NO PLAN B 1 Η ΑΝΕΦΙΚΤΗ ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Περιοδικό "ΘΕΣΕΙΣ"
Τεύχος 122, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2013
1. «Δημιουργική» καταστροφή
Η κρίση αυτή, η οποία σε επίπεδο πολιτικής οδήγησε το 2008 στη συντονισμένη επιχείρηση κατάρρευσης κάθε υπολείμματος κοινωνικού κράτους που είχε απομείνει μετά από μια εικοσαετία και πλέον ενεργητικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αποτέλεσε το εφαλτήριο για την ολοκληρωτική ανατροπή των συσχετισμών δύναμης κεφαλαίου - εργασίας και όσων κοινωνικών συμβολαίων είχαν επιβιώσει από την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πήρε διαφορετικές μορφές ανάλογα με τη συγκυρία στην οποία εγγραφόταν.
Σε χώρες με το κοινωνικό συμβόλαιο σε πλήρη απαξία και με απόλυτη κυριαρχία του κοινωνικού ανταγωνισμού στο εσωτερικό των εργαζομένων στρωμάτων, την κρίση παρόξυνε η ανοιχτή κρίση των τραπεζικών μηχανισμών που τροφοδοτούσαν επί χρόνια την υπερχρέωση του «ιδιωτικού τομέα», των νοικοκυριών και των – κυρίως μικρών και μεσαίων – επιχειρήσεων, μια συντονισμένη επιχείρηση που υπήγαγε την κάλυψη βασικών κοινωνικών αναγκών στη σφαίρα κερδοφορίας του κεφαλαίου. Σε χώρες στις οποίες η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής πρόνοιας δεν είχε προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό και το κράτος εξακολουθούσε να διαδραματίζει ρόλο στην υλοποίηση του κοινωνικού συμβολαίου, η κρίση εκδηλώθηκε ως κρίση των δημόσιων οικονομικών, κρίση χρέους του δημόσιου τομέα ο οποίος όφειλε πλέον να υποστεί τις συνέπειες από την αδυναμία να ακολουθήσει τους αυστηρούς νεοφιλελεύθερους κανόνες της «δημοσιονομικής προσαρμογής».
Σε κάθε περίπτωση η κρίση έφερε στην επιφάνεια την εσωτερική ανάγκη του κεφαλαίου να επανακαθορίσει τους όρους υπεραξίωσής του με άξονα το χρέος, ιδιωτικό στη μια περίπτωση – δημόσιο στην άλλη, και με μοχλό το τραπεζικό σύστημα που σε κάθε περίπτωση αποτελεί τον κοινωνικό καπιταλιστικό μηχανισμό επιμερισμού κεφαλαίων στη σφαίρα της παραγωγής. Και στις δυο περιπτώσεις η κρίση εκδηλώνεται με την αδυναμία «συντήρησης» του μηχανισμού αυτού, και η «καθαρτήρια» λειτουργία της συνίσταται στη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων – εργασίας κατά βάση, αλλά και κεφαλαίου που βρίσκεται στην αδύναμη πλευρά των συσχετισμών ή προσεγγίζει «επικίνδυνα» την εργασία. Και είναι τελικά αδιάφορη η συγκεκριμένη μορφή που προσλαμβάνει η κρίση – κρίση των τραπεζών ή κρίση δημόσιου χρέους – διότι η κατάληξη είναι η ίδια: η κρίση των τραπεζών μεταφέρεται αργά ή γρήγορα σε κρίση του δημόσιου χρέους και το αντίστροφο, για να επανακάμψει ως κρίση της εργασίας – και μερίδων του κεφαλαίου – με μαζική ανεργία, ύφεση, κλείσιμο επιχειρήσεων και κατάρρευση κλάδων, και πρόσφατα στην ευρωζώνη με τη συνταγή της «εσωτερικής υποτίμησης».
