H οργάνωση των ομογενών σε διάφορα συλλογικά σχήματα αποτελεί σημαντική συνιστώσα στις σχέσεις των ομογενών με την Ελλάδα και τις κοινωνίες διαμονής, όντας ένα σύστημα συνεχούς και σκόπιμης δραστηριότητας, στη βάση καθορισμένων τρόπων ενεργειών και συμπεριφορών για την εξυπηρέτηση αμοιβαίου οφέλους σκοπών.
Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί η διερεύνηση του οργανωσιακού φαινομένου στην Ελληνική Διασπορά υπό το πρίσμα των κυριοτέρων εννοιών και προσεγγίσεων της οργανωσιακής θεωρίας, οι προσδιοριστικοί παράγοντες και οι διάφορες εκφάνσεις του φαινόμενου, και, τέλος, η στοιχειοθέτηση των διαφόρων παραμέτρων και προβλημάτων που παρουσιάζει, ως σύστημα συνεχούς και σκόπιμης δραστηριότητας.
Περιεχόμενα:
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
1. Βασικές οργανωσιακές έννοιες και θεωρητικές προσεγγίσεις
2. Μοντέλα οργανώσεων, εξουσιαστικές σχέσεις και μορφές οργανωσιακού ελέγχου
3. Προσδιοριστικοί παράγοντες, εκφάνσεις και προβλήματα του οργανωσιακού φαινομένου στην Ελληνική Διασπορά
Συμπερασματικές Παρατηρήσεις
Bιβλιογραφία
Εισαγωγικές παρατηρήσεις:
Εστιάζοντας στην παρούσα μελέτη στο γενικότερο οργανωσιακό φαινόμενο και τις κυριότερες εκφάνσεις του στις τάξεις της ελληνικής Ομογένειας, παρουσιάζονται κατ` αρχήν στην πρώτη ενότητα μια σειρά βασικές έννοιες και θεωρητικές προσεγγίσεις του οργανωσιακού φαινομένου, στο αναλυτικό πλαίσιο των οποίων μπορεί να εξετασθεί και να ερμηνευτεί ως ένα βαθμό το φαινόμενο της οργάνωσης στην Ελληνική Διασπορά.
Στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται τα κυριότερα οργανωσιακά συστήματα, οι εξουσιαστικές σχέσεις και οι μορφές ελέγχου βάσει των οποίων προσδιορίζονται, ως ενός μεγάλου βαθμού, τα παρατηρούμενα προβλήματα της συλλογικής δραστηριότητας στις διάφορες οργανωσιακές της μορφές.
Τέλος, στην τρίτη ενότητα, εξετάζονται οι προσδιοριστικοί παράγοντες και οι ιδιαίτερες εκφάνσεις του οργανωτικού φαινομένου στις τάξεις της Ελληνικής Διασποράς, τα εμφανιζόμενα προβλήματα στη λειτουργία και τις σχέσεις των λαϊκών οργανώσεων, όσο και στις σχέσεις αυτών με την Εκκλησία, η οποία εμπλέκεται κατά ένα μεγάλο σχετικά μέρος στην οργάνωση των ομογενών, με την λειτουργία των ενοριακών κοινοτήτων.
1. Βασικές οργανωσιακές έννοιες και θεωρητικές προσεγγίσεις
Ετυμολογικά, ο όρος «οργάνωση» (organization ή organisation ) έχει λίγο ως πολύ την έννοια της «διαμόρφωσης και διευθέτησης των τμημάτων ενός συνόλου προσώπων, πραγμάτων, δραστηριοτήτων κτλ., έτσι ώστε αυτό να λειτουργεί αποτελεσματικά»[1], στην δε κοινωνιολογική χρήση την έννοια κάποιου ορθολογικού γραφειοκρατικού συστήματος. Στην βεμπεριανή ειδικότερα θεωρητική παράδοση, ο όρος «οργάνωση», χρησιμοποιούμενος ως τεχνική κατηγορία, νοείται και εξετάζεται σαν ένα σύστημα συνεχούς και σκόπιμης δραστηριότητας, όπως οι εταιρικές ομάδες και η διοίκηση τους με βασική διοργανωτική αρχή τον ορθολογισμό, κεντρικά στοιχεία του οποίου αποτελούν η δομή, οι κανονισμοί, ο προγραμματισμός και οι σχέσεις εξουσίας. Η έννοια αυτή έχει θεμελιακή σημασία στην προσέγγιση του οργανωτικού φαινομένου και την εξέλιξη της οργανωσιακής θεωρίας, στο γενικότερο πλαίσιο της οποίας μπορεί να εξετασθεί και το συλλογικό φαινόμενο στην Ελληνική Διασπορά, ως αποτυπώνεται με τους αμοιβαίου οφέλους σκοπούς που επιδιώκει και τις λίγο πολύ σταθερές καταστατικές αρχές και διατάξεις των παραδοσιακών κοινοτήτων και των άλλων ειδών οργάνωσης.
Η ύπαρξη θεσμών, δηλαδή καθιερωμένων συνθηκών και τρόπων ενεργειών και συμπεριφορών, που έχουν νομοθετηθεί ή θεμελιωθεί στην παράδοση, αποτελεί το βασικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναφύεται, λειτουργεί και δραστηριοποιείται μια οργάνωση ή μια κοινωνική ομάδα χωρίς οργανωτική διάρθρωση, αλλά και πέραν αυτών κάθε μεμονωμένο άτομο σαν μέλος της ευρύτερης κοινωνίας.
Ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της, μια οργάνωση, ως σωματειακή οντότητα, νοείται βασικά σαν μια διάρθρωση (ή δομή) σχετιζομένων και αλληλενεργούντων ατόμων, συσπειρωμένων (σταθερά ή όχι) για την επιδίωξη κάποιου σκοπού ή σειράς σκοπών, και ταυτόχρονα σαν μια διαδικασία μέσω της οποίας επιδιώκονται οι οργανωσιακοί σκοποί. Η διαδικασία αυτή κατά κανόνα αποτυπώνεται και εκφράζεται σε λίγο πολύ σταθερές καταστατικές αρχές και διατάξεις, ή σε ορισμένους επιμέρους κανονισμούς λειτουργίας προσαρμοσμένους στο ισχύον καταστατικό για τη λειτουργία των διαφόρων εξειδικευμένων επιτροπών της οργάνωσης.
Η οργάνωση μπορούμε να πούμε ότι νοείται και ενυπάρχει μόνο θεσμικά, και μόνον εφόσον εκπληροί κάποιες θεσμικές προϋποθέσεις. Χωρίς η ίδια ν` αποτελεί θεσμό. Ο όρος «οργάνωση», χρησιμοποιούμενος ορισμένες φορές ως συνώνυμος με τον όρο «οργανισμός», αποτελεί έτσι μια γενική και συνάμα μια ειδική έννοια, παραπλήσια ή και πολλές φορές συνώνυμη με τον όρο «σύνδεσμος» ή «ένωση» (association), καθώς και με ορισμένους άλλους περισσότερο δόκιμους και διαδεδομένους χρηστικούς όρους στην ελληνική γλώσσα, όπως ο «σύλλογος», το «σωματείο» ή ο «όμιλος»
Κατ` αναλογία θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην παραπάνω έννοια εντάσσονται οι πάσης φύσης οργανώσεις στην Ελληνική Διασπορά, οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τις κατά τόπους θεσμικές ρυθμίσεις, και συνήθως με τις τοπικές νομοθεσίες περί εταιρειών, στο πλαίσιο των οποίων προσαρμόζονται ανάλογα οι καταστατικές τους διατάξεις.
Κεντρικά θέματα της οργανωσιακής θεωρίας αποτελούν η δομή, οι ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας, οι κανόνες, ο προγραμματισμός, η οργανωσιακή κουλτούρα, ο ορθολογισμός ως βασική διοργανωτική αρχή, η προσαρμογή στο περιβάλλον και η αποτελεσματικότητα της οργάνωσης, η οποία φαίνεται να διαμορφώνεται από ενδο-οργανωσιακούς, περιβαλλοντικούς, όσο και γνωσιολογικούς και κοινωνιολογικούς παράγοντες. Με βάση αυτούς, οι οργανώσεις μπορούν να αυτοπροσδιορίζονται, να υιοθετούν ορθολογικές συμπεριφορές προσαρμογής τους στο περιβάλλον και να μεγιστοποιούν την οργανωσιακή τους αποτελεσματικότητα, διαμορφώνοντας κατάλληλα και επαρκή «ικανοστοιχεία» (competence elements) γι αυτό το σκοπό. Δηλαδή επαρκείς κοινωνικο-τεχνικές γνώσεις και δεξιότητες,
Η οργανωσιακή θεωρία, έχοντας ως βασικό πυρήνα σκέψης την εργοστασιακή οργάνωση, με υπόδειγμα την οποία έχουν συγκροτηθεί οι σπουδαιότεροι οργανισμοί του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, έχει διευρυνθεί σήμερα περιλαμβάνοντας ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα νεωτερικών και μετα-νεωτερικών θεωρητικών προσεγγίσεων για τις οργανώσεις, όπως η ενδεχομενική θεωρία, η πολιτισμική θεωρία των οργανώσεων, η εξελικτική θεωρία, η θεωρία των αυτοαναφερόμενων συστημάτων [ή αυτοποιητική θεωρία], κ.ά. (βλ. Τσιβάκου Ι., 1995)
Η εξέλιξη αυτή παρέχει πλέον ένα ιδιαίτερα ευρύ πλέγμα συμπληρωματικών εννοιών για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου των οργανώσεων, την σημασία τους, τις οργανωσιακές δυνατότητες όσο και τις δυσχέρειες και τους περιορισμούς που αντιμετωπίζουν στα περιβάλλοντα που λειτουργούν. Ειδικά σε ότι αφορά την ανάπτυξη των καταλλήλων συμπεριφορών προσαρμογής στο περιβάλλον τους, το σχεδιασμό και την εφαρμογή των στρατηγικών τους στόχων, το κλειδί κατανόησης των οποίων φαίνεται να παρέχουν ορισμένες βασικές έννοιες προερχόμενες από το ευρύτερο φάσμα των οργανωσιακών θεωριών. Κατά ένα σχετικά μεγάλο μέρος η πολιτισμική θεωρία των οργανώσεων και η θεμελιακή σε αυτή έννοια της οργανωσιακής κουλτούρας, κατά δε ένα μικρότερο ορισμένες έννοιες της εξελικτικής θεωρίας, και κατά ένα σχετικά μικρότερο μέρος οι ανθρωπομορφικές προσεγγίσεις που θεωρούν τις οργανώσεις και τα υποκείμενα που εμπλέκονται με αυτές ως απλά λειτουργικά συστήματα ρουτίνας και υπακοής των υποκειμένων σε κανονισμούς και οδηγίες, παραγνωρίζοντας τα συναισθήματα και τις αντιστάσεις των συμμετεχόντων υποκειμένων στην οργανωσιακή λειτουργία. Παραμέτρους, που, παρά ταύτα, φαίνεται να ορίζουν κατά ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος την οργανωσιακή κουλτούρα, τις αντιστάσεις σε αυτή, όσο και τη δυναμική και την αποτελεσματικότητα των οργανώσεων.
