
Εκεί στους σκοτεινούς διαδρόμους του καπιτωλίου αναζητούσε ο Σαμαζέλος μασκάρεμα των μέτρων του μνημοσύνου που ΄χε στην κόρφο του για τους Γρεκόνους. Ήταν και το στραπάτσο που έπαθε στην πρόσφατη αναμέτρηση που μετέτρεψε την φατρία των γαλάζιων δένδρων σε φατρία των σάπιων ξυνομήλων, που ΄κανε τους ώμους του να γέρνουν στα στραβά, το βλέμμα του θολό, το στόμα του ξηρό, τα τέσσερα ποδάρια του μπερδεύονταν και τό ΄να πατούσε τ’ άλλο. Φώναζε ο Μπενίλο, φώναζε ο Σελάς, τι να πρωτακούσει ο Σαμαζέλος. Χαστούκι ο Σελά, γροθιά ο Μπενίλο και πάνω στο μαλλιοτράβηγμά τους θυμούνται το βουλευτήριο. Ο Σαμαζέλος έτρεμε το βουλευτήριο γι’ αυτό κι ο Σελάς δεν πατούσε ποτέ, άφηνε τον Μπενίλο να κάνει τον συνταγματάρχη στους βολευτές του Σαμαζέλου. Κι ήταν τόσα θέματα που ‘ χαν βάλει οι Ριζίτες στο βουλευτήριο που σίγουρα αυτοί θα τους ξεβράκωναν και καθώς δεν θ’ άντεχαν το σφυροκόπημά τους αποφάσισαν να κλείσουν το βουλευτήριο.
Παρήγγειλαν, λοιπόν, στον Μεγάλο Βεζύρη της Γρεκονίας να βγάλει φιρμάνι να κλείσει το βουλευτήριο κι έτσι θα αμνηστεύονταν για τα ανομήματά τους οι κηπουργοί και τα παραπαίδια του Σαμαζέλου και οι χυστερικοί θα ανάσαιναν, μιας και σ’ αυτών την στήριξη προσδοκούσε ο Σαμαζέλος για να αντιμετωπίσει τους Ριζίτες που ακάθεκτοι σφυροκοπούσαν τις φατρίες την σάπιων ξυνομήλων, των πράσινων γαϊδάρων και των κολοβών φιδιών απαιτώντας εδώ και τώρα δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια για τους Γρεκόνους.
Η φατρία των Μεταλλαγμένων είχε τα δικά της προβλήματα. Μετά την εξαφάνισή τους στην πρόσφατη αναμέτρηση, πολλοί άρχισαν να σκέφτονται αριστερή στροφή μέχρι να συναντήσουν τους Ριζίτες και να συμμαχήσουν μαζί τους. Κάποιοι άλλοι άρχισαν να ξερογλύφονται κοιτώντας κατά την μεριά των πράσινων γαϊδάρων.
Η φατρία των κόκκινων Αμνών κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Γι’ αυτούς η πάλη για την Δημοκρατία ήταν μια ξευτίλα. Προτιμούσαν την δική τους εξουσία, την οποία αν ποτέ επέβαλαν στην Γρεκονία δεν θα την εγκατέλειπαν ποτέ. Ονειρό τους ήταν να κυβερνούν αυτοί πάντα χωρίς να ελέγχονται από κανέναν. Αυτοί ξέραν καλύτερα τι συμφέρει τον λαό κι έτσι γι’ αυτούς ο λαός των Γρεκόνων τους ήταν άχρηστος. Γι’ αυτό κι ο λαός των Γρεκόνων τους μετονόμασε σε φατρία των Άπυρων Στουρναριών.
Ο Σαμαζέλος για ν’ αλλάξει φτιασίδωμα σκέφτηκε να αλλάξει και το Συμβούλιο των κηπουργών του. Από συμβούλιο του Σελλά με μπόλικο Μπενίλο το ‘κανε συμβούλιο Μπενίλου με μπόλικο Σελλά.