Το τελευταίο αποτελεί πραγματικά πρωτότυπο εγχείρημα, μιας και επιχειρεί ένα είδος «εκκαθάρισης εν λειτουργία» του κοινωνικού σχηματισμού, μεταφέροντας πρακτικές από την περιοχή των πτωχεύσεων στις διαδικασίες διαχείρισης της εργασίας. Δεν έχει προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας η σημερινή πρακτική δραστικής μείωσης μισθών με πρόσχημα τα δημόσια οικονομικά, η οποία βέβαια εκτείνεται σε πολύ ευρύτερη κλίμακα από τον στενό δημόσιο τομέα, περικοπής αποδοχών υπό το πρόσχημα του «καταχρηστικού» 13ου ή 14ου μισθού (όταν στην πραγματικότητα αποτελεί απλώς σύμβαση ταμειακής διαχείρισης), οι πολύμηνες καθυστερήσεις στην καταβολή του μισθού, η υποχρεωτική ελαστική ή εκ περιτροπής εργασία, η κάθε είδους εργοδοτική αυθαιρεσία υπό το πρόσχημα της κρίσης κλπ. Και για να μην έχει κανείς αμφιβολία για τα δυσδιάκριτα πλέον όρια μεταξύ «δημόσιου» και «ιδιωτικού», όλη αυτή η βίαιη ανατροπή του εργασιακού και εισοδηματικού καθεστώτος συνοδεύεται από μια άνευ προηγουμένου επιδρομή στα χαμηλά εισοδήματα με απίστευτης επινόησης φόρους, ώστε ο καθένας να περιστείλει οικειοθελώς όχι μόνο τις απαιτήσεις, αλλά και τις ανάγκες και επιθυμίες του.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Είναι ο πόλεμος των «από πάνω» ενάντια στους «από κάτω». Οι οποίοι θα πρέπει να εμπεδώσουν ότι η μόνη διέξοδος από τον «πόλεμο» είναι η «σωτηρία των από πάνω», η ευημερία των κρατούντων ως υποσχετική για τη μελλοντική «βασιλεία των ουρανών» των κυριαρχούμενων.
Ο καπιταλισμός παράγει αξία και από την «καταστροφή».
2. Η κατάρρευση των μύθων
Με την κρίση και τις στρατηγικές που αυτή ανέδειξε στη διαχείριση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας φάνηκε να υποχωρούν οι έως σήμερα ακρογωνιαίοι λίθοι της λειτουργίας του συλλογικού κεφαλαιοκράτη με τη μορφή της κρατικής διαχείρισης. Πρακτικά αμφισβητήθηκαν στη σύλληψη αλλά και στην πράξη ρυθμίσεις που η τρέχουσα ιδεολογία οργάνωσης της συναίνεσης προπαγάνδιζε ως υπερσυγκυριακές σταθερές.
Η πρώτη και βασικότερη αφορά στην ίδια τη διαχείριση των κοινωνικών συμμαχιών του μπλοκ του κεφαλαίου, στην ύπαρξη των «κρατικών εγγυήσεων» που είχαν αποτυπωθεί διαχρονικά στις διαρκώς ανανεούμενες εκδοχές του κοινωνικού συμβολαίου, ακόμη και μεταξύ των μερίδων του κεφαλαίου στο άρχον συγκρότημα. Η κρίση διέρρηξε σε σημαντικό βαθμό τις βασικές συμβάσεις αυτής της σχέσης.
Η φορολογική ασυλία των διαφόρων μερίδων – κυρίως του μικρού κεφαλαίου – που έφθανε έως τις παρυφές των αυταπασχολούμενων και αποτελούσε συνεκτικό ιστό του άρχοντος συγκροτήματος, αποτελεί πλέον ιστορικό αναχρονισμό: όσο πιο κοντά στην εργασία βρίσκεται αυτή η συχνά «πρωταρχική» μορφή επιχειρηματικότητας (από τις ατομικές «επιχειρήσεις» έως τα μπλοκάκια), τόσο περισσότερο εξοστρακίζεται από τις προνομίες του κεφαλαιακού μπλοκ.