Η οργάνωση, ιδωμένη στο πλαίσιο των οργανωσιακών θεωριών συχνά ως το κοινωνικό ανάλογο των μηχανών, εννοείται, πολλαπλασιάζει σημαντικά τις ανθρώπινες ικανότητες για εκτέλεση εργασιών με τρόπο συνεχή, συστηματικό και αποτελεσματικό. Σε αυτό το πλαίσιο λειτουργίας, εξυπακούεται, οι οργανώσεις ενισχύουν την ανθρώπινη ικανότητα για εργασία, με το να συνεισφέρουν στην παραγωγή πολύπλοκων προϊόντων ή υπηρεσιών με τρόπο τυποποιημένο και συνεχή. Αν και όχι πάντα κατά τρόπο ιδιαίτερα προβλέψιμο και επιτυχή. Δεδομένου ότι αν και οι οργανώσεις αποτελούν ανθρώπινα συστήματα δράσης, δεν φαίνεται να είναι απαραιτήτως πάντα προϊόντα απολύτως ορθολογικού, ενσυνείδητου ή σταθερού ανθρώπινου σχεδιασμού. Για γνωσιολογικούς, δε, όσο και για κοινωνιολογικούς λόγους, ως έχει αποδειχτεί από τη οργανωσιακή έρευνα, οι οργανώσεις, συχνά δυσχεραίνονται στην ορθολογική υιοθέτηση κατάλληλων συμπεριφορών που θα τους επέτρεπε να προσαρμοστούν αποτελεσματικά στο περιβάλλον τους προκειμένου να επιβιώσουν μακροπρόθεσμα και να μεγιστοποιήσουν την απόδοση τους, (Τσούκας Χ., 1995: 268, 311-317), παρότι ο ορθολογισμός αποτελεί εξ ορισμού διοργανωτική αρχή της υπάρξεως τους και του σχεδιασμού των δραστηριοτήτων τους.
Τέτοιοι γνωσιολογικοί /κοινωνιολογικοί ανασταλτικοί παράγοντες στην λειτουργία των οργανώσεων φέρεται να είναι, κατ` αρχήν, η ικανότητα των δρώντων υποκειμένων να αναστοχάζονται, να επαν-ερμηνεύουν και τελικά να επανορίζουν τόσο τις δικές τους πράξεις όσο και τις πράξεις των άλλων με τρόπο συχνά μη προβλέψιμο, να είναι εν δυνάμει σε θέση να ενεργούν διαφορετικά από πριν, συντείνοντας κατ` αυτόν τον τρόπο στην παραγωγή τυχαίων αποτελεσμάτων, όσο και, αντιστρόφως, η συχνά παθητική «ενάδραση» (enactment)[2] των εμπλεκόμενων υποκειμένων στη λειτουργία των οργανώσεων. Ειδικά το γεγονός ότι, πέραν της ικανότητας αναστοχασμού, τα άτομα φέρεται να μην διατυπώνουν πάντα κρίσεις, να μην στοχάζονται, άλλοτε να πειραματίζονται, να ενεργούν και να πράττουν με διαδικασίες «τυφλοσύρτη», καθοδηγούμενα από προηγούμενες εμπειρίες και ρουτίνες ενεργειών και λιγότερο από κάποια εξέταση εναλλακτικών σεναρίων για την τρέχουσα κατάσταση και το δέον γενέσθαι επί τούτης (Τσούκας Χ., 1995: 293-299).
Δεδομένου ειδικά ότι, ως έχει λεχθεί, η ανθρώπινη πράξη, αν και μπορεί να μην είναι ενστικτώδης ή άλογη, μπορεί εντούτοις να είναι συχνά το αποτέλεσμα ενός προηγούμενου κύκλου πράξης-στοχασμού το οποίο «κρυσταλλώνεται» και εν τέλει «ρουτινοποιείται» (ο.π.) σε προκαθορισμένους τρόπους δράσης, με αποτέλεσμα να παρατηρείται συχνά το φαινόμενο τα εμπλεκόμενα στις οργανώσεις υποκείμενα πρώτα να ενεργούν και μετά να στοχάζονται πάνω σε μια συγκεκριμένη τρέχουσα κατάσταση, αν και αυτή μπορεί να είναι άσχετη με τον προηγηθέντα κύκλο πράξης-στοχασμού και τα αντικειμενικά και υποκειμενικά δεδομένα διαμόρφωσης του.
Ενεργώντας κατ` αυτόν τον τρόπο, αν και το πλαίσιο λειτουργίας των οργανώσεων μπορεί και συνήθως ορίζει σαφείς, συμπεφωνημένους και σταθερούς κανόνες λειτουργίας, εντούτοις, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων στις οργανώσεις δεν είναι πάντα και κατ` ανάγκη ορθολογικά θεμελιωμένες, δεδομένου ότι φαίνεται η δράση να οδηγεί στη γνώση και όχι αντίστροφα για να μπορεί η δράση να είναι πάντα θεμελιωμένη ορθολογικά και να παράγει αποτελέσματα απαραιτήτως προς το συμφέρον των οργανώσεων. Πέραν δε τούτου, τα μέλη της οργάνωσης, έχοντας ανοικτή τη δυνατότητα να συγκροτούν διάφορους συνασπισμούς συμφερόντων και να κινούνται με διαφορετικά κριτήρια δράσης από την επίσημη οργανωσιακή κουλτούρα, φέρεται να συμπεριφέρονται συχνά περισσότερο ως «μικρο-πολιτικοί» και λιγότερο ως έλλογα συλλογικά υποκείμενα προς το κοινό συμφέρον των οργανώσεων τους (Καρακατσούλης Π., 1995:346).
Κατ` αυτόν τον τρόπο, οι οργανώσεις φαίνεται να αποτελούν συλλογικές οντότητες «περιορισμένης ορθολογικότητας», (Τσούκας Χ., 1995: 314-315). Αντιθέτως, απ` ότι διατείνονται οι ανθρωπομορφικές οργανωσιακές θεωρήσεις βασιζόμενες στη βεμπεριανή και τεϋλορική εκδοχή του ανθρώπου ως έλλογου όντος, οι οποίες φαίνεται να ταυτίζουν καταχρηστικά την ανθρώπινη δράση ή πράξη ως αναπόδραστα έλλογη και αδιαχώρητη από τον ανθρώπινο ορθολογικό σχεδιασμό.
Η οργανωσιακή θεωρία, και ειδικότερα η οργανωσιακή πολιτισμική θεωρία έχοντας ως βασική έννοια ανάλυσης την «οργανωσιακή κουλτούρα»[3], δέχεται ότι οι οργανώσεις δημιουργούνται από συναρθρώσεις κοινωνικών πράξεων, στις οποίες αποτυπώνονται τόσο η έκδηλη /επίσημη οργανωσιακή τους κουλτούρα[4] όσο και οι «ειδικές κουλτούρες» που δημιουργούνται σε αντιδιαστολή και εν τέλει σε σύγκρουση με την επίσημη. Έτσι, ενώ η έκδηλη, η επίσημη κουλτούρα μιας οργάνωσης μπορεί, εάν ληφθεί υπόψη στον σχεδιασμό της οργάνωσης, να λειτουργήσει θετικά και συσπειρωτικά γι αυτήν, αντιθέτως, η υποκουλτούρα / υποκουλτούρες και ενίοτε οι αντι-κουλτούρες που μπορούν να αναπτύσσονται παράλληλα και σε αντιδιαστολή με την επίσημη, με φορείς τις διάφορες επί μέρους ομάδες συμφερόντων, μπορεί να λειτουργήσουν διασπαστικά και διαλυτικά υπονομεύοντας τη δράση και την αποτελεσματικότητα των οργανώσεων.
Με τα δεδομένα αυτά, πολλές έρευνες έχουν προβάλει τα τελευταία χρόνια σοβαρές αμφιβολίες για το ρόλο της επίσημης κουλτούρας στη σχέση «κουλτούρα-επίδοση» των οργανώσεων, παρά την αποδιδόμενη αρχική ισχυρά σημασία με έναυσμα την έρευνα για την σημειούμενη ιαπωνική επιχειρηματική άνοδο, την οργάνωση και την κουλτούρα των ιαπωνικών επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι η επίσημη κουλτούρα, αν και φαίνεται να συμβάλλει αποτελεσματικά στην αρχική ανάπτυξη μιας οργάνωσης, προβάλλοντας αξίες-κλειδιά για την λειτουργία της, όπως η επίδειξη ομαδικού πνεύματος, συλλογικής ευθύνης, συνοχής και ποιότητας, ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, φαίνεται να μπορεί, με τον καιρό, να αποτελεί τροχοπέδη για την αποδοτικότητα της, κρατώντας την οργάνωση δέσμια συγκεκριμένων τρόπων λειτουργίας, αυξάνοντας τις αντιστάσεις των στελεχών της σε ενδεικνυόμενες οργανωσιακές αλλαγές για την καλύτερη προσαρμογής της στο περιβάλλον και την μεγιστοποίηση της απόδοσης τους (Γαβριήλ Γ., 1995: 235- 249).
Πέραν δε της τροχοπέδης που μπορεί να θέτει η οργανωσιακή κουλτούρα κρατώντας δέσμια μια οργάνωση σε ανελαστικούς τρόπους λειτουργίας, οι συνασπισμοί συμφερόντων λειτουργώντας διχαστικά σε σχέση με τους σκοπούς και το γενικότερο συλλογικό συμφέρον, φαίνεται να επιχειρούν, άλλοτε μέσα από δομικές διευθετήσεις της οργάνωσης, και άλλοτε μέσω πολιτικών παιγνίων, να επηρεάσουν την πορεία της οργανωσιακής δράσης προς εξυπηρέτηση ιδίων επιδιώξεων και προς ζημίαν του καλώς εννοουμένου συλλογικού συμφέροντος της οργάνωσης.
Αντιθέτως, έτσι, από την ανθρωπομορφική αντίληψη των οργανώσεων που αντιλαμβάνεται τον οργανωσιακό ορθολογισμό λίγο έως πολύ ταυτόσημο με την ανθρώπινη συμπεριφορά, οι οργανώσεις φαίνεται να δυσκολεύονται να κινούνται ορθολογιστικά με σχετική ευχέρεια και φαίνεται να αναπτύσσουν και να κατατρύχονται από δυνάμεις δομικής αδράνειας οφειλόμενους σε μια σειρά εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες.
Οι παράγοντες αυτοί έχουν να κάνουν, κατά πρώτο, με τους περιορισμούς που συνεπάγονται οι επενδύσεις και οι υποδομές της οργάνωσης εκ παραλλήλου με τις δυνατότητες που δημιουργούν, καθώς περιορίζουν κατ` ανάγκην την ακτίνα και τους τομείς δράσης της οργάνωσης σε ένα ορισμένο επιχειρησιακό πεδίο. Δεύτερο, η σχετικά περιορισμένη πρόσβαση των οργανώσεων στις κατάλληλες για τον σχεδιασμό και την δράση τους πληροφορίες, καθώς οι πληροφορίες που μπορούν να λαμβάνουν μπορεί να είναι ελλείπεις ή μεροληπτικές, καθώς εκ των πραγμάτων καθορίζονται από το είδος και την ποιότητα των ειδικών που τις παρέχουν, τους κατεστημένους επικοινωνιακούς διαύλους, και την αποτελεσματικότητα των πληροφοριακών αγωγών. Τρίτο, οι αντιστάσεις πολλών εκ των ιθυνόντων που εμπλέκονται με τις πολιτικές μιας οργάνωσης, οι οποίοι έχουν συμφέρον να μην επιτρέπουν τη διαταραχή του υφιστάμενου status quo μιας οργάνωσης βάσει του οποίου κατοχυρώνεται η θέση τους στην οργανωσιακή ιεραρχία. Τέταρτο, και τελευταίο, η κατανομή των καθηκόντων και η τυποποίηση των διαδικασιών διαμορφώνουν και παγιώνουν μια ορισμένη οργανωσιακή κουλτούρα, η αλλαγή της οποίας φέρεται να μην είναι εύκολη προσκρούοντας στους κεκτημένους τρόπους συμπεριφοράς και στις αντιδράσεις των στελεχών των οργανώσεων (Τσούκας Χ., 1995: 311-313).
Η υποχώρηση της κλασικής βεμπεριανής όσο και της τεϋλορικής οργανωσιακής θεωρίας όπως και της μεταγενέστερης «ενδεχομενικής-θεωρητικής προσέγγισης» από τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1970, και η εμφάνιση νέων γνωσιολογικών προσεγγίσεων και «μετα-θεωριών» στο οργανωσιακό πεδίο, παρέχει σήμερα μεγαλύτερες αναλυτικές δυνατότητες στην οργανωσιακή μελέτη και έρευνα.