Στην πρώτη σύναξή τους η Φατρία των βατράχων κράτησε το βαφτιστικό της όνομα και το "Ποτάμι" κύλησε τους "εθελοντές" του στις όχθες που χάραξαν τα μνημόσυνα για να ποτίσει τις διψασμένες, ξεραμένες ρίζες της "Ελιάς", που 'χε φυτρώσει στην μια του όχθη. Στην αντίπερα όχθη μια δάδα έπνεε τα λοίσθια, καθώς η "ελιά", στείρα από λάδι δεν μπορούσε να την ζωντανέψει, να την κάνει να φέγγει. Τον πράσινο ήλιο που ψυχορραγούσε τον έπνιξαν τα λιγοστά θολά νερά του "Ποταμιού".
Εικόνα του τέλους, καθώς ο εφιάλτης για τους Γρεκόνους κάπου εδώ θα τέλειωνε το δρόμο του κι έπρεπε ο Σαμαζέλος να φροντίσει λίγο και τα γηρατειά του, να παραδόσει την συνέχεια του έργου του σε «άξια» ποταμίσια χέρια για να διασφαλίσει και την προσωπική του σωτηρία. Ο Σαμαζέλος ψυχανεμιζόμενος το δικό του άδοξο τέλος και χωρίς κανένα απολύτως σεβασμό ούτε σε στοιχειώδεις κανόνες δημοκρατικής λειτουργίας της Γρεκονίας, συνέχιζε ασύστολα την παράδοση όλων των ασημικών του σπιτικού των Γρεκόνων στους γύπες και δεινάστες της Γρεκονίας. Στο μυαλό του κυριαρχούσε το μπακάλικο των αριθμών. Δεν του ΄βγαίναν τα νούμερα στο βουλευτήριο για να βγάλει τον μεγάλο βεζύρη της χώρας κι ο Μπενίλο του φώναζε συνεχώς , πως αν δεν τον φροντίσει θα τον γκρεμίσει.
Οι Ριζίτες από την άλλη πλευρά προήλαυναν ακάθεκτοι κι έχοντας με το μέρος τους τον αέρα της πρόσφατης νίκης κάλεσαν, πλην της φατρίας των κολοβών φιδιών και τους λάτρεις των μνημοσύνων, σε παλλαϊκή συσπείρωση εκείνες τις φατρίες που καθεμιά με τον δικό τους τρόπο πάλευαν να σταματήσουν το μεγάλο ξεπούλημα. Η φατρία των Άπυρων Στουρναριών δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση γιατί είχαν να φροντίσουν, ως η διακορευμένη κορασίδα, το μονοπώλιο της ιδεολογικής τους παρθενιάς.
Ετσι είχαν τα πράγματα καθώς στον ορίζοντα πρόβαλε ο Αλωνάρης.
Ο Αλωνάρης είχε πολλή δουλειά για τον Σαμαζέλο. Είχε πάρει την εντολή απ’ τους αφέντες του, τους μερκελάνους και τους λοιπούς δεινάστες, να μην αφήσει τίποτε όρθιο στην Γρεκονία, έτσι που κι Δράμαλης τον ζήλεψε εφαρμόζοντας κι αυτός πολλά-πολλά χρόνια αργότερα τις μεθόδους του Σαμαζέλου. Όλα στο σφυρί, ακτές, δάση, λιμάνια, λίμνες και ποτάμια και ό,τι άλλο θα χρησίμευε στην Γρεκονία να σταθεί στα πόδια της, μόλις οι Γρεκόνοι στέλναν στ’ αζήτητα τον Σαμαζέλο και την συμμορία του. Οσο και τα σπίτια των Γρεκόνων είχε βάλει στο μάτι ο Σαμαζέλος κι ήθελε να τα κεράσει στους δεινάστες. Μισθοί και συντάξεις περικόπτονταν κάθε που ο Σαμαζέλος άνοιγε το στόμα του να ξεράσει την βρωμερή του ανάσα.
Οι δυο φατρίες, αυτή των σάπιων ξυνομήλων και των πράσινων γαϊδάρων αιμορραγούσαν ασταμάτητα αλλά προσδοκούσαν και ιδιαίτερα η φατρία των πράσινων γαϊδάρων πως η φατρία των βατράχων που είχε κυλήσει τους κάθε μέρα και λιγότερους "εθελοντές" της στις όχθες που χάραξαν τα μνημόσυνα, πως θα συμμαχούσαν μαζί τους κι έτσι θα έσωζε το τομάρι του ο Σαμαζέλος. Φρούδες ελπίδες, όμως, για τον Σαμαζέλο, μιας και όλο και περισσότεροι Γρεκόνοι απαγκιστρώνονταν από τις παλιές τους ιδεοληψίες και πύκνωναν τις γραμμές των Ριζιτών σε μια προσπάθεια να σώσουν την Γρεκονία, πριν αυτή βουλιάξει κάτω από την μπότα των δειναστών.