Οι κρατικές εγγυήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία αθετήθηκαν σε διαδοχικές φάσεις, αφενός με την προώθηση των συγχωνεύσεων πλεονασματικών ταμείων με ελλειμματικά, αφετέρου με το εκπληκτικό εγχείρημα «μείωσης» του δημόσιου χρέους. Μιας επίσημης μεταφοράς του, σε χρέωση των αποθεματικών των ταμείων, με το περίφημο πρώτο «κούρεμα» της «εθνικής επιτυχίας» Παπανδρέου-Βενιζέλου, επιχείρηση εκπληκτικής σύλληψης και εκτέλεσης που μόνο με τη «Λέσχη της Απάτης» μπορεί να παραβληθεί.
Ο «κοινωνικός ρόλος» του κεφαλαίου όπως αυτός αποτυπώνεται στο «Δημόσιο», στις ΔΕΚΟ αλλά και στις μεγάλες «συστημικές» επιχειρήσεις, όπως είναι οι τράπεζες, τέθηκε καταστατικά εν αμφιβόλω: εκτός από τη δραστική μείωση των αποδοχών και τη συστηματική υποβάθμιση του ρόλου των δημόσιων υπηρεσιών, εντός και εκτός του στενού δημόσιου τομέα, επλήγησαν συστηματικά οι εργασιακές σχέσεις προετοιμάζοντας το έδαφος για την απαξίωση και την άμεση ή έμμεση ιδιωτικοποίησή τους.
Για τις «συστημικές» τράπεζες επελέγη – με μια κίνηση ματ – να φορτωθεί η δημόσια εγγύηση των καταθέσεων στον δημόσιο δανεισμό (και πάλι εργαλείο ήταν το «κούρεμα»), ενώ σε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι διαχειριστές τόλμησαν να σηματοδοτήσουν «αλλαγή πορείας» για να τονωθεί η αίσθηση «ρίσκου» σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα: το δόγμα «too big to fail» κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος στη Lehman Brothers, μιας και ο ειδικός χαρακτήρας της τράπεζας ως επενδυτικής διευκόλυνε την απόφαση της πτώχευσης. Αυτή η «μεγαλοφυής» κίνηση που πριμοδότησε αλυσιδωτές εκρήξεις κρίσης σε όλο τον κόσμο, ήταν αρκετή για να δώσει το έναυσμα για τη συνολική ανατροπή των κοινωνικών συσχετισμών, ώστε να μη χρειαστεί και η πτώχευση της Ασφαλιστικής AIG, που αφορούσε μακροπρόθεσμες αποταμιεύσεις ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων, ενδεχόμενο που – ας μην μας διαφεύγει – εξετάστηκε σοβαρά στη μετά τη Lehman περίοδο και στην «κόψη του ξυραφιού» αποφεύχθηκε.
Με αυτό τον τρόπο δόθηκε το σήμα της κρίσης: ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός εναντίον όλων. Σε απλή μετάφραση, οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του κεφαλαίου μεταφέρονται στον ανοιχτό πόλεμο με την εργασία, σε μια ολομέτωπη επίθεση που μετέρχεται όλων των μέσων, ώστε να διασφαλίσει την «ολική επαναφορά» των κοινωνικών σχέσεων σε καθεστώς περίπου «πρωταρχικής συσσώρευσης» και μάλιστα χωρίς την πρόφαση πολέμου ή εξωτερικής καταστροφής.
Ο εχθρός είναι εντός των πυλών και αντιμετωπίζεται με κάθε μέσο.
3. Η εσωτερική υποτίμηση
Η επίθεση δεν περιορίστηκε όμως στη συνήθη πρακτική μαζικής καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, κατά κύριο λόγο εργασίας, με μαζική ανεργία και μεγάλη ποσότητα αργούντος κεφαλαίου. Στη συγκεκριμένη κρίση εφαρμόστηκε και η διαδικασία της «εσωτερικής υποτίμησης» με τη μαζική απαξίωση της εργασίας, είτε μέσω της ευθείας μείωσης εισοδημάτων, είτε με την κατάργηση κάθε έννοιας κοινωνικού μισθού, είτε με τη φορολογική επιδρομή ενάντια στα χαμηλά εισοδήματα ακόμη και κάτω από το όριο της φτώχειας, είτε τέλος με την απόλυτη απαξίωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, με την εκτίναξη των ορίων ηλικίας προς τα άνω, τη διαρκή αύξηση των εισφορών και την απόλυτη κατακρήμνιση των συντάξεων και των επιδομάτων.
Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, δεν υπάρχει προηγούμενο τέτοιας συντονισμένης επίθεσης κατά της εργασίας μέσω της αφαίμαξης δικαιωμάτων και εισοδημάτων, ούτε καν σε περιόδους πολέμου και εχθρικής κατοχής.
Δεν συγκρίνεται οποιαδήποτε εισοδηματική πολιτική οποιασδήποτε χρονικής περιόδου, στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες, με τη βίαια κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, κατώτατων αμοιβών, τρεχουσών αποδοχών, την περικοπή επιδομάτων κλπ. που έχει λάβει χώρα τα τελευταία 3 χρόνια.
Δεν έχει υπάρξει αντίστοιχο μέτρο φορολογικής πολιτικής που να διευρύνει τη φορολογική βάση προς τα «κάτω», καταργώντας ακόμη και το μειωμένο αφορολόγητο, αποσπώντας βιαίως φόρο ακόμη και από αυτήν τη μειωμένη σύνταξη από την οποία έχει ήδη αφαιρέσει τα δώρα.
Ούτε μπορούσε να διανοηθεί κανείς ότι θα επιβαλλόταν φόρος ακινήτων ακόμη και σε εκείνους που κατόρθωσαν να βάλουν πάνω από το κεφάλι τους μια στέγη με λίγα τετραγωνικά, ή επιπλέον φόρος στο ήδη πανάκριβο πετρέλαιο ώστε να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα κατοχής, όπως στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη διευρυνόμενη παράνομη υλοτομία στα περιαστικά δάση.
Ούτε ότι η έστω και ανεπαρκής περίθαλψη θα κατέληγε σε τριτοκοσμικές καταστάσεις με ελλείψεις στοιχειωδών υλικών και αδυναμία ακόμη και λειτουργίας των νοσοκομείων.
Το πολύπτυχο της «εσωτερικής υποτίμησης» εφαρμόστηκε προνομιακά στην Ελλάδα ως κατεξοχήν «αδύνατο κρίκο» μεταξύ των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, χώρα στην οποία συνέτρεξαν όλοι οι λόγοι για την ολομέτωπη επίθεση στην εργασία.
Μια χώρα στην οποία η άνω του μέσου όρου ανάπτυξη των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων συνοδεύτηκε από ανήκουστες φοροαπαλλαγές, εσκεμμένη διόγκωση της φοροδιαφυγής των υψηλών εισοδημάτων και καταβαράθρωση των ταμείων με εντατική εισφοροαποφυγή από την πλευρά του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα τη δημοσιονομική κρίση ως κρίση κατάρρευσης των εσόδων.
Μια χώρα με πλήρως εξανδραποδισμένο κρατικό συνδικαλισμό, εκτεταμένη διαφθορά στους κρατικούς μηχανισμούς, μια πολιτική τάξη οφθαλμοφανώς υποχείρια του κεφαλαίου, που προσφέρεται για την εύκολη επιφανειακή στοχοποίηση αντί των πραγματικών υπαιτίων, μεσοστρώματα προσαρτημένα στο άρχον συγκρότημα που άκριτα δέχονται και προπαγανδίζουν τη συλλογική ενοχή για την πρότερη «τεχνητή ευμάρεια» και τη «ζωή με δανεικά», μία κατά τους επαγγελματίες διαχειριστές της κοινοτοπίας «αποκλειστικά ελληνική ιδιαιτερότητα».
Μια χώρα η οποία «δέχθηκε» με τον καταιγισμό των Μνημονίων να θεραπεύσει την κατάρρευση των εσόδων με μια αντίστοιχη «κατάρρευση» των δαπανών, συνδυασμένη με εντατική αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων από το υστέρημα του εισοδήματος που τους απέμενε.
Η χώρα βρέθηκε σε «εχθρική κατοχή» από τις εγχώριες δυνάμεις του κεφαλαίου.