Η οργανωσιακή μελέτη, επεκτεινόμενη υπό αυτές τις συνθήκες στο χώρο των μεταναστευτικών οργανώσεων και στην προκειμένη περίπτωση της ελληνικής Ομογένειας, θα μπορούσε να περιλάβει, πέραν των προαναφερομένων κεντρικών θεμάτων, την ταξική, όπως και την ταυτοτική παράμετρο των οργανώσεων[5], την επικοινωνιακή σχέση και τους δεσμούς που διατηρούν με τις τοπικές κοινωνίες διαμονής των ομογενών και τη χώρα προέλευσης, θέματα σχετικά με την δραστηριότητα των οργανώσεων ως ομάδων πίεσης, και τέλος την οργανωσιακή τους κουλτούρα. Κατά μείζονα ίσως λόγο την τελευταία, καθώς η οργανωσιακή κουλτούρα μπορεί να ορίζει τις ενδο-οργανωσιακές αλλά και τις διαγενεακές σχέσεις των μελών και τις σχέσεις των οργανώσεων με το περιβάλλον, με την περιβάλλουσα κοινωνία και τη χώρα καταγωγής, δυνάμενη να κινητοποιεί τα συναισθήματα των μελών, να λειτουργεί συνδετικά, αλλά και ταυτόχρονα περιοριστικά στους τρόπους συμπεριφοράς τους, στο βαθμό που τα συστατικά της στοιχεία γίνονται ευρέως αποδεκτά ή εν μέρει. Δεδομένου ότι η οργανωσιακή κουλτούρα, ως αδιαχώρητη από την λειτουργία των οργανώσεων συνθήκη, συμπεριλαμβάνει απαγορεύσεις, κανονισμούς και μορφές ελέγχου που απαιτούν η εταιρική συμβίωση μεταξύ των μελών, αλλά και οι σχέσεις των οργανώσεων με τον εξωτερικό κόσμο, σε αυτό δε το πλαίσιο θα μπορούσαν π.χ. να ερευνηθούν οι σχέσεις των λαϊκών και ενοριακών κοινοτήτων και οι συγκρουσιακές σχέσεις ορισμένων εξ αυτών με την Εκκλησία, ή των πρωτοβαθμίων οργανώσεων με τις ομοσπονδίες τους και το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ). Πολύ δε περισσότερο οι σχέσεις των ατόμων των παλαιότερων και νεότερων γενεών, από τις οποίες συναρτάται κατά ένα μεγάλο μέρος η πορεία και το μέλλον των ομογενειακών οργανώσεων.
Ωστόσο τα εννοιολογικά εργαλεία που προσφέρουν οι νεωτερικές και μετα-νεωτερικές προσεγγίσεις, σχετιζόμενα κυρίως με την επιχειρησιακή έρευνα δεν έχουν βρει εκτενή εφαρμογή στη μελέτη των εθελοντικών οργανώσεων, όπως στην προκειμένη περίπτωση των μεταναστευτικών οργανώσεων, και δη της ελληνικής Ομογένειας. Αυτό καθιστά ανώφελη την συστηματική χρήση τους στη παρούσα προσέγγιση, πέραν της χρήσης ορισμένων βασικών εννοιών. Δεδομένου μάλιστα του επιπέδου που κινείται αυτή η προσέγγιση και δεδομένου ότι τα οργανωσιακά προβλήματα της Ομογένειας μπορούν να κατανοηθούν σε γενικές γραμμές στο γνωσιολογικό πλαίσιο ορισμένων στοιχειωδών εννοιών της οργανωσιακής θεωρίας και της τρέχουσας ορολογίας των ίδιων των ομογενειακών οργανώσεων, όπου άλλωστε φαίνεται να κινούνται σε γενικές γραμμές και οι υπάρχουσες ως σήμερα λίγες σχετικά προσεγγίσεις του οργανωσιακού φαινομένου στην Ελληνική Διασπορά, στις οποίες γίνεται σχετική αναφορά στην παρούσα προσέγγιση.
2. Μοντέλα οργανώσεων, εξουσιαστικές σχέσεις και μορφές οργανωσιακού ελέγχου
Κλειδί για την κατανόηση των οργανώσεων, αποτελεί σήμερα η έννοια της δομής και ο τύπος της οργανωσιακής τους κουλτούρας με άξονα τις θέσεις των υποκειμένων, τους ρόλους που υποδύονται και τις σχέσεις εξουσίας που εξυφαίνονται από τη δομή συγκρότησης τους, ως αυτοί εκδηλώνονται με τους διάφορους τύπους οργανωσιακής κουλτούρας που αναφερθήκαμε ήδη στα προηγούμενα, αλλά και ορισμένους άλλους παρεμφερείς εννοιολογικούς τύπους, στους οποίους αναφερόμαστε στην παρούσα ενότητα.
Οι οργανώσεις, συγκροτημένες, εννοιολογικά, με μια ορισμένη δομή και διαδικασία σταθερών και αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των συμμετεχόντων και δρώντων μελών με αντικείμενο την επίτευξη των σκοπών τους, κατηγοριοποιούνται στις διάφορες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, πλην των προαναφερομένων, κατά ένα μέρος με τα ευεργετήματα και τις υπηρεσίες που προσφέρουν, από τους τρόπους εκπλήρωσης των οργανωτικών σκοπών και τις εξουσιαστικές-διοικητικές σχέσεις με τις οποίες λειτουργούν[6] ( Cotgrove, S., 1975: 266). Από μια ιδιαίτερη οπτική, ο Likert παρουσιάζοντας μια πιο επεξεργασμένη εκδοχή των μοντέλων οργάνωσης συμπεριλαμβάνοντας το μέγεθος του ελέγχου που ασκείται πάνω στα άτομα της οργάνωσης και τα κίνητρα που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο και τον συντονισμό των δραστηριοτήτων διακρίνει τις οργανώσεις σε δύο κύριους τύπους. στο «αυταρχικό» και το «συμμετοχικό» μοντέλο και σε δύο υπό-τύπους (ο.π.: 261-262). Στην περίπτωση του «ομαδικού-συμμετοχικού μοντέλου», η συμμόρφωση στους οργανωτικούς κανονισμούς φέρεται να επιτυγχάνεται διαμέσου ενός υψηλού βαθμού ομαδικής συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και επικοινωνίας στα διάφορα επίπεδα, σε συνδυασμό με την απουσία υποψιών αλληλεπίδρασης.
Ο χαρακτήρας της εξουσίας και οι μορφές ελέγχου εννοείται έχουν ιδιαίτερη σημασία σ` ένα μοντέλο οργάνωσης από την άποψη της αναγκαίας συμμόρφωσης στους κανονισμούς και την ομαλή λειτουργία της οργάνωσης, που αποτελούν και τις βασικές προϋποθέσεις εκπλήρωσης των στόχων της (A. Etzioni, Modern Organizations, 1964). Στοιχεία, που, εννοείται, έχουν ιδιαίτερη σημασία και για τις οργανώσεις στην Ελληνική Διασπορά, στην εν γένει λειτουργία τους όσο και τις σχέσεις μεταξύ των οργανώσεων και την ανάπτυξη συνεργασιών για την προώθηση των ομογενειακών θεμάτων.
Διαφορετικοί τύποι οργανώσεων, εννοείται, υιοθετούν διαφορετικές λύσεις στο πρόβλημα του εξουσιαστικού ελέγχου και επινοούν διαφορετικές διοικητικές δομές, περισσότερο ή λιγότερο ελαστικές, αυταρχικές ή δημοκρατικές, χωρίς κατ` ανάγκη να εξασφαλίζονται κάποιες σταθερές εξουσιαστικές σχέσεις ανάμεσα στη διοικητική ηγεσία και τη μάζα των ατόμων που απαρτίζουν την οργάνωση (Cotgrove, S., 1975: 264). Ακόμα και εκεί που υπάρχουν εξ ορισμού σαφείς δημοκρατικές διαδικασίες, όπως στην περίπτωση των πολιτικών κομμάτων ή των συνδικαλιστικών οργανώσεων, είναι δυνατόν να υπάρξουν κραυγαλέες παραμορφώσεις υπαγορευόμενες από διάφορες ανάγκες και αστάθμητους παράγοντες στις σχέσεις μεταξύ των απλών μελών και των ηγετικών στελεχών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η οργάνωση θα πρέπει να ιδωθεί μάλλον σαν μια διαδικασία, παρά σαν μια σταθερή μορφή. Η οργάνωση και η ζωή της, όπως έχει λεχθεί, μπορεί να καθορίζεται από κανονισμούς όπως στο κρίκετ, αλλά αντίθετα από το κρίκετ, οι παίκτες σε αυτή μπορεί να προσπαθήσουν ν` αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού με τους οποίους ρυθμίζουν τη δραστηριότητα τους (ο.π.: 274.)
Αναφορικά με το προαναφερόμενο πρόβλημα, ο R. Michels[7] έχει επισημάνει, προ πολλού, το διαρκή κίνδυνο του λεγόμενου «σιδερένιου νόμου των ολιγαρχικών τάσεων», παρά το μη στατικό χαρακτήρα των ανθρωπίνων σχέσεων και γνώσεων. Νόμος που μπορεί να σταθεί μοιραίος στην πορεία μιας δημοκρατικής οργάνωσης όσο αυτή αναπτύσσεται, καθώς δημιουργώντας μια σταθερή δομή με θεμελιώδη λειτουργική αρχή τον καταμερισμό της εργασίας προκαλεί στο σώμα των μελών σημαντικές αλλαγές, περιορίζοντας την άσκηση του δημοκρατικού ελέγχου και του καταστατικού ελέγχου των ηγεσιών από τα απλά μέλη σε μια ύπαρξη καθαρά φαινομενική. Διαχωρίζοντας τα μέλη σε μια διευθυνόμενη πλειοψηφία και σε μια χειραφετούμενη και ανεξαρτοποιούμενη από τη μάζα μειοψηφία που διευθύνει και συνήθως τείνει να αποτελεί εξ αρχής ή διαχρονικά ένα ολιγαρχικά σταθερό αν και όχι κλειστό σώμα, έστω και αν μπορεί να αναδεικνύεται με τις συνήθεις δημοκρατικές διαδικασίες. – τάση που αποδίδεται, κατά τον Michels όπως εξάλλου και από τον Max Weber, στη σύνδεση των ηγετικών πόστων με διάφορα επαγγελματικά και άλλα συμφέροντα (Cotgrove G., 1967: 266). Φαινόμενο, που θα μπορούσε να παρατηρηθεί και στις οργανώσεις των ομογενών και φαίνεται να καθορίζεται κατά τα λοιπά εν μέρει από τη φυσική αδιαφορία των μαζών και από την ανικανότητα των να αυτοκυβερνηθούν και τις διοικητικές ικανότητες των ηγετικών ελίτ, οι οποίας τείνουν να διευρύνουν διαχρονικά την απόσταση εξουσιαζόντων και εξουσιαζομένων, όσο και από τις ανεπτυγμένες διοικητικές λειτουργίες και τα συμφέροντα που αναφύονται για τις ηγετικές ομάδες και τις τεχνοκρατικές διοικητικές δεξιότητες τους σε σχέση με την τάξη των απλών μελών.
Ο κίνδυνος αυτός που αν και στην ανάλυση του R. Michels κυρίως αφορά ειδικά την περίπτωση των πολιτικών κομμάτων και ιδιαίτερα των δημοκρατικών, αφορά ωστόσο ως σ` ένα βαθμό και άλλους τύπους οργανώσεων, όπως τις συνδικαλιστικές ενώσεις και προφανώς για τους ίδιους ή και περισσότερο σύνθετους λόγους και άλλους τύπους οργανώσεων, όπως οι μεταναστευτικές οργανώσεις και στην προκειμένη περίπτωση τις οργανώσεις της Ελληνικής Διασποράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αυταρχικό και το οργανικό μοντέλο διοίκησης, επιτρέποντας ή ενθαρρύνοντας λιγότερη ή περισσότερη συμμετοχή και δημοκρατικές διαδικασίες, φαίνονται στην πράξη συχνά να προσεγγίζουν και να διαχωρίζονται μόνο από την άποψη των δημοκρατικών ή όχι προσχημάτων που χρησιμοποιούνται. Παρ` όλα αυτά, η σημασία των δημοκρατικών διαδικασιών ως μία εναλλακτική μορφή διοίκησης παραμένει αναλλοίωτη, όπου τουλάχιστον και σε όποιο δυνατό βαθμό οι δημοκρατικές διαδικασίες μπορούν να τηρούνται και να λειτουργούν[8].