Καθώς το άστρο του μεγάλου Κυνός διάβαινε την εώα του επιτολή πλήθαιναν του κυνικά καύματα του Σαμαζέλου, που έντρομος πάσχιζε να ’βρει λίγη δροσιά στο δέντρο του Ιούδα. Στην χούφτα του ηχούσαν τα τριάντα αργύρια σαν λίπασμα στο χωράφι με τα κουκιά του, μπας κι αυτά πληθύνουν και καλύψουν τις μοίρες στο πολυπόθητο ημικύκλιο που θα του ‘δινε μια το πολύ δίχρονη παράταση καταλήστευσης της Γρεκονίας. Μέτραγε και ξαναμέτραγε ο αλητήριος, αλλά τα κουκκιά δεν του ‘βγαίναν. Τα μέσα μαζικής εξαπάτησης πηγμένα στο ψέμμα δεν κατόρθωναν με τις μονταζιέρες του να κρατούν δούλους τους Γρεκόνους. Εντρομος προστρέχει ικέτης στην Μαρκέλλα, το μεγάλο του αφεντικό, επιστρατεύει την γοητεία του, ντύνεται μάγκας γαμπρός, μπας και ρίξει στο φιλότιμο την αφεντικίνα του. Του κάκου, όμως, η άκαρδη. Ούτε μιλιά δεν έβγαλε, κι έτσι άπραγος ο Σαμαζέλος γύρισε πίσω με την ουρά στα σκέλια του. Ατέλειωτη η νύχτα του Σαμαζέλου με τους εφιάλτες και τα ζαγάρια του ν’ αλυχτούν καθώς η μεγαλόπρεπη Ηώ χάϊδευε με την ματιά της τους Ριζίτες που ετοιμάζονταν ν΄ αντιμετωπίσουν στον Μαραθώνα του Μήδους του Σαμαζέλου.
Οπου περνούσε ο Σαμαζέλος με τους Μήδους του και τους δεινάστες κατάκαιγε τα πάντα στη Γρεκονία. Εσπερνε τον τρόμο ελπίζοντας πως έτσι θα κατέβαλε τους Γρεκόνους και θα τον ακολουθούσαν Κάποιοι προύχοντες πούλησαν γη και ύδωρ με το αζημίωτο. Κάποιοι άλλοι το σκέφτονταν λιγάκι. Φοβόταν την οργή των Γρεκόνων, καθώς ξέρανε από τους σοφούς της Γρεκονίας πως είναι τρομερός ο θυμός ενός λαού που μουρμουρίζει.
Ο Σαμαζέλος κατεδάφισε τις πατρίδες των γραμμάτων και της Σοφίας. Η Πέργαμος, η Αλλικαρνασσός, η Εφεσσος και η Μίλητος παραδόθηκαν στις φλόγες. Ιδια τύχη είχαν και οι πόλεις που ήταν η ασφάλεια της Γρεκονικής κοινωνίας. Η Ερέτρια εξανδραποδίστηκε και οι Θερμοπύλες πέσανε από τον Εφιάλτη της Λομβαρδίας.
Στην Σαλαμίνα ο Σαμαζέλος ήλπιζε πως θα ενθρονίσει στην Γρεκονία τον δικό του μεγάλο Βεζύρη και ο γρεκονικός στόλος με επικεφαλής τον Ριζοκόπο πήρε θέση στα στενά για ν’ αντιμετωπίσει τον στόλο των Μήδων.