4. Αριστερή πολιτική;
Απέναντι στον πρωτοφανή αυτόν πόλεμο που συνενώνει όλες τις δυνάμεις του κεφαλαίου, αναδεικνύεται σταδιακά ολοένα και περισσότερο η ανάγκη συγκρότησης ενός συμπαγούς λαϊκού μετώπου, μιας ευρείας λαϊκής συμμαχίας που θα ανακόψει τη δυναμική της κεφαλαιακής επίθεσης και θα επιχειρήσει την ανατροπή των συσχετισμών. Μια πολιτική που φαίνεται να αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική επιλογή απέναντι στην ήττα και τη διαρκή απονεύρωση των κοινωνικών αντιστάσεων. Κάτι που φυσιολογικά προβάλλει ως σχεδόν μοναδική επιλογή. Ή μήπως η συγκυρία δείχνει κάτι διαφορετικό;
Μια πρόχειρη ανάγνωση των τάσεων που σχεδόν αυθόρμητα αναδύονται στον χώρο της Αριστεράς δείχνει ακριβώς το αντίθετο: μια πανσπερμία απόψεων και πολιτικών επιλογών που πασχίζουν να πείσουν ότι δεν υφίσταται άμεσο πολιτικό ζήτημα στη συγκυρία, παρά μόνο η γενική ανάγκη για ανατροπή του καπιταλισμού.
Υπάρχει ο απομονωτισμός του ΚΚΕ που για άλλη μια φορά αξιοποιεί τα αμυντικά ανακλαστικά των διερχομένων μελών του, καταγγέλλοντας όλους όσοι έστω και υπαινικτικά μπορεί να θέτουν θέμα άμεσης εισόδου των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο. Οι «συνθήκες» δεν είναι ώριμες, οι «αγώνες» δεν έχουν την κατάλληλη ένταση, το πολιτικό σκηνικό βρίθει πολιτικών οπορτουνιστών (με κορύφωση το μνημειώδες «μην εμπιστεύεστε τον ΣΥΡΙΖΑ» ), και προπαντός δεν έχουν προηγηθεί τα «στάδια» που απαιτούνται για να ωριμάσει η «επαναστατική διαδικασία»: η «έξοδος από την ΕΕ», η «αντιμονοπωλιακή συμμαχία», όλες οι δυνατές μεταθέσεις που μπορεί να επινοήσει κανείς για να αποφύγει την πραγματικότητα και τις παγίδες που μπορεί να κρύβει. Ιδίως αν αυτή δεν «φυλακίζεται» στα αγαπημένα «θεωρητικά» σχήματα του εθνο-«κομμουνιστικού» μεγαλοΐδεατισμού του.
Υπάρχει ο καταγγελτικός λόγος των «συνεπών» αριστερών σχημάτων που δεν χάνουν ευκαιρία να επισημαίνουν τα όποια «ολισθήματα» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ως απόδειξη για τη ροπή προς «νέα πολιτικά σχέδια» που προωθεί, και τα οποία δεν περιλαμβάνουν την πλήρη εθνικοποίηση όλων των τομέων της οικονομίας, οι οποίοι άλλωστε στην αγαπημένη εκδοχή της «συνέπειας» είναι αναπόφευκτα όλοι «στρατηγικοί». Αυτή η λατρεία του «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού» αποτελεί παγκόσμια σταθερά του τριτοδιεθνιστικού «κομμουνισμού» και του σοβιετικού «μαρξισμού», που είναι αδύνατον να λείψει από το σημερινό μενού της «συνεπούς» Αριστεράς. Με αυτόν τον «μαγικό» τρόπο «εξαφανίζεται» το κεφάλαιο μέσα στις νομικές μορφές, δίνοντας στην εργατική τάξη την απόλυτη ελευθερία κινήσεων να θέσει σε κίνηση τη μηχανή της κρατικής διαχείρισης προς όφελος του «λαού και του τόπου». Τα διδάγματα από τα 70 και πλέον χρόνια της ΕΣΣΔ και τα 40 και πλέον χρόνια των «Λαϊκών Δημοκρατιών» έχουν δια μιας σβηστεί από τον χάρτη!