3. Προσδιοριστικοί παράγοντες, εκφάνσεις και προβλήματα του οργανωσιακού φαινομένου στην Ελληνική Διασπορά
Οι θεωρητικές προσεγγίσεις που εξετάσαμε παραπάνω εκφράζουν βεβαίως εμπειρικές διαπιστώσεις διαφορετικές προς τις μεταναστευτικές οργανώσεις και την οργάνωση της Ελληνικής Διασποράς, τα οργανωτικά μοντέλα της οποίας παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες. Παρ` όλα αυτά, οι προσεγγίσεις αυτές συνθέτουν ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς, καθώς ανάμεσα στις ποικίλες οργανώσεις υπάρχουν δομικές αναλογίες και αντιστοιχίες όσο συχνά και διαφορές. Οι συμπτώσεις αναλογιών ή κοινών σημείων και προβλημάτων είναι κατά κάποιο τρόπο αναπόφευκτες, καθώς κάθε οργάνωση, σαν μια εξ ορισμού διάταξη από συνδυασμένα και αλληλεξαρτώμενα στοιχεία στη λειτουργία της, απαρτίζει σ` όλες τις μορφές της ένα λίγο-πολύ σταθερό σχήμα ή σύστημα ως προς ορισμένα στοιχειώδη κοινά δομικά στοιχεία και μέρη. Εξετάζοντας τις οργανώσεις σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, ο M.Janowitz (1970: ix) υποστηρίζει ότι όλες οι οργανώσεις περικλείουν πολιτικούς σκοπούς σε ποικίλους βαθμούς, πλην ορισμένες οργανώσεις όπως τα πολιτικά κόμματα εξειδικεύονται κατά κυρίαρχο τρόπο σε πολιτικούς σκοπούς και κατ` ελπίδα στην επίλυση των διενέξεων που μπορούν να εμφανίζονται.
Στη διερεύνηση και κατανόηση των οργανώσεων και των προβλημάτων τους, ορισμένοι θεωρητικοί, όπως ο M. Janowitz (ο.π.), δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στις αξίες και στους σκοπούς που περικλείουν αποδίδοντας σε αυτούς πολλά από τα προβλήματα των οργανώσεων, θεωρώντας ότι η επιδίωξη τους έχει ορατές, συστηματικές και σταθερές επιδράσεις στις δομές τους, και κατά συνέπεια τόσο στη γένεση διενέξεων όσο και στη διευθέτηση τους.
Η εστίαση στους παράγοντες αυτούς και μόνον αυτούς, αν και θα μπορούσε να παρέχει ίσως ένα ικανοποιητικό πλαίσιο ερμηνείας για τους επιχειρηματικούς και κρατικούς οργανισμούς στους οποίους οι αξίες και οι σκοποί αποτελούν προϊόν τεχνοκρατικού και πολιτικού σχεδιασμού, παρά της μάζας των ατόμων με τα οποία στελεχώνονται, αποτελεί προφανώς ένα σχήμα ερμηνείας εν πολλοίς περιοριστικό για τις διάφορες άλλες οργανώσεις. Ειδικά, για τις οργανώσεις εθελοντικού χαρακτήρα, όπως οι μεταναστευτικές, όπου οι παραγόμενες συγκρούσεις φαίνονται να ορίζονται περισσότερο από άλλες παραμέτρους της οργανωσιακής κουλτούρας, καθώς ειδικά οι μεταναστευτικές οργανώσεις εμφανίζονται να αποτελούν μια ιδιαίτερα συμπαγή «κοινότητα σκοπών», κατ` αναλογία με την άποψη που διατυπώνει σχετικά με το πολιτικό σύστημα ο H. Spiro (1962: 86) το οποίο και θεωρεί σαν μια κοινότητα σκοπών, και σε αυτή τη βάση οι οργανωτικοί σκοποί των μεταναστευτικών οργανώσεων είναι εξ ορισμού αποδεκτοί και κοινοί σαν προϊόν σύμπτωσης και συναίνεσης τόσο των ιδρυτικών μελών όσο και των εισερχομένων νέων μελών και προϋποθέτει την εκ προοιμίου αποδοχή και το σεβασμό τους. Στην περίπτωση μάλιστα της μεταναστευτικής οργάνωσης, θα μπορούσε να λεχθεί ότι αποτελεί ταυτόχρονα, πολύ ίσως περισσότερο, «κοινότητα αξιών», έχοντας υπόψη ότι οι μετανάστες φέρεται να τείνουν να αναπαραγάγουν στη διασπορά τις πλέον εκτιμώμενες αξίες των χωρών καταγωγής τους (Bottomley, G., 1975: 118-125), πράγμα που λίγο ως πολύ βρίσκει έκφραση στη συλλογική τους δραστηριότητα. Υπό αυτή δε τη συνθήκη, ως θα ανέμενε κανείς, φαίνεται να παρουσιάζουν μια σχετικά ισχυρή οργανωσιακή κουλτούρα, σε ότι αφορά ειδικά τις αξίες και τους σκοπούς στις οποίες στηρίζονται, αφήνοντας λίγο σχετικά πεδίο για αντιθέσεις και συγκρούσεις με άξονα τους σκοπούς και τις αξίες της οργανωσιακής τους κουλτούρας.
Εξαίρεση, προφανώς, αποτελούν οι αξίες εκείνες που παρουσιάζονται υπό τα πολιτισμικά χάσματα των γενεών, στα οποία αναφέρονται ορισμένοι ομογενείς ερευνητές (P. Chimbos: 1985 και 1993, Α. Τάμης: 2000, Στ. Κωνσταντινίδης: 2002), που αφορούν τις σχέσεις των νεοφερμένων προς τους παλαιότερους και σχετικά ευκατάστατους μετανάστες πρώτης γενεάς, παρά τις σχέσεις μεταξύ της πρώτης και των νεότερων γενεών, καθώς οι τελευταίες δεν φαίνεται να έχουν ισχυρή παρουσία στις παραδοσιακές ομογενειεακές οργανώσεις και να είναι σε θέση να διαμορφώνουν ιδιαίτερα ισχυρές συγκρουσιακές νοοτροπίες, τριβές, και «μαχητικές ομάδες» όσο τα άτομα της πρώτης γενεάς. Αν και, σε τελευταία ανάλυση, οι σχέσεις των κοινωνικών αυτών κατηγοριών της πρώτης γενεάς, δεν φαίνεται να αποτέλεσαν τον μοναδικό και ιδιαίτερα ισχυρό παράγοντα συγκρούσεων στην ζωή των ομογενειακών οργανώσεων, όσο, άλλα κεντρικά θέματα και επιδιώξεις στη λειτουργία των οργανώσεων και στη ζωή των μελών, αν δούμε την ομογενειακή συλλογική δραστηριότητα σε μια σχετικά μεγάλη διαχρονικά κλίμακα.
Η «κοινότητα σκοπών», αν και ως έννοια συνδέεται κυρίως με την λειτουργία του πολιτικού συστήματος, αποτελεί εντούτοις μια ιδιαίτερα σημαντική έννοια στις προσεγγίσεις του οργανωσιακού φαινομένου της Ομογένειας. Δεδομένου ότι οι ομογενειακές οργανώσεις διαμορφώνονται και λειτουργούν εν πολλοίς με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες θεσμικές ρυθμίσεις του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, ως προς τις διαδικασίες λειτουργίας, διοίκησης και τους τρόπους λήψης αποφάσεων στα θέματα που τις αφορούν.
Κατά τον H. Spiro, πάντα, μια ορισμένη κοινότητα, όπως είναι το πολιτικό σύστημα, «βασίζεται θεμελιακά στην έννοια της συμφωνίας σκοπών, πλην όμως παρουσιάζει ασυμφωνία στις διαδικασίες με τις οποίες οι σκοποί αυτοί μπορούν να εκπληρωθούν καλύτερα» ( Spiro H., ο. π.), πράγμα που αποτελεί βασικό στοιχείο και θεμελιώδη προϋπόθεση λειτουργίας του πολιτικού πολύ-κομματικού συστήματος. Χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται η σημασία τους για τη γενικότερη κατανόηση τους, υπό το πρίσμα που αναφέρεται σχετικά ο A. Lindsay (The Modern Democratic State, 1966: 42-43), ο οποίος υποστηρίζει ότι ενώ μια ένωση μπορεί να κατανοηθεί μόνο στο φως των σκοπών της, αντίθετα, καμιά δεν εμπνέεται ολοκληρωτικά από τους σκοπούς της, δηλαδή ποτέ δεν είναι εντελώς αυτό που υποτίθεται ότι είναι.
Σε αυτό το πλαίσιο σκέψης, θα μπορούσε κάλλιστα να ειπωθεί ότι πολύ λίγη τελικά σημασία έχουν αυτού καθεαυτού οι σκοποί στον προσδιορισμό των συμπεριφορών και των προβλημάτων των οργανώσεων, και στην προκειμένη περίπτωση ειδικά των ομογενειακών οργανώσεων, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως ιδιαίτερα ισχυρές «κοινότητες σκοπών», για τους λόγους που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα.
Στο πλαίσιο των παρατηρήσεων αυτών και σε συνδυασμό πάντα με την εμπειρία του μεταναστευτικού χώρου, θα μπορούσε να υποστηριχθεί στην παρούσα προσέγγιση ότι περισσότερο καθοριστική σημασία στη λειτουργία, στην αποτελεσματικότητα και τις παρατηρούμενες συγκρούσεις των οργανώσεων φαίνεται να έχουν οι υπάρχουσες εξουσιαστικές διαδικασίες και τα μέσα επίτευξης των σκοπών και ορισμένοι άλλοι παράγοντες, όπως είναι τα προσωπικά κίνητρα οργάνωσης και οι πολιτικές ιδεολογίες των μελών. Παρά οι συλλογικές αξίες-κλειδιά και οι σκοποί των οργανώσεων, αν και αυτές αποτελούν κεντρικά στοιχεία της οργανωσιακής τους κουλτούρας.
Καθοριστική σχετικά σημασία στη λειτουργία των οργανώσεων, και δη των μεταναστευτικών, φαίνεται να έχουν ορισμένοι άλλοι οργανωσιακοί παράγοντες, όπως οι τεχνικές και πρακτικές ανάγκες της οργάνωσης που βρίσκουμε στις αναλύσεις του Michels, τα κίνητρα οργάνωσης ή τα συνδεόμενα και αντικρουόμενα συμφέροντα, παρά οι ίδιοι οι σκοποί και οι αξίες που υπηρετούνται και ορίζουν κατά ένα μέρος τις συμπεριφορές και τους τρόπους δράσης των μελών. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να έχουν αλλού μικρότερη αλλού μεγαλύτερη σημασία, να εκδηλώνονται σε διάφορους βαθμούς ή και όχι, ανάλογα με τις μορφές οργάνωσης, με τη φύση των συλλογικών συμφερόντων ή των ενδιαφερόντων και τη σύνθεση των ατομικών συμφερόντων των μελών, με τη σημασία της οργάνωσης, το μέγεθος, την ηλικιακή σύνθεση ή την κοινωνική σύνθεση των μελών που απαρτίζουν την οργάνωση.