Ο Σαμαζέλος στην απέλπιδα προσπάθειά του να υποτάξει τον λαό της Γρεκονίας στα μνημόσυνα καλεί σε βοήθεια τους λήσταρχους των λαών της Στενωπίας. Πρώτος καταφθάνει ο Γιουνγκαττίλας και από κοντά ο Βρεννομισί διαβαίνοντας την Ανοπαία Ατραπό. Μαζί με τον Αρχιβδέλλα της Γρεκονίας προσπαθούσαν να σπείρουν τον φόβο και πανικό στους Γρεκόνους. Ο λαοί της Στενωπίας προσδοκούσαν σε μια νίκη των Γρεκόνων του Ριζοκόπου στην Σαλαμίνα γιατί θα ‘παιρναν ανάσα και οι δικοί τους λαοί. Θα λευτερώνονταν από τις δικούς τους Σαμαζέλους, τις δικές τους βδέλλες και απ’ όλο το δικό τους κακό συναπάντημα.
Στην Σαλαμίνα, λοιπόν, οι δυνάμεις τους σκότους και των προσκυνημένων του Σαμαζέλου θα αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του φωτός του Ριζοκόπου, πριν την μεγάλη, την καθοριστική για όλη την Στενωπία μάχη του Μαραθώνα.
Έτρεμε το φυλλοκάρδι του Σαμαζέλου καθώς ετοίμαζε τον στόλο του να επιτεθεί στον Ριζοκόπο. Δίνει εντολή στους μαστιγοφόρους να ραπίσουν την θάλασσα των στενών, κι αυτή απ’ την οργή της για το μαστίγωμα σήκωσε κύματα και πάνω απ’ το βουητό των κυμάτων ακούστηκε ο παιάνας των Γρεκόνων:
«Ὦ παῖδες Γρεκόνων ἴτε, ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.»
Τρομερή ή οργή της Παλλάδας, καθως ο στόλος των Γρεκόνων διεμβόλιζε τα πλοία του Σαμαζέλου, του Αρχιβδέλλα, των Μερκελάνων, του Γιουνγκαττίλα και του Βρεννομισί. Η πρώτη επίθεση του Σαμαζέλου απέτυχε οικτρά και λύθηκαν τα γόνατά του απ’ τον τρόμο. Η βαθειά νύχτα βρήκε τον Σαμαζέλο να απεργάζεται καινούργιο σχέδιο στην δεύτερή του επίθεση στη Σαλαμίνα.
Ο μηδικός στόλος ανασυντάχθηκε μετά την πρώτη του ήττα στην Σαλαμίνα. Οι φατρίες των πράσινων γαϊδάρων, των σάπιων ξυνομήλων και των βατράχων ενισχυμένοι με τους απόκληρους των κολοβών φιδιών και κάποιους της προσκόλησης αποτυγχάνουν και στην δεύτερη επίθεσή τους και τους ζώνουν τα μαύρα φίδια. Θα κάνουν και μια τρίτη απέλπιδα προσπάθεια με το βλέμμα τους στραμμένο στην μεγάλη, την αποφασιστική μάχη του Μαραθώνα που θ' αλλάξει την ιστορία του κόσμου.
Στο προσκήνιο είχε εμφανιστεί και ο Γκαπάρας ή πιστολέρο, δικεδικώντας την κληρονομιά του, την φατρία των πράσινων γαϊδάρων. Όμως ο Μπενίλος δεν ήταν διατεθιμένος να του παραδόσει την ηγεσία κι έτσι ο Γκαπάρας προσανατολίστηκε στην δημιουργία της φατρίας των γκρίζων γαϊδάρων μιας κι ήτανε με τον Μπενίλο της ίδιας συνομοταξίας.
Στην Σαλαμίνα ο Σαμαζέλος υπέστη δεινή ήττα από τον στόλο των Ριζιτών και να πως ο Βάτραχος της φατρίας των βατράχων, ο απέσταμένος του Σαμαζέλου, εξιστόρησε τον χαμό των Μήδων στην Μαρκέλλα.
"Ο Σελλάς, πολυχρονεμένη μας, ο δυνατός αρχηγός με τα χίλια άλογα στις κοφτερές ακτές των Σιληνιών χτυποδέρνεται.
Τον μεγάλο χιλίαρχο Μπενίλο κοντάρι τον πήρε απ’ το καράβι. Και ο Γκαπάρας ο πάλαι πρώτος των πράσινων Γαϊδάρων στριφογυρνάει στη θάλασσα της Σαλαμίνας του Αίαντα.