Αν όμως μπορεί να κατηγορήσει κανείς αυτή την εκδοχή της Αριστεράς για «αρχειακή» προσέγγιση στην πολιτική και τη συγκυρία, η μομφή αυτή δεν ισχύει για την εντός του ΣΥΡΙΖΑ «αριστερή αντιπολίτευση» και τους εκτός του ΣΥΡΙΖΑ συμμάχους της, το «Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής», αλλά και την «ενότητα με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ». Η Αριστερά αυτή είναι «μέσα» στα πράγματα, προτείνει συγκεκριμένες λύσεις «ανατροπής», έξω από τη λογική του «συμβιβασμού» και της «διαχειριστικής υπευθυνότητας» που αρχίζει να επιδεικνύει ο ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο της «δεξιάς στροφής» για την οποία κατηγορείται. Ποια είναι αυτή η «ασυμβίβαστη» πρόταση της «νέας Αριστεράς» που προφανώς αναγεννιέται από την τέφρα του ΣΥΡΙΖΑ; Ενώ στρατηγικά ταυτίζεται με τις δυο προηγούμενες, έχει και την πρόταση άμεσης πολιτικής εφαρμογής: την επιστροφή στη δραχμή, τη χρήση της νομισματικής πολιτικής για την «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας, που θα έχει πλέον αποδεσμευθεί από τα δεσμά της ΕΕ και της Νομισματικής Ένωσης, ώστε να χαράσσει «ανεξάρτητη οικονομική και κοινωνική πολιτική».
Τελικά, το ζήτημα της κρίσης φαίνεται να «λύνεται» πολύ πιο απλά αν απαλλαγεί κανείς από τις «δεξιές ακροβασίες» του ΣΥΡΙΖΑ: με το «εθνικό νόμισμα», προφανώς σε συμμαχία με κάποιες μερίδες του – κατά προτίμηση μικρού – κεφαλαίου που θα γίνουν ο «εφιάλτης» του «μεγάλου κεφαλαίου», απαλλάσσοντας τον «λαό» από τα σημερινά δεινά! Μάλιστα ο Α. Αλαβάνος έδωσε και όνομα στη «δραχμική ανατροπή»: PLAN B και πασχίζει σε συνεντεύξεις και ημερίδες να δημιουργήσει «ρεύμα» για αυτή τη ρηξικέλευθη πρόταση. Χωρίς φυσικά να αναλώνεται σε λεπτομέρειες για τη φύση των συμμάχων-μερίδων του κεφαλαίου (αυτοί θα εργάζονται υπό τις οδηγίες της «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης), για την κατάσταση στην οποία θα περιέλθουν τα λαϊκά στρώματα ως συνέπεια της δραχμικής προσαρμογής και της καλπάζουσας υποτίμησης (μα θα ενισχυθούν οι εξαγωγές και θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας), για τους πολιτικούς συμμάχους που αυθόρμητα στοιχίζονται σε αυτή την «εθνική» γραμμή (μην χαρακτηρίζουμε συλλήβδην όλους εθνικιστές, είναι απλά πατριώτες). Αρκεί που με αυτό τον τρόπο θα έχει ανακτηθεί η «εθνική κυριαρχία», θα έχει μπει τέλος στη «δεύτερη γερμανική κατοχή», θα σταματήσει να ηχεί το Erika Lied από τα φαντασιακά μεγάφωνα της Πλατείας Συντάγματος.
Θα πνεύσει αέρας ελευθερίας στην κατεχόμενη χώρα!