Στην περίπτωση της οργάνωσης των μεταναστευτικών εθνοτήτων και στην προκειμένη περίπτωση του Ελληνισμού της Διασποράς, πολλοί από τους παράγοντες αυτούς, μεμονωμένα ή συνδυασμένα, θα μπορούσαν να οδηγούν σε ολιγαρχικές τάσεις, σε σταθερά ηγετικά σχήματα, ή άλλα προβλήματα, τροφοδοτώντας και ανατροφοδοτώντας εντάσεις και έριδες, μια αέναη εσωτερική διαπάλη στην πορεία των οργανώσεων ή και εντάσεις ανάμεσα στις ομοειδείς ή άλλες οργανώσεις. Με αφορμή κοινά ή διαφιλονικούμενα συμφέροντα ή δικαιώματα, τις μεταβολές στις θέσεις των οργανώσεων, τις παρουσιαζόμενες επικαλύψεις ή τις τάσεις υποκατάστασης του έργου της μιας από την άλλη κλπ. Τα κίνητρα, για παράδειγμα, οργάνωσης και άσκησης εξουσίας και κοντά σε αυτά τα κατά περίπτωση συμφυόμενα συμφέροντα θα μπορούσαν να έχουν εξίσου σπουδαιότητα και στη περίπτωση μιας βουλητικής ή εθελοντικής οργάνωσης όπως η μεταναστευτική και γενικότερα οι οργανώσεις των εθνοτικών ομάδων, καθώς η ώθηση για ένωση σε μια μαζική κοινωνία όπου το άτομο συχνά παραμένει άγνωστο, δεν φαίνεται να είναι πάντα η συμμετοχή σε μια εκτιμώμενη δραστηριότητα και συχνά οι εθελοντικές ενώσεις φέρονται να χρησιμοποιούνται για κοινωνική επιβεβαίωση ή εξασφάλιση κάποιας κοινωνικής θέσης (D. Weinstein and M. A. Weinstein, 1974: 357).
Η ώθηση για κοινωνική επιβεβαίωση θα μπορούσε βεβαίως για τους ίδιους λόγους να είναι και φαίνεται να είναι το ίδιο ή και ίσως περισσότερο ισχυρή στην περίπτωση των μεταναστευτικών οργανώσεων, δεδομένων των πάσης φύσης εμποδίων κοινωνικής ένταξης, εξίσωσης ευκαιριών κοινωνικής ανόδου και πλήρους ενσωμάτωσης των μεταναστών στις χώρες εγκατάστασης τους. Αν όχι στην ίδια την απόφαση για ένταξη σε κάποια οργάνωση, τουλάχιστον σε ότι αφορά την εισδοχή σε κάποια θέση της διοίκησης της και σε σημείο που ν` αποτελεί συχνά έναυσμα για εσωτερικές έριδες. Ο Μ. Tsounis (in Price Charles, 1975: 50), υπογραμμίζει, για παράδειγμα, την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδεται στη θέση του προέδρου στις ελληνικές οργανώσεις της Αυστραλίας, στην επιδίωξη της οποία αποδίδει πολλές από τις παρατηρούμενες φιλονικίες και διαιρέσεις ή εν γένει στην αδυναμία ικανοποίησης όλων των εκδηλούμενων φιλοδοξιών για ηγετικές θέσεις.
Στην περίπτωση έτσι της οργάνωσης στην Ελληνική Διασπορά, αν και αυτή δεν περικλείει κάποια ορατά ισχυρά υλικά συμφέροντα λόγω της περιορισμένης κοινωνικής σημασίας της και του μη κερδοσκοπικού της χαρακτήρα, η διαπάλη για τα διάφορα αξιώματα, η ανάδειξη σταθερών ηγετικών ελίτ και η ύπαρξη ολιγαρχικών τάσεων θα μπορούσαν να ευνοηθούν για τους ίδιους ή παραπλήσιους λόγους που βρίσκουμε στις θεωρητικές προσεγγίσεις του Michels ή άλλων ερευνητών, ως άλλωστε έχει δείξει και η τρέχουσα πρακτική εμπειρία από την διαδρομή του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ)[9]. Θα μπορούσαν, π.χ., να προκύψουν για λόγους σχετιζόμενους με τις υπάρχουσες επιδιώξεις κοινωνικής καταξίωσης ή επιβεβαίωσης, μικροφιλοδοξιών, ή και γιατί η ύπαρξη και η διοίκηση μιας μεταναστευτικής οργάνωσης απαιτεί κάποιες ιδιαίτερες προσωπικές ικανότητες και γνώσεις. Από τεχνικούς λόγους όπως π.χ. από την ανάγκη ανταπόκρισης της οργάνωσης στους τοπικούς θεσμικούς κανόνες λειτουργίας, που μόνο μια σχετικά έμπειρη, ανώτερου μορφωτικού επιπέδου ή δίγλωσση ομάδα και ηγεσία μπορεί να γνωρίζει και ν` ανταποκρίνεται στις οργανωτικές απαιτήσεις τους ικανοποιητικά. Τέλος, θα μπορούσαν ενδεχομένως να ευνοηθούν και από ορισμένα μη ευδιάκριτα πολλές φορές ατομικά ή ειδικά συμφέροντα που η ίδια η οργάνωση είναι ενδεχόμενο να αντιπροσωπεύει για ορισμένα από τα μέλη της. Από την ύπαρξη, π.χ., επιχειρηματιών, που θα είχαν λόγους και θα επεδίωκαν να διευρύνουν τον πελατειακό τους κύκλο από τα μέλη μιας οργάνωσης και τον κοινωνικό περίβολο τους ή να διευρύνουν το κοινωνικό τους status. Από τη σύνδεση μιας κοινότητας με το έργο και τα συμφέροντα της Εκκλησίας και των στελεχών της. Φαινόμενο που παρατηρείται σε ευρεία κλίμακα στις αγγλοσαξονικές χώρες, όπως η Αυστραλία, όπου η κοινοτική δραστηριότητα έχει συνδεθεί με την εκκλησιαστική και παρατηρούνται επικαλύψεις ρόλων και λειτουργιών και αναπόφευκτες συγκρούσεις στη συνύφανση των δύο θεσμών, υπό τις επιδράσεις των αλληλοσυγκρουόμενων αστικών και θρησκευτικών οργανωτικών αρχών ανάμεσα στις παλαιές κεντρικές κοινότητες και την εκεί κανονική Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή.
Ο P. Chimbos ( 1985: 89-96 και 1993: 43-50), αναφερόμενος στα αίτια των ερίδων που παρατηρούνται στην περίπτωση των ελληνοκαναδικών κοινοτήτων, αναφέρει ως κυριότερα τη σύγκρουση συμφερόντων, ιδεολογιών και αξιών ανάμεσα στις διάφορες ομάδες, ιδίως δε μεταξύ των παλαιών και των νεοφερμένων μεταναστών, με άξονα τις αποφάσεις που αφορούν τις πρακτικές ανάγκες ή τα μέσα επίτευξης των σκοπών των κοινοτήτων, όπως την ανέγερση εκκλησιών, τη μίσθωση δασκάλων, ή τη σύσταση σχολικών επιτροπών κλπ. Παράλληλα ιδίως την παρατηρούμενη αφ` ενός ισχυρή παρουσία και παρέμβαση του κλήρου στα κοινοτικά ζητήματα, και αφετέρου την υπάρχουσα απαίτηση για κοσμική διοίκηση των κοινοτήτων κάτω από την πίεση των νεότερων και περισσότερο πολιτικοποιημένων μεταναστευτικών ρευμάτων, διάσταση στην οποία αναφέρονται και άλλοι ερευνητές από το χώρο της Ομογένειας (Tsounis Μ.: 1971, Τάμης Α.: 2000, Στ. Κωνσταντινίδης: 2002).
Το φαινόμενο της διαπάλης, αν και κατ` εξοχήν πολιτικό, φαίνεται έτσι να χαρακτηρίζει σε ένα βαθμό και τις σχέσεις της οργανωμένης Ομογένειας και, τηρουμένων των αναλογιών, παρουσιάζεται να εμπεριέχει πολλά από τα πολιτικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την οργάνωση της διαπάλης των κομμάτων. Καθώς, όπως ήδη επισημάναμε, όλες οι οργανώσεις φαίνεται να περικλείουν πολιτικούς σκοπούς και κατά συνέπεια παρουσιάζουν αναλογίες και αντιστοιχίες και ως προς τους γενεσιουργούς παράγοντες των συγκρούσεων και των όσων άλλων οργανωσιακών τους συμπεριφορών. Υπό αυτή μάλιστα τη συνθήκη, ως έχει αποδεχτεί ήδη από τα αρχικά κιόλας στάδια της οργάνωσης των ομογενών, η οργανωτική τους δραστηριότητα φαίνεται να συνυφαίνεται αναπόφευκτα με την δραστηριότητα και τους ανταγωνισμούς των πολιτικών κομμάτων. Όπως ειδικά έδειξε η περίπτωση της διαμάχης των βενιζελικών – βασιλικών, στη δεκαετία του 1920, διαμάχη που επεκτάθηκε αναπόφευκτα και στις ελληνικές παροικίες της εποχής, προκαλώντας ισχυρές εντάσεις αλλά και τάσεις διάσπασης στις ελληνικές οργανώσεις, η οποία, ας σημειωθεί εδώ, κατέληξε τότε στην διάσπαση της Ελληνικής Κοινότητας του Μόντρεαλ. (Κωνσταντινίδης Στ., 2002: 100 )
Σε αυτό το αναλυτικό πλαίσιο προσέγγισης, μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική ως ένας κοινός τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας των διαφόρων οργανώσεων διαμορφώνει ως ενός βαθμού και τις σχέσεις των ελληνικών παροικιών και των ομογενειακών οργανώσεων και κατά προέκταση τις σχέσεις τους με τις ελληνικές και ξένες αρχές των χωρών υποδοχής, καθώς η δραστηριότητα των οργανώσεων συνυφαίνεται αναπόφευκτα με την δραστηριότητα και την διαπάλη των πολιτικών κομμάτων, τα οποία συχνά μάλιστα φαίνεται να κατευθύνουν την δραστηριότητα των ομογενειακών οργανώσεων. Πράγμα, που ως έχει επισημανθεί, γίνεται σήμερα με την καθιέρωση παραταξιακών συνδυασμών[10], προγραμμάτων και άλλων μέσων. (Petrolias J., 1959, κ.ά.).