Ο Λομβαρδός και ο Τσεκουροκράτης και ο Αϊδωνεύς οι τρεις, στους βράχους του νησιού χτυπιόνται.
Κι ο Αρχιβδέλλας, του Μπενίλου ο γείτονας και ο Γιουνγκατίλας και ο Βρενομισί μαζί. Στο ίδιο καράβι μαζί βούλιαξαν.
Κι αυτή η τρομερή κραυγή των Ριζιτών κι μεγάλος αχός απ' το Θριασσειο - λες και κάλπαζαν δέκα μυριάδες άλογα - έσπειραν τον όλεθρο στον στρατό μας, πολυχρονεμένη μαυ Μαρκέλλα.
Τότε και μεις αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά, απάντηση στην κραυγή τους. Και δεν υπήρχε ώρα για καθυστερήσεις. Οδηγήσαμε τα καράβια μας κοντά στα δικά τους. Το εμβόλισμα το άρχισε πρώτος ο Ριζοκόπος των Γρεκόνων.
Μπερδεύτηκαν κουπαστές και πρύμνες. Τα συνέτριψε. Και τότε έγινε ολοκληρωτική επίθεση. Στην αρχή άντεχαν οι γραμμές μας. Μα όταν πύκνωσαν τα καράβια στο στενό φράκαραν όλα. Έπεφταν το ένα στ’ άλλο. Άνοιγαν οι πρώρες σπάζαν τα κουπιά. Μεταξύ μας βυθιζόμασταν. Και τότε τα Γρεκονικά έτρεχαν γύρω μας με τέχνη και γρηγοράδα. Μας χτυπούσαν. Άνοιγαν τα καράβια μας και θάλασσα δεν φαίνονταν. Γεμάτη κορμιά πνιγμένων και ναυάγια. Τότε όσα καράαβια μας έμειναν λάκισαν.
Μα τότε αυτοί σα να καμάκιζαν τρεχόψαρα ή να’σερναν τρανή ψαριά μας χτυπούσαν με τα κουπιά τους και με κομμάτια άρμενα μας τσάκιζαν τις ραχοκοκαλιές και βογκούσε όλη η θάλασσα από τα κλάματα και τον πόνο. Όλη τη μέρα ώσπου νύχτωσε. Δέκα μέρες να μιλούσα για τα κακά που πάθαμε δε θα τα τέλειωνα όλα. Να το πω έτσι. Τόσος χαμός, τέτοια πίκρα σε μια μέρα μέσα ποτέ δεν ξανάγινε.
Ο Σαμαζέλος, ο περήφανος εκλεκτός του χεριού σου, μεγαλειοτάτη, ξέμεινε από μπατταρίες. Ούτε να δει ούτε ν' ακούσει μπορούσε. Μόνο φώναζε μπερδεμένα λόγια και φοβέρες για τους Γρεκόνους. Αυτοί όμως δεν χαμπάριαζαν απειλές, ειχαν σηκώσει κεφάλι γι' αυτό κι ο εκλεκτός σου μάζεψε τ΄απομενάρια του στρατού του και τώρα βαδίζει για τον Μαραθώνα, όπου θα κριθεί το μέλλον της Γρεκονίας. Η θα μείνει ελεύθερη και περήφανη ή θα γίνει δική σου παραδουλεύτρα. Και σαν μην φτάνει αυτό, αν στον Μαραθώνα μας νικήσουν οι Ριζίτες, θα ξεσηκωθούν όλοι οι λαοί μέχρι τις στήλες του Ηρακλή κι ακόμη πέρα."
Στην καταπράσινη ακτή του Μαραθώνα αποβίβασαν τα βανδαλικά, ουννικά και γοτθικά σκάφη τον στρατό των Μήδων. Ειχε ενισχυθεί αυτός ο στρατός και από όπλα μαζικής παραισθησίας και φόβου. Ολα τα δειναστικά όπλα και τα μέσα μαζικής εξαπάτησης δούλευαν ασταμάτητα ριχονττας στην ανάσα των γρεκόνων χημικά πάσης στενωπιακής, εσπεραϊκής αλλά και σαμαζελιακής προέλευσης. Τόσα ήταν τα χημικά που κάποια πήραν ξώφαλτσα και τον Σελλά, που νόμιζε πως του μιλούσε η Ισιδα στ' αυτί κι άλλα πήραν τον Μπενίλο που νόμιζε πως ήταν τάχα ο Εύφορβος αυτός και πως του φίλου του Γκαπάρα τ΄όνομα Φίλαρχος ήτανε κι όχι πιστολέρο.