5. Η λατρεία του Πλάνου
Ποια είναι τα βαθύτερα αίτια αυτής της «αριστερής» φαντασίωσης για την ιδανική «στρατηγική» ανατροπής, η οποία αποστασιοποιείται ολοκληρωτικά από τη συγκυρία μέσα στην οποία υποτίθεται ότι προσπαθεί να εγγράψει το εγχείρημά της;
Πώς οδηγείται τελικά μια «πρόθεση» που έστω λεκτικά αναφέρεται στην ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου στον κοινωνικό σχηματισμό στο όνομα της εργασίας, να καταλήγει σε ανήκουστες πολιτικές ακροβασίες, οι οποίες πίσω από το πέπλο της «αριστερής αντιπολίτευσης», προπαγανδίζουν τη συμμαχία με το κεφάλαιο (το «μικρό» και «εθνικό» βέβαια, που σε συμμαχία με την «εργατική κρατική μηχανή» θα ανατρέψει το «μεγάλο» και «ξένο»); Ή πάλι την «εθνική» αναδίπλωση υπό το πρόσχημα της ανάκτησης «εργαλείων άσκησης πολιτικής» όπως είναι το εθνικό νόμισμα; Ή τη νομισματική «προστασία» της εγχώριας «παραγωγής», δηλαδή του «εθνικού» κεφαλαίου από τον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά, πάγια αιτήματα που απευθύνουν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου σε κάθε ελληνική κυβέρνηση;
Πώς εκφυλίζεται ο αριστερός επαναστατικός οίστρος σε απλό προσάρτημα του κεφαλαίου, και μάλιστα του πλέον καθυστερημένου, που ζητά την «κρατική προστασία» από τον διεθνή ανταγωνισμό; Ποιο είναι το σημείο σύνδεσης των «αριστερών αντιπολιτεύσεων» με τις πλέον καθυστερημένες μερίδες του κεφαλαίου;
Οι συνδετικοί κρίκοι είναι δυο και εξαιρετικά ισχυροί: η αδυναμία κατανόησης της αγοράς και του ανταγωνισμού αφενός, η ανασφάλεια απέναντι στο αστάθμητο της συγκυρίας αφετέρου. Η πρώτη στεγανοποιείται με την κατάτμηση του κεφαλαίου σε μερίδες και την κήρυξη πολέμου κατά του «μεγάλου κεφαλαίου» και των «μονοπωλίων», η δεύτερη με τη θεοποίηση του σχεδιασμού, την περιοδολόγηση της κοινωνικής ανατροπής και την ανάδειξη της πρωτοκαθεδρίας του Πλάνου. Και οι δυο θέσεις συμπυκνώνουν τον φόβο μπροστά στη φαινομενικά τυχαία αιτιοκρατία του αστάθμητου: είτε αυτό αφορά στη λειτουργία των «τυφλών» δυνάμεων που συνθέτουν τους μηχανισμούς του ανταγωνισμού των κεφαλαίων στην αγορά, είτε στο απρόβλεπτο της εξέγερσης (που για ορισμένους δεν έχει πάντα δίκιο) και στο «τυχοδιωκτικό» της επανάστασης (που δεν ακολουθεί πάντα τους σχεδιασμούς των «επαναστατών»).
Το Πλάνο όμως θεραπεύει και τις δυο αυτές αδυναμίες που εμπεριέχει το αστάθμητο. Στην προ της «ανατροπής» περίοδο, επιτρέπει τον «αναλυτικό προγραμματισμό» των επαναστατικών βημάτων, των σταδίων, αξιοποιώντας και την εσωτερική «διαστρωμάτωση» του κεφαλαίου: Περίπου όπως εκφωνείτο και στο πρόσφατο παρελθόν, πρώτα θα γίνει η «αστικοδημοκρατική επανάσταση», θα ακολουθήσει η «αντιμονοπωλιακή εξουσία» για να καταλήξουμε στην «κατάργηση» της αγοράς και την αντικατάστασή της από το Πλάνο. Στη μετά την «ανατροπή» φάση ρυθμίζει τις σχέσεις των «μη ανταγωνιστικών» κοινωνικών τάξεων, αλλά και την (ουδέτερη) παραγωγή («ανάπτυξη»), τις σχέσεις διανομής, κλπ. Είναι λοιπόν απορίας άξιο, πώς μετά από την «επανάσταση» το Πλάνο είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος ανταγωνισμού των (νομικά) δημόσιων κεφαλαίων, πώς οι κοινωνικές αντιφάσεις (στο εσωτερικό της εργασίας φυσικά, αφού «κεφάλαιο» δεν υπάρχει πλέον) δεν «υπακούουν» στα κελεύσματα των κρατικών μηχανισμών «τους» και οδηγούνται σε εξεγέρσεις, πώς η κοινωνική δυναμική δεν εγκλείεται μέσα στα πανίσχυρα θεωρητικά σχήματα των «επαναστατών»
Ή πάλι επειδή αυτό το αστάθμητο που η «θεωρία» εξορίζει από την πραγματικότητα επίμονα επιστρέφει, η «Αριστερά του Πλάνου» αναγκάζεται να το αντιμετωπίζει με διαρκείς μεταθέσεις, που επιπλέον επιβεβαιώνουν την «ασυμβίβαστη» επαναστατικότητά της.