Το πολιτικό στοιχείο διαμορφώνει, κατά δεύτερο λόγο, και τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων οργανώσεων. Το ίδιο παρατηρείται και σε ότι αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κοινοτικών και άλλων λαϊκών οργανώσεων και της Εκκλησίας στην Ελληνική Διασπορά. Ακόμα και στην περίπτωση του εκκλησιαστικού σχίσματος των ανεξαρτήτων ελληνικών κοινοτήτων Αυστραλίας με την Ορθόδοξη Ελληνική Αρχιεπισκοπή του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο δεν φαίνεται να έχει καθαυτού αιρετικό / σχισματικό περιεχόμενο με την κοινωνιολογική τουλάχιστον έννοια του όρου[11], αλλά περιεχόμενο σε πολλά σημεία πολιτικό. Δεδομένου ότι εμφανίζεται να οργανώνεται με βασικούς άξονες τα αλληλοσυγκρουόμενα πρότυπα διοίκησης των εκκλησιαστικών και των λαϊκών κοινοτήτων, τις κατανομές των ρόλων του κλήρου και των λαϊκών μελών ως συνέπεια της συνύφανσης και των παρατηρούμενων επικαλύψεων ρόλων και λειτουργιών της κοινοτικής και της εκκλησιαστικής οργάνωσης και των αντικρουόμενων ιδεολογιών με τους οποίους αντιμετωπίζονται ή ασκούνται από τον κλήρο και τα λαϊκά μέλη.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το προαναφερόμενο σχίσμα, έχοντας ως πόλους τις παλαιές κεντρικές ανεξάρτητες κοινότητες – μέλη της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ορθοδόξων Κοινοτήτων Αυστραλίας και την αναγνωριζόμενη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Ελληνική Ορθόδοξο Αρχιεπισκοπή, φέρεται να διαμορφώθηκε με αφορμή την απόφαση του πρώτου, να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της Αυστραλίας το «Διοικητικό Σύστημα της Αρχιεπισκοπής Αμερικής». Σύστημα, που ως έχει παρατηρηθεί, απόβλεπε, όπως στην περίπτωση της Αμερικής, την κοινοτική συγκρότηση του Ελληνισμού σε ενοριακή βάση με κέντρο αποφάσεων την τότε Ιερά Μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας[12], την ίδρυση περιφερειακών ενοριακών κοινοτήτων άμεσα από την Μητρόπολη και την εφαρμογή Ενιαίων και Ομοιόμορφων Κανονισμών διοίκησης των κοινοτήτων υπό την αιγίδα και τον εξουσιαστικό έλεγχο της εκκλησιαστική ιεραρχίας[13], ακολουθώντας λίγο-πολύ τις αρχές του παλαιού εθναρχικού συστήματος διοίκησης των ορθοδόξων κοινοτήτων υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μοντέλο διοίκησης, που ας σημειωθεί εδώ παρενθετικά, είχε προταθεί και σε προγενέστερο χρόνο στην περίπτωση των ελληνικών κοινοτήτων της Αιγύπτου, από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο, πλην φέρεται να απορρίφθηκε διαρρήδην από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ως καταστροφικό, λόγω του ειδικού καθεστώτος λειτουργίας των ελληνικών κοινοτήτων της Αιγύπτου υπό την αιγίδα των ελληνικών αρχών, εν αντιθέσει με τις ειδικές συνθήκες των ορθοδόξων κοινοτήτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό την τουρκική κυριαρχία. ( Α. Α. Σαχτούρης, 1951:84-85).[14]
Στο ίδιο πλαίσιο των αλληλοσυγκρουόμενων πρότυπων διοίκησης, θα μπορούσε να εγγραφεί και να κατανοηθεί και η σύγκρουση στους κόλπους της Αρχιεπισκοπής στις ΗΠΑ, επί θητείας του πρώην Αρχιεπισκόπου κ. Σπυρίδωνα, η οποία φαίνεται να είχε ως άξονα την κατάσταση της εκεί Αρχιεπισκοπής και το ρόλο του λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας με κύριο μοχλό πίεσης την οργάνωση Orthodox Christian Laity (OCL) από στελέχη του ίδιου του περιβάλλοντος της εκεί Αρχιεπισκοπής[15].
Στους βασικούς αυτούς παίκτες της ομογενειακής διαπάλης, αξίζει να σημειωθεί εδώ, η μεταγενέστερη παρουσία του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ). Παρουσία η οποία προκάλεσε για ένα μεγάλο σχετικά διάστημα συγκρουσιακό κλίμα με πολλές άλλες οργανώσεις, από την ιδρυτική του συνέλευση, το 1995, έως και την αναμόρφωση της νομοθεσίας για τη λειτουργία του με το Ν. 3480 /2006, με αφορμή τα κενά της προηγούμενης νομοθεσίας του Ν. 1867/1989 και τις παρατηρούμενες παρεκκλίσεις και τις επικαλύψεις του ρόλου του σε σχέση με τον ρόλο και το έργο της Εκκλησίας και των δευτεροβαθμίων λαϊκών οργανώσεων της Ομογένειας.
Κενά που είχαν ως αποτέλεσμα την ελαστική εννοιολογική πρόσληψη του συμβουλευτικού του ρόλου του στην εφαρμογή του ιδρυτικού του νόμου και στον σχεδιασμό των δραστηριοτήτων του, την παρέκκλιση και την εμπλοκή του σε «προγραμματικές» δραστηριότητες άσχετες με τον γνωμοδοτικό-εισηγητικό του ρόλο. Δραστηριότητες που, σε τελευταία ανάλυση, στηριζόμενες στην προνομιακή και ιδιαίτερα υψηλή χρηματοδότηση του από το κράτος, εν συγκρίσει με τις υπόλοιπες ομογενειακές οργανώσεις, προκάλεσαν επικαλύψεις και αντιθέσεις στις σχέσεις με την Εκκλησία και τις λοιπές οργανώσεις των ομογενών και τη δημιουργία δυναμικής τάσης υποκατάστασης του ρόλου τους από το ΣΑΕ.
Συμπερασματικές Παρατηρήσεις
Εξ όσων ειπώθηκαν για την οργανωσιακή θεωρία, μπορούμε να συνάγουμε ότι κεφαλαιώδη σημασία στη δραστηριότητα των οργανώσεων δεν έχουν αυτού καθεαυτού οι αξίες και οι σκοποί της επίσημης οργανωσιακής κουλτούρας των οργανώσεων. Καθοριστική, εν πολλοίς σημασία, φαίνεται να έχουν οι σχέσεις εξουσίας, με άξονα τις οποίες μπορεί να οργανώνονται οι σχέσεις και οι δραστηριότητες των εμπλεκομένων στις οργανώσεις υποκειμένων, όσο και διάφορες άλλες κοινωνιολογικές / γνωσιακές συνιστώσες, από τις οποίες συναρτάται κατά ένα μέρος η δυναμική και η αποτελεσματικότητα των οργανώσεων. Παράγοντες όπως οι απρόβλεπτες ή εναδραστικές, παθητικές συμπεριφορές των μελών, τα ιδιαίτερα κίνητρα και τα συμφέροντα των ατόμων που στελεχώνουν τις οργανώσεις, όσο και οι διάφοροι συγκυριακοί ή γνωσιακοί περιορισμοί πρόσβασης στις απαιτούμενες πληροφορίες για την προσαρμογή και την επαναπροσαρμογή των οργανώσεων στο περιβάλλον τους, και τον κατάλληλο σχεδιασμό και επανασχεδιασμό των στόχων και των δραστηριοτήτων τους.
Στην βάση των παραγόντων αυτών, αντίθετα απ` ό,τι υποστηρίζει η κλασική οργανωσιακή θεωρία, οι οργανώσεις δεν φαίνεται να αποτελούν σύνολα προσανατολισμένα σ` ένα κοινό σκοπό, κατά ιδιαίτερα συστημικό ορθολογικό τρόπο και χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις και συγκρούσεις. Αυτό, εννοείται, ισχύει και σε ότι αφορά τις οργανώσεις των μεταναστών, και εν προκειμένω της ελληνικής Ομογένειας, οι οποίες από τον εθελοντικό τους χαρακτήρα, και τους περιορισμένους πόρους δεν υπόκεινται άλλωστε σε συστηματική τεχνοκρατική εποπτεία, σχεδιασμό και επανασχεδιασμό των δράσεων τους.
Αντιθέτως έτσι, από ό,τι θα περίμενε κανείς, οι οργανώσεις φαίνεται να αποτελούν συστήματα «περιορισμένης ορθολογικότητας», να προσδιορίζονται και να δοκιμάζονται κατά ένα μεγάλο μέρος από τις επίσημες οργανωσιακές κουλτούρες όσο και αυτές που αναπτύσσονται ως υποκουλτούρες ή αντι-κουλτούρες σε σύγκρουση με την πρώτη, πέραν των διαφόρων άλλων περιοριστικών παραγόντων που αναφέρθηκαν παραπάνω, που μπορεί να επηρεάζουν την αποδοτικότητα και να συντηρούν δυνάμεις δομικής αδράνειας, και σε ότι αφορά τις οργανώσεις της Ελληνικής Διασποράς.
Η λειτουργία των ομογενειακών οργανώσεων, οι μεταξύ τους σχέσεις και οι σχέσεις αυτών με τις εκκλησιαστικές αρχές που εμπλέκονται στην οργάνωση της Ομογένειας, στην κοινοτική σφαίρα, χαρακτηρίζεται από μια σειρά εγγενή και μη προβλήματα. Αυτά, έχουν να κάνουν κυρίως με τις διαδικασίες και τα μέσα επίτευξης των σκοπών των οργανώσεων, με τα κίνητρα οργάνωσης, τις κατανομές των ρόλων, τις ιδεολογίες τις πολιτικές τοποθετήσεις και τις κομματικές κατευθύνσεις των μελών που συνδέονται με τα διάφορα πολιτικά κόμματα (ελληνικά ή των ξένων χωρών), όσο και με τις υφιστάμενες διοικητικές διαφορές και τις παρουσιαζόμενες επικαλύψεις δραστηριοτήτων ανάμεσα στις οργανώσεις, αλλά και εκ παραλλήλου με την Εκκλησία. Η οποία εμπλέκεται στην οργάνωση της Ομογένειας με την λειτουργία των υπό την αιγίδα της ενοριακών κοινοτήτων, αλλά και με τις αξιώσεις που ενίοτε εγείρει ως προς την λειτουργία των ναών και των περιουσιακών τους στοιχείων των ανεξάρτητων κοινοτήτων της Αυστραλίας που έχουν αποσκιρτήσει από την κανονική Εκκλησία.
Ιδωμένη υπό το πρίσμα της γενικότερης οργανωσιακής θεωρίας, τις παρατηρούμενες συνάφειες ανάμεσα στις ομοειδείς και μη οργανώσεις, και τα προαναφερόμενα βασικά προβλήματα στην λειτουργία των οργανώσεων της Ομογένειας, κεντρικά ζητήματα για την μελέτη και την έρευνα των ομογενειακών οργανώσεων αποτελούν μια σειρά συναφή με την λειτουργία τους και το περιβάλλον τους στοιχεία. Αυτά είναι: η δομή, οι ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας, οι κανόνες, ο προγραμματισμός, η οργανωσιακή κουλτούρα ιδίως υπό το πρίσμα της διαδοχής των γενεών και της προσέγγισης των νεοτέρων γενεών στις υπάρχουσες οργανώσεις. Πέραν δε τούτων, η ταξική παράμετρος και οι σχέσεις των οργανώσεων με τη χώρα προέλευσης και διαμονής, ο ορθολογισμός ως βασική διοργανωτική αρχή, η προσαρμογή στο περιβάλλον και η αποτελεσματικότητα της οργάνωσης, η οποία φαίνεται να διαμορφώνεται από ενδο-οργανωσιακούς, περιβαλλοντικούς, όσο και γνωσιολογικούς και κοινωνιολογικούς παράγοντες.
Bιβλιογραφία:
Ελληνόγλωσση
Αθηναίος, 28.12.2009, «Η κατάντια της Ομογένειας στην Αμερική», www.kalami.net 19.12.2010
Γαβριήλ Γ., 1995, «Πολιτισμική θεώρηση των οργανώσεων», στο Ιωάννα Τσιβάκου (επιμ.), 1995, Δράση και Συστήματα. Σύγχρονες Προσεγγίσεις στη Θεωρία των Οργανώσεων, σ. 185-265, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα.
Γ.Γ.Α.Ε., 1985, 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο Αποδήμων Ελλήνων. Πρακτικά και Πορίσματα Αθήνα.
ΓΓΑΕ, 1991, 1η Συνδιάσκεψη Ομοσπονδιών Αποδήμων Ελλήνων, Πάτρα 6-8/12/1990. Πρακτικά του Συνεδρίου, Αθήνα.
ΓΓΑΕ: Ο Απόδημος Ελληνισμός. σειρά μελετών της ΓΓΑΕ υπό την επιστημονική εποπτεία του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Φάκελοι: Λατινική Αμερική, 1994, Αυστραλία. ΗΠΑ, Καναδάς. Ν. Ζηλανδία, 1995, Ο Ελληνισμός στις Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 1995, Ο Απόδημος Ελληνισμός στις Χώρες της Αφρικής, 1998, εκδόσεις ΓΓΑΕ, Αθήνα.
Δημητρέας Γ., 2009, Μεταφυτεύοντας την Αρχαία Αγορά. Η Ελληνική Κατάσταση στην Αυστραλία, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, 1998, ΕΛΛΑΣ. Η Ιστορία και ο Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους από τις Απαρχές του μέχρι Σήμερα, 2ος τόμος, Αθήνα.
Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, Σύνταγμα Ιεράς Αρχιεπισκοπής, Ειδικοί Κανονισμοί Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, Διάφοροι Ποιμαντορικοί Εγκύκλιοι Αρχιεπισκόπου Στυλιανού. Αχρονολόγητη έκδοση.