Ενα ελαφρύ αεράκι ανέμιζε τα κάτασπρα μαλλιά του Γέρου με την περικεφαλαία, που κατέβαινε απ' την σπηλιά του τραγοπόδαρου θεού των Γρεκόνων. Στα χέρια του κρατούσε την εχέτλη, και η βροντερή φωνή του ακούστηκε ίσαμε τον Μοριά. "Κανείς δεν μπορεί να σε καβαλήσει αν ο ίδιος δεν σκύψεις την μέση σου".
Εκεί στους βάλτους του Μαραθώνα, παρατάχθηκαν οι βατραχοι του ποταμιού, οι γκρίζοι και πράσινοι γαϊδαροι (της ίδιας φατρίας των γαϊδάρων), τα σάπια μήλα και τα κολοβά φίδια, όλοι διαλεχτοί μερκελλοτσολιάδες, ακόλουθοι των Ούνων και χυστερικοί ιππότες της τέταρτης δυναστείας των αποτυχημένων.
Κάπου μακρυά, στην υπτία γη, τ' απυρα στουρνάρια δέχονταν την επίθεση των κουνουπιών. Tους είχε πιάσει ιδεολογική αντιριζική αναφυλαξία κι έτσι μπερδεμένοι κι ανήμποροι πρσπαθούσαν να βρουν διέξοδο στην κόκκινη θάλασσα αψιμαχώντας με κάποιους σκορπιους ελεύθερους τοξότες, που κι αυτοί με την σειρά τους για τους ίδιους λόγους είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους.
Μαύρα και βαριά τα σύννεφα για τους Μερκελάνους και τους υποτακτικούς τους. Τ΄ άπυρα στουρνάρια με τις πλάτες των μερκελανικού συμφύρματος σ’ ένα είδος ανίερης με αυτούς συμμαχίας - αριστερά της αριστεράς υπάρχει η δεξιά - προσπαθούν να πλαγιοκοπήσουν τους Ριζίτες. Ο Σαμαζέλος σαλπίζει επίθεση της μονταζιέρας, των ψεμάτων και της παραποίησης. Τα μέσα μαζικής διαστρέβλωσης αμολούν τους αφηνιασμένους δημοκόπους τους στους βάλτους του Μαραθώνα και βυθίζονται στον βούρκο τους. Βλέποντας την καταστροφή αυτή ο Σαμαζέλος διατάζει γενική επίθεση. Πρώτο ορμά το ιππικό του. Όμως δεν ήξεραν πως έπρεπε να δέσουν τις σέλλες πάνω στ’ άλογα και οι ιππείς κατρακύλησαν στο έδαφος. Θέση μάχης παίρνουν τώρα οι τοξότες να χτυπήσουν τους ριζίτες. Την ίδια τύχη είχαν και αυτοί. Εσπασε αμέσως η χορδή του τόξου κι άδειασε η φαρέτρα από τα βέλη. Ορμά το πεζικό πάνω στους ριζίτες και καθώς ήταν ξυπόλητοι πρήστηκαν τα πόδια τους απ’ τα τριβόλια που πατούσαν κι έκατσαν στην άκρη να παραδοθούν.
Ο Ριζοκόπος προκαλούσε τον Σελλά σε τηλεοπτική μονομαχία μα του κάκου. Ο Σελλάς είχε δαγκώσει την γλώσσα του, τα ψέματα του είχαν τελειώσει, κι ο λαιμός του είχε στεγνώσει….
Για τους Γρεκόνους η περίοδος της δυστυχίας και υποτέλειας είχε τελειώσε. Στον Μαραθώνα οι Ριζίτες νίκησαν κατά κράτος τους Γερμανοτσολιάδες και τους κάθε είδους υποτακτικούς των δειναστών, τον Σαμαζέλο, τον Γκαπάρα και τον Στραβοκουάξ και για πρώτη φορά στην Γρεκονία ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης, της περηφάνιας και της αλληλελγγύης.
Ι. Μότσης