Είναι αντίθετη με τον συντονισμό των αντιστάσεων στην Ευρώπη, προτιμά εθνικές λύσεις.
Είναι κατά του Ευρώ, προτιμά τη δραχμή.
Είναι υπέρ της «καθαρότητας» και κατά της «νόθευσης» των «αγώνων» με λύσεις στις καθημερινές ανάγκες των εργαζομένων.
Ο Λένιν είχε πει πώς «όποιος περιμένει μια “καθαρή ” κοινωνική επανάσταση θα πεθάνει χωρίς να προλάβει να τη δει». Η «αριστερή αντιπολίτευση» την περιμένει πιστεύοντας ότι όσο πιο μακριά την οδηγήσει η μετάθεση, τόσο περισσότερος χώρος και χρόνος θα δοθεί στο Πλάνο για να ευδοκιμήσει. Και να φέρει την πραγματικότητα κοντά στη «θεωρία».
6. Η πρωτοκαθεδρία του αστάθμητου
Όταν λοιπόν οι συνθήκες αδυνατούν να ωριμάσουν, το Πλάνο είναι η καλύτερη «προστασία» απέναντι στις «προβοκάτσιες» του αστάθμητου. Αποτελεί την πρόφαση για τη διαρκή απόδραση από το πρόταγμα της επανάστασης που άλλωστε ποτέ δεν είναι «επίκαιρη». Ιδίως σε μια καθημερινή συγκυρία που με την εξέλιξή της αντιστέκεται στα επινοημένα σχήματα για τη «σταδιακή» πορεία προς το αδιέξοδο.
Απέναντι σ’ αυτή την καταστατική μετάθεση που διαρκώς ανατροφοδοτεί το φαντασιακό, την ιδεολογία της Αριστεράς, και στηρίζεται στο φόβο μπροστά στο αστάθμητο, μια είναι η λύση: η απάντηση μέσα από τη συγκυρία των ζητημάτων που τίθενται και όχι σε μαγευτικούς «αριστερούς» παραδείσους έξω από αυτήν. Η «συμβιβαστική» πολιτική, που επιχειρεί να οδηγήσει στην ανατροπή δουλεύοντας μέσα στις αντιφάσεις, είναι η καλύτερη εγγύηση για να μην επαναληφθούν τα τραγικά αδιέξοδα στα οποία οδήγησαν οι απλουστευτικές βεβαιότητες που προβάλλουν κάθε φορά οι «νέοι επαναστάτες».
Γιατί η ανατροπή που μπορεί να ξεκινήσει από την Ελλάδα θα μπορέσει να ευδοκιμήσει μόνο αν μεταφερθεί στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών μηχανισμών και δι’ αυτών στις άλλες χώρες που σημαδεύονται από παρόμοιες αντιφάσεις.
Γιατί ο υλισμός του αστάθμητου, σήμερα όπως και σε κάθε εποχή, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από ατελέσφορες μεταθέσεις, που βάζουν στη θέση του ένα κακέκτυπο των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας, ή την ψευδεπίγραφη ασφάλεια που δίνουν οι «δημόσιες» νομικές μορφές που μπορεί να φιλοξενούν τον πλέον ανελέητο κοινωνικό ανταγωνισμό.
Γιατί, τέλος, ο καπιταλισμός σε αντίθεση με τις δοξασίες των «επαναστατών», ούτε σαπίζει, ούτε καταρρέει, αλλά όπως δείχνει η κρίση ανανεώνεται σε βάρος της εργασίας.
Γι’ αυτό και η μόνη λύση είναι η ανατροπή.
1 Δάνειο από το νέο Album του Van Morrison: “Born to sing. No Plan B”. Κάθε άλλη αναφορά είναι εκτός των προθέσεων της Σύνταξης.