Ιερά Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής, Σύνταγμα της Ελληνικής Ορθοδόξου Αρχιεπισκοπής Αμερικής Βορείου και Νοτίου. Αχρονολόγητη έκδοση Holy Cross OrthodoxPress. Brookline, Massachusetts.
Ιερά Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, 1971, Καταστατικόν των Ιερών Ναών και Κοινοτήτων της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, Εξαρχιας Δυτικής Ευρώπης, Ιρλανδίας και Μελίτης.
Ιερά Ορθόδοξη Μητρόπολη Μπουένος Άϊρες.1995, Ειδικοί Κανονισμοί της Ενώσεως των Ελληορθοδόξων Κοινοτήτων και Οργανώσεων Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής. Σχέδιο καταστατικού της Μητρόπολης, ανακοίνωση στο πλαίσιο του Συνεδρίου της Ένωσης Ελληορθοδόξων Κοινοτήτων και Οργανώσεων Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής.
Καλομοίρης Δ., 1983, «Οι Ρίζες και η Πορεία του Ελληνισμού της Αυστραλίας», περ. «Αλλαγή», τεύχος 3, Σύδνεϋ.
Καρακατσούλης Παναγιώτης, 1995, «Αυτοποίηση και θεωρία των οργανώσεων», στο Ιωάννα Τσιβάκου (επιμ.), 1995, Δράση και Συστήματα. Σύγχρονες Προσεγγίσεις στη Θεωρία των Οργανώσεων, σ. 325-376, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1995.
Κοκκινίδου Δ, 2002, «Οι Έλληνες της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας», στο συλλογικό έργο Ο Ελληνισμός της Διασποράς, τόμος 3ος, σ. 153-194 έκδοση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), 2002, Πάτρα.
Κοκοσολάκης Ν., 1985, «Ο Πολιτιστικός και Κοινωνικός Ρόλος της Εκκλησίας στον Απόδημο Ελληνισμό», Η Ελληνική Διασπορά στη Δυτική Ευρώπη, εκδ. Βασιλόπουλος, Αθήνα.
Κόντης Α., 2002, «Ο Ελληνισμός στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας», στο συλλογικό έργο Ο Ελληνισμός της Διασποράς, τόμος 2ος, σ. 39-98, έκδοση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), 2002, Πάτρα.
Κιούκιας Δ., 1994, «Θεωρητικές Παρατηρήσεις για την Μελέτη των Οργανώσεων των Ελλήνων της Διασποράς», Επετηρίδα Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής, Αθήνα.
Κουρμπέτης Σ., 1992, Η Ιστορία της Ελληνικής Αριστεράς της Αυστραλίας 1915-1955. Εκδόσεις Εωθινόν, Μελβούρνη.
Κωνσταντινίδης Στ., 2002, «Οι Έλληνες του Καναδά», στο συλλογικό έργο Ο Ελληνισμός της Διασποράς, τόμος 3ος, σ. 89-123, έκδοση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), 2002, Πάτρα.
Λυκομήτρος Γ., «Ελληνισμός και τα παραμύθια με τις ομογενειακές οργανώσεις, ΗΠΑ», www.kalami.net 19.02.2010
Μακρυδημήτρης, Α., 2004, Προσεγγίσεις στη Θεωρία των Οργανώσεων, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα.
Μαλαφούρης Μ., 1948, Έλληνες της Αμερικής (1528-1948), Νέα Υόρκη.
Νόμος Υπ` Αριθμ. 3480/ΦΕΚ 161, τευχ. Πρώτο, 2/8/2006: «Οργάνωση, λειτουργία και αρμοδιότητες του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ) και άλλες διατάξεις»
Ομιλίες Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού στην Δ΄, ΣΤ΄, και Θ΄ Κληρικολαϊκή Συνέλευση, (1981, 1989, 2003).
Πετρόπουλος Ν., 1985, «Η Οργάνωση των Αποδήμων Ελλήνων», βλ. Πρακτικά και Πορίσματα του 1ου Παγκοσμίου Συνεδρίου Αποδήμων Ελλήνων, έκδοση ΓΓΑΕ, 1985, σ. 273-305.
Πετρόπουλος Ν., 1990, «Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού», Πρακτικά 1ης Συνδιάσκεψης Ομοσπονδιών Αποδήμων Ελλήνων, 6-8/12/1990, (έκδοση ΓΓΑΕ, 1991), σ. 67-101.
Σακτούρης Α. Α., 1951, Αναμνήσεις εκ του Διπλωματικού μου Σταδίου, Κάιρο.
Σκανδαλάκης Π., 2003, Ελληνική Διασπορά. Η Δύναμη του Ελληνισμού, Εκδόσεις Αλέξανδρος, Αθήνα.
Τάμης Α., 1997, Ιστορία των Ελλήνων της Αυστραλίας, Τόμος 1ος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη.
Τάμης Α., 2000, Ιστορία των Ελλήνων της Αυστραλίας, Τόμος 2ος, Εκδόσεις Ellikon Press, Μελβούρνη.
Τζουμάκας Δ., 1983, «Ο Ελληνισμός του Σύδνεϋ», περ. «Αλλαγή», τεύχος 4. Σύδνεϋ
Τσαπαλιάρης Β., 2002, «Η Ελληνική Διασπορά στη Λατινική Αμερική» στο συλλογικό έργο Ο Ελληνισμός της Διασποράς, τόμος 3ος, σ. 125-152, έκδοση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), 2002, Πάτρα.
Τσαπαλιάρης Β., 2002, «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η Ελληνική Διασπορά » στο συλλογικό έργο Ο Ελληνισμός της Διασποράς, τόμος 1ος, σ. 163-193, έκδοση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), 2002, Πάτρα.
Τσαπαλιάρης Β., 2010, «Συλλογική Οργάνωση στην Ελληνική Διασπορά», www.syllogosggae.gr , 26. 04. 2010
Τσιβάκου Ι., (επιμ.), 1995, Σύστημα: Σύγχρονες προσεγγίσεις στη θεωρία των οργανώσεων, Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα.
Τσιγκρής Δ., 1992, Ο Κοινοτικός Θεσμός στην Αυστραλία. Σύντομη Ιστορική Επισκόπηση, έκδοση του συγγραφέα, Σύδνεϋ.
Τσίμπος Π. – Δρόσος Γ. – Βέλος Γ., 1984, «Ελληνοκαναδικές Κοινότητες – Οργάνωση – Σύγκρουση – Μεταβολές». Ανακοίνωση στο Α΄ Συνέδριο του Ελληνικού ΚοινωνιολογικούΣυλλόγου, Αθήνα, 13-16/12/1984.
Τσούκας Χαρίδημος, 1995, «Τύχη και αναγκαιότητα στις οργανώσεις: Νέο-εξελικτικές προσεγγίσεις στη θεωρία των οργανώσεων», στο Ιωάννα Τσιβάκου (επιμ.), 1995, Δράση και Συστήματα. Σύγχρονες Προσεγγίσεις στη Θεωρία των Οργανώσεων, 267-323, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα.
Τσούνης Μ., . 1983-1984, «Οι Ελληνικές Κοινότητες στην Αυστραλία», σειρά άρθρων στο περιοδικό «Απόδημος», τεύχη 13, 15, 16, 18, 19, 20. Αθήνα.
Τσούνης Μ., 1990, Η Ιστορία μιας Κοινότητας, έκδοση της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Νότιας Αυστραλίας, Αδελαίδα.
ΥΠΕΞ./Διεύθυνση Αποδήμων Ελλήνων,1987, Ο Ελληνισμός του Εξωτερικού, Αθήνα.
ΥΦΥΠΕΞ. Γρηγόρης Νιώτης, 1999, Ο Ελληνισμός στον Παγκόσμιο Χώρο. Προτάσεις Στρατηγικής. Έκδοση ΥΠΕΞ./ΓΓΑΕ. Θεσσαλονίκη.
Φακιολάς Ρ., 2002, «Οι Έλληνες των ΗΠΑ», στο συλλογικό έργο Ο Ελληνισμός της Διασποράς, τόμος 3ος, σ. 21-87, έκδοση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), 2002, Πάτρα.
Φεραρότι Φράνκο. (Επιμ.), Οι κλασικοί της Κοινωνιολογίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, αχρονολόγητη έκδοση, Αθήνα.
Φίφης Χ., 1997, «Ραγδαίες Αλλαγές στη Μορφή της Ελληνοαυστραλιανής Παροικίας», περ. «Αντίποδες», τεύχος 41-42.
Φραγκιουδάκης Γ., 1990, Ο Ελληνισμός της Νέας Ζηλανδίας, έκδοση της Ελληνικής Κοινότητας Wellington, Wellington.
Ξενόγλωσση
Amitai Etztioni, (1964), Modern Organization, Prentice Hall. (Excerpts, in Peter Worsley, 1978 (ed., Modern Sociology. Introductory Readings, Penguin Books, pp. 58-61
Bottomley, G., (1975), “Ethnicity and Identity among Greek Australians", in Australia and New Zealand Journal of Sociology, (pp.118-125), No 12, Jan. 1975.
Chimbos, P., D., (1985), The Canadian Odyssey: The Greek Experience in Canada, McClelland and Stuart Ldt., Toronto, Ontario, (second edition).
Chimbos, P., D., (1993), “Historical Development, Conflict and Social Change of Greek Communities in Canada”, in proceedings of the First International Seminar: Greeks in English Speaking Countries. Greek Forum (ed.). Melbourne.
Fifis, C. (1999) "Aspects of the Post-War II Greek Australian Community", Hellenic Studies, Vol. 7, No 2, Autumn, Canada, σ. 65-96.
Janowith M., (1970), Political Conflict. Essays in Political Sociology. Quadrangle Books, Chicago.
Lindsay, A. D., (1966), The Modern Democratic State. A Galaxy Book. New York – Oxford University Press..
Rex, J. et al, (1987), Immigrant Associations in Europe, Aldershot : Gower.
Petrolias J., (1959), Post-War Greek and Italian Migrants in Melbourne, unpublished Ph. D. Thesis, Melbourne.
Spiro, H., (1962), “Comparative Politics; A Comprehensive Approach”, in American Sociological Review, L VI, No 3, Sept. 1962.
Tamis, A., (1994), The Immigration and Settlement of Macedonian Greeks in Australia. La Trobe University Press, Melbourne.
Tsounis, M.., (1971), Greek Communities in Australia. Unpublished Ph. D. Thesis, University of Adelaide.
Tsounis M., (1971), “The Greek Left in Australia”, in Australian Left Review, no 29, pp. 53-61.
Tsounis, M., (1974), ‘The Greek Church Politics in Australia’, in Greek-Australian Review, June 1974.
Tsounis M., (1975), “Greek Communities in Australia”, in Price C., (ed.), Greeks in Australia, A.N.U.P., 1975, pp. 55-56.
Tsounis, M. (1992), ‘ Greek Community, Paroikia Formations in Australia: 1880s-1980s ‘. A paper given at the First International Seminar on Greeks in English Speaking Countries, Melbourne.
Weinstein, D, and Weinstein, M. (1974), Living Sociology: A Critical Introduction, David Mackay Company Inc., New York.
13/9/2010
[1] Δευτερευόντως, ο ίδιος όρος παρουσιάζεται να υποδηλώνει: συστηματοποίηση με βάση την ορθολογική λογική ένταξη σε μια ομάδα ή δημιουργία ομάδας με συγκεκριμένους ιδεολογικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς κτλ. στόχους· σωματείο, σύνδεσμος, σύλλογος): Kοινωνική / φιλανθρωπική / πολιτιστική ~. Συνδικαλιστική ~, συνδικάτο. Πολιτική ~· (πρβ. κόμμα). κ.ά. Βλ. ηλεκτρονικό λεξικό: Τριανταφυλλίδης On Line. Ανάλογη ετυμολογική έννοια παρουσιάζει και στην αγγλική γλώσσα.
[2] Ο όρος «ενάδραση» (enactment) φέρεται να σημαίνει προκαθορισμένο τύπο δράσης (όπως στην περίπτωση της εκτέλεσης ενός θεατρικού ρόλου), τύπο δράσης μη επιλεγόμενο από τα δρώντα υποκείμενα, αλλά καθοριζόμενο με βάση τις συνήθειες και τις ρουτίνες που έχουν εγγραφεί στη μνήμη τους, και έχουν αποκτήσει (και συγκρατήσει) μέσα από προηγούμενες διαδικασίες εκκοινωνισμού, εξουσιαστικών σχέσεων και στοχασμού Βλ. Τσούκας Χ., 1995:295.
Σε τελευταία ανάλυση, θα λέγαμε, πρόκειται για δράση προερχόμενη από κεκτημένες συνήθειες / τρόπους «του φέρεσθαι», σχετιζόμενους με την κοινωνικοποίηση του ατόμου, τις αξίες και τους τρόπους συμπεριφοράς που εγκαθιδρύουν και θέτουν σε χρήση στα άτομα η διαδικασία εκκοινωνισμού (κοινωνικοποίησης), οι σχέσεις εξουσίας και οι προσδιοριζόμενοι από αυτές κεκτημένοι τρόποι κοινωνικού στοχασμού.
[3] Ο όρος «οργανωσιακή κουλτούρα», έχοντας κατά βάση ιδεολογική έννοια, περιλαμβάνει τους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης και δράσης, τους κανονισμούς, τα ιδανικά, τις πεποιθήσεις και τις αξίες, που ορίζουν οι σκοποί και οι στόχοι μιας οργάνωσης, τους οποίους οφείλουν να εφαρμόζουν και να συμμερίζονται τα μέλη, τους γραφειοκρατικούς ελέγχους και τις οργανωσιακές αξίες, με τις οποίες ενσωματώνονται τα άτομα σε μια οργάνωση, και οι οποίες διαπλάθουν και ενοποιούν σε μεγάλο ή μικρό βαθμό την προσωπική και την συλλογική συμπεριφορά των μελών.
[4] Η έκδηλη οργανωσιακή κουλτούρα, μπορεί να διακριθεί σε διάφορους τύπους με κριτήριο τις επικρατούσες σχέσεις εξουσίας και τις κατανομές ισχύος και ρόλων, και τις πρωταρχικές οργανωσιακές τους αξίες. Αυτές είναι: η «κουλτούρα της εξουσίας», η «ενός ανδρός εξουσία», παρομοιαζόμενη, με ιστό αράχνης με κέντρο εξουσίας έναν πανίσχυρο αρχηγό, η οποία έχει ως πυρηνική αξία την αφοσίωση σε αυτόν, η «κουλτούρα του ρόλου» που απαντιέται στους σύγχρονους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, όπου καθένας έχει έναν οργανωμένο ιεραρχικά ρόλο, στενά καθορισμένο από κανόνες και κανονισμούς, πυρηνική αξία της οποίας λογίζεται η σχολαστική αφοσίωση στο γράμμα των ισχυόντων κανόνων που υποτίθεται ενσαρκώνουν τον απόλυτο ορθολογισμό. Η «κουλτούρα του εργασιακού καθήκοντος» που απαντιέται σε γραφεία εμπειρογνωμόνων και σε διαφημιστικές εταιρείες, όπου πρωταρχική της αξία αποτελεί η ομαδική εργασία και η ομάδα αποτελεί κυρίαρχη αρχή. Η «κουλτούρα του ατόμου» που απαντιέται σε χαλαρούς επαγγελματικούς συνεταιριστικούς οργανισμούς διαφόρων επαγγελματικών ομάδων (ιατρών, κ.ά.) η οποία κατευθύνεται από απόλυτη εμπιστοσύνη στο άτομο και έχει ως θεμελιώδη αξία την αγάπη προς τους πελάτες, τον επικεφαλής της οργάνωσης, αλλά και του ενός προς τους άλλους. Βλ. Γαβριήλ Γ., 1995:212-215 και 218-226. Οι οργανώσεις, εξεταζόμενες ως προς την οργανωσιακή τους κουλτούρα, διαθέτουν ένα μίγμα από τους προαναφερόμενους τύπους, με έναν από αυτούς συχνά επικρατέστερο.
[5] Η ταξική ειδικά παράμετρος έχει εκ των πραγμάτων και των θέσεων των ομογενειακών οργανώσεων ουσιώδη σημασία. Εφόσον η δημιουργία και η δραστηριοποίηση των ομογενειακών οργανώσεων ενέχει ενός ορισμένου βαθμού ταξικά, παρά αμιγή εθνοτικά συμφέροντα, συμφέροντα προερχόμενα από τον ταξικό καθορισμό των ατόμων, και εφόσον έχει υπεισέλθει στην οργανωσιακή προβληματική καθορίζοντας ένα ορισμένο «διεκδικητικό» πλαίσιο δράσης για τις ομογενειακές οργανώσεις. Όρος που έχει εκφραστεί άλλωστε και στη σχετική νομοθεσία για τη λειτουργία του ΣΑΕ (Ν. 3480/2006, αρθ. 1, παρ. 1), χαρακτηρίζοντας το, μεταξύ των άλλων, και ως «διεκδικητικό» όργανο, μετά από σχετικές προτάσεις των ομογενειακών οργανώσεων.
[6] Ανάλογα λ.χ. με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, τα κίνητρα ελέγχου και συντονισμού των δραστηριοτήτων τους, τις σχέσεις επικοινωνίας, τα κίνητρα υπακοής στους σκοπούς και τους κανονισμούς των οργανώσεων κ.ο.κ.
[7] Βλ. στο Φεραρότι Φράνκο, ( χ.χ.): 178-206
[8]Οι υποστηριχτές μάλιστα της λεγόμενης «σχολής των ανθρωπίνων σχέσεων» (human relations school) διατείνονται ότι το δημοκρατικό στυλ διοίκησης, με το οποίο επιχειρείται να εξασφαλισθεί η συμμετοχή των μελών, ή των εργαζομένων, έχει αποδειχθεί ως το πιο αποτελεσματικό στην εκπλήρωση των σκοπών μιας οργάνωσης, ενώ η δημοκρατική ηγεσία είναι περισσότερο πιθανό ν` αντεπεξέλθει στις αντιδράσεις τυχόν αλλαγών ( Cotgrove G., 1967: 264 ).
[9] Το πρόβλημα, ειδικά της ανάδειξης σταθερών ηγετικών ελίτ, εμποδίζοντας την ανανέωση των στελεχών και την είσοδο ατόμων νεοτέρων γενεών με τις οποίες και μόνο μπορεί να εξασφαλισθεί η συνέχεια των οργανώσεων με τη διαδοχή των γενεών, ας σημειωθεί εδώ, υπήρξε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας του ΣΑΕ επί σειρά ετών από την ίδρυση του. Πράγμα, που εγείροντας εύλογους προβληματισμούς οδήγησε στην εισαγωγή ειδικής πρόβλεψης στο Νόμο 3480/2006 (άρθρο 6, παρ.7), βάσει του οποίου «Τα μέλη του Προεδρείου δεν δύνανται να εκλεγούν πέραν των δύο θητειών στην ίδια θέση». Πρόβλεψη, που σημειωτέον, επέτρεψε την ριζική ανανέωση των μελών του Προεδρείου με νέα πρόσωπα, με την εφαρμογή του ως άνω νόμου.
[10] Φαινόμενο, ας σημειωθεί, ιδιαίτερα έντονο σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης κατ` εξοχήν στη Γερμανία και στη Σουηδία, όπου οι ελληνικές κοινοτικές παρατάξεις φαίνονται να διαμορφώνονται κατά κανόνα σε απευθείας σύνδεση με τα παραρτήματα των εκεί ελληνικών πολιτικών κομμάτων και σε ένα βαθμό και στην Αυστραλία.
[11] Με την έννοια, δηλαδή, της συγκρότησης καθαρά θρησκευτικού-δογματικού τύπου ομάδας και την απόσχιση από ένα υπάρχον λατρευτικό σώμα για την επιδίωξη αγνότερων θρησκευτικών μορφών και ηθικών αξιών, αν και βάσει των αρχών οργάνωσης, των Ιερών Κανόνων και της διδαχής της Εκκλησίας θεωρείται και αντιμετωπίζεται ως εκκλησιαστικό σχίσμα. Υπόθεση, που, ας σημειωθεί εδώ εν παρόδω, φαίνεται να έχει πάρει νέες διαστάσεις με τις κινήσεις των τελευταίων ετών της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ορθοδόξων Κοινοτήτων Αυστραλίας για την ένταξη των ναών των κοινοτήτων που εκπροσωπούν αυτή τη φορά στην Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδας.
[12] Ως «ιδρυτική πράξη» του χάσματος που ακολούθησε στις σχέσεις των παλαιών κοινοτήτων με την κανονική Εκκλησία φέρεται να ήταν η επίσημη ανακοίνωση, το 1947, του τότε μητροπολίτη Θεοφύλακτου, περί οδηγιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την εφαρμογή και στην Αυστραλία του «Διοικητικού Συστήματος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής», σύμφωνα με το οποίο, ως είχε χαρακτηριστικά δηλώσει, «η Εκκλησία έχει τον γενικό έλεγχο, είναι η πρώτη και ανωτέρα αρχή του Απόδημου Ελληνισμού». Βλ. Λεύκωμα 90 Χρόνων της Ελληνική Ορθοδόξου Κοινότητας Νέας Νοτίου Ουαλίας (Σύδνεϋ). Απόρροια του εγχειρήματος αυτού υπήρξε η αποσκίρτηση των παλαιών κοινοτήτων και η υπαγωγή των ναών τους αρχικά στη Λευκορωσική Εκκλησία και μεταγενέστερα, το 1970, στην μη αναγνωριζόμενη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο «Αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή» Βλέπε σχετικά Τάμης Α. 2000: 24, 26, 41, 49, 78, 83.
[13] Βλέπε, στη βιβλιογραφία της παρούσης εργασίας, Συντάγματα και σχετικούς Ειδικούς Κανονισμούς Αρχιεπισκοπών και Μητροπόλεων Αυστραλίας, Αμερικής, Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, και Μπουένος Άϊρες, καθώς και ως άνω σχετικές αναφορές Τάμη Α. 2000: 24, 26, 41, 49, 78, 83.
[14] Μετά από εισήγηση του Γενικού Προξένου στο Κάιρο Α. Α. Σαχτούρη, θεωρώντας ότι μια τέτοια οργάνωση θα ζημίωνε τα συμφέροντα των ελληνικών κοινοτήτων. Δεδομένου ότι αυτές λειτουργούσαν ως ελληνικά νομικά πρόσωπα και εξαρτώντο ηθικά και νομικά από την ελληνική κυβέρνηση, εν αντιθέσει με τις ομογενειακές κοινότητες της Τουρκίας.
[15] Πράγμα, που κατά την ερμηνεία του πρώην Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ Σπυρίδωνα, αποδόθηκε στην υπάρχουσα και διαρκώς αυξανόμενη επιρροή στη λατρεία και την πνευματική ζωή των πιστών του αμερικανικού προτεσταντικού πνεύματος, στο πλαίσιο της οποίας οι εν λόγω ομογενειακοί κύκλοι φαίνεται, ως έχει λεχθεί, από τον ίδιο τον κ. Σπυρίδωνα, " να ωθούν, εν ονόματι της πανορθοδοξίας, άλλοτε ήπια και άλλοτε βίαια σε μια «αυτοκεφαλιστική λύση». Επιδίωξη που φαίνεται εντάθηκε επί των ημερών της θητείας του, με αφορμή τις προσπάθειες του ιδίου να επανέλθει η Εκκλησία της Αμερικής σε μια γνησιότερη μορφή Ορθοδοξίας. Βλ. συνέντευξη του ιδίου στην Ιουστίνη Φραγκούλη, στην Ελευθεροτυπία, 23/7/2